Υπάρχουν άνθρωποι που κουβαλούν μέσα τους έναν μικρό ναρκισσιστή χωρίς να το συνειδητοποιούν. Δε θα σε κακοποιήσουν ανοιχτά, ούτε θα φωνάξουν για να επιβληθούν. Δε θα σε βρίσουν, θα σε κάνουν όμως να αισθανθείς ότι δεν αξίζεις, ότι είσαι «άχρηστος». Και θα το κάνουν με έναν πιο ήσυχο, πιο «καλλιεργημένο» τρόπο· μέσα από την ενοχή, τη λογική, την ηθική ή ακόμη και την αγάπη. Κι ενώ νομίζουν πως στέκονται «πάνω» από τους χειριστικούς ανθρώπους που κατέστρεψαν τη ζωή τους, στην πραγματικότητα συνεχίζουν ακριβώς το ίδιο μοτίβο που κάποτε τους πόνεσε. Μόνο που τώρα είναι εκείνοι που το προκαλούν.
Ο «ήσυχος ναρκισσιστής» μπορεί να φοράει τον ρόλο του «καλού ανθρώπου», του «λογικού», του «θύματος που έμαθε το μάθημά του». Μπορεί να σε κοιτάζει στα μάτια και να σου λέει «εγώ δε θα σου έκανα ποτέ κακό», ενώ ταυτόχρονα σε αφήνει να λιώνεις μέσα στην αμφιβολία, στην απόρριψη ή στην ψευδαίσθηση ότι εσύ φταις. Αυτοί οι άνθρωποι ενδεχομένως να έχουν υποστεί κάποτε έναν πόνο που δεν άντεξαν να κοιτάξουν κατάματα. Κι επειδή δεν μπόρεσαν να τον επεξεργαστούν, έγιναν αυτό που φοβούνταν: μια ήπια εκδοχή του κακού που κάποτε τους τσάκισε. Έτσι, κρίνουν τους «χειριστικούς» άλλους για να νιώσουν ότι έχουν ξεφύγει. Μα δεν έχουν— απλώς άλλαξαν ρόλο.
Το οξύμωρο είναι ότι όταν βρεθεί κάποιος μπροστά τους που δείχνει ευάλωτος, δεν τον προστατεύουν. Δεν τον αγαπούν όπως θα ήθελαν κάποτε να αγαπηθούν. Αντίθετα, τον «δοκιμάζουν», τον αποδυναμώνουν, τον κάνουν να αμφισβητεί τον εαυτό του. Γιατί μόνο έτσι μπορούν να κρατήσουν τον έλεγχο, να αποδείξουν ότι πια δεν είναι εκείνοι το θύμα.
Και κάπου εκεί χάνεται η ουσία:
Η αγάπη που μπορούσε να γιατρέψει, μετατρέπεται σε παιχνίδι εξουσίας.
Η ευαισθησία, σε άμυνα.
Η ενσυναίσθηση, σε στρατηγική επιβίωσης.
Το πιο τραγικό δεν είναι ότι πληγώνουν τους άλλους, αλλά ότι πείθουν τον εαυτό τους πως δεν κάνουν τίποτα λάθος. Ότι απλώς «προστατεύονται». Ότι «δε θέλουν να ξαναπληγωθούν». Κι όμως, μέσα απ’ αυτή τη στάση, πληγώνουν ακριβώς αυτούς που τους αγαπούν περισσότερο. Κάθε χειριστικός άνθρωπος που δε βλέπει τη δική του ευθύνη, κουβαλά μέσα του μια παλιά εκδοχή του εαυτού του που πονά και δεν έχει βρει ακόμα λύτρωση. Κι όσο αρνείται να αντικρίσει αυτόν τον πόνο, τόσο θα μεταμορφώνει κάθε σχέση σε πεδίο μάχης για επιβεβαίωση.
Η λύση δεν είναι να απομακρυνθείς απ’ όλους, ούτε να γίνεις «πιο δυνατός». Είναι να σταματήσεις να πολεμάς για να αποδείξεις ποιος έχει δίκιο. Να καταλάβεις ότι η αληθινή δύναμη δεν είναι να ελέγχεις, αλλά να κατανοείς. Να αγαπάς χωρίς να καταστρέφεις. Να φροντίζεις χωρίς να φυλακίζεις. Να μη γίνεσαι όλα αυτά που σιχαινόσουν. Και τότε, ίσως, ο αδύναμος δε θα είναι πια εκείνος που πονά, αλλά εκείνος που αρνείται να δει τον καθρέφτη.
Γιατί ο πραγματικός χειρισμός δε βρίσκεται στα λόγια ή στις πράξεις, αλλά στο ψέμα που λες στον εαυτό σου για να μη νιώσεις ενοχές.
