Υπάρχουν στιγμές στην ιστορία που σε διαμορφώνουν. Και για τη δική μας γενιά, που τότε ήταν δεκατριών, δεκατεσσάρων, δεκαεξιών χρονών, η δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου ήταν η πρώτη φορά που η πραγματικότητα μάς πέταξε με βία έξω από την παιδική αθωότητα.
Ο Δεκέμβρης του 2008
Εκείνο το βράδυ, 6 Δεκεμβρίου, η είδηση ότι ένας 16χρονος πuροβολήθηκε στα Εξάρχεια ταξίδευε από κινητό σε κινητό, από σπίτι σε σπίτι, από σχολείο σε σχολείο. Ήμασταν παιδιά, μπροστά στις τηλεοράσεις, προσπαθώντας να καταλάβουμε πώς γίνεται κάποιος που μοιάζει με εμάς, στην ηλικία μας, στο δικό μας κόσμο, να πέφτει νεκρός από σφaίρα αστυνομικού. Δεν είχαμε τις λέξεις, αλλά νιώθαμε το σοκ. Δεν είχαμε καλά καλά εξερευνήσει τι ακριβώς σημαίνει η κρατική βία, αλλά εκείνο το βράδυ μάθαμε τι σημαίνει αδικία.
Και μετά ήρθε η φωτιά.

Οι μέρες που ακολούθησαν έμοιαζαν με σκηνές από άλλη πόλη. Η Αθήνα καιγόταν, και εμείς, ανήλικοι ακόμη, κοιτούσαμε τις εικόνες και μιλούσαμε για πρώτη φορά για πράγματα που κανονικά ξεκινάς να συζητάς διαφορετικά στην εφηβεία: για εξουσία, για συστήματα που δεν προστατεύουν, για θυμό που δε βρίσκει διέξοδο. Εκείνες οι νύχτες μύριζαν δακρυγόνο, αλλά και κάτι άλλο: τη συνειδητοποίηση ότι ο κόσμος δεν είναι φτιαγμένος δίκαια.
Μια γενιά ενηλικιώθηκε πρόωρα.
Ο χρόνος εκείνων των ημερών αλλοιώθηκε. Ήταν σαν κάποιος να πάτησε παύση και fast forward ταυτόχρονα. Από τη μια, όλα πάγωσαν στη στιγμή που το όπλο σημάδεψε· από την άλλη, είδαμε μπροστά μας όσα ερχόταν: κρίση, ανασφάλεια, θυμό, απώλεια εμπιστοσύνης. Κι ένα βίντεο, ένα βίντεο που δε θα ξεχάσουμε ποτέ.
Γιατί η αλήθεια είναι πως ο Δεκέμβρης του 2008 δε μας σημάδεψε μόνο επειδή χάθηκε ένα παιδί. Μας σημάδεψε γιατί ήμασταν κι εμείς παιδιά. Ήμασταν αρκετά μικροί ώστε να μας τρομάξει, αλλά αρκετά μεγάλοι ώστε να μην το ξεχάσουμε ποτέ.
Εκείνη η εικόνα — η πόλη στις φλόγες, ο καπνός να ανεβαίνει πάνω από το κέντρο, το χριστουγεννιάτικο δέντρο να καίγεται σαν σύμβολο που έσβησε απότομα — έγινε το συλλογικό μας σημάδι. Μια γενιά αντιλήφθηκε ότι ο φόβος μπορεί να αλλάξει πλευρά. Ότι η οργή δεν είναι πάντα υπερβολή. Ότι κάτι σάπιο υπήρχε μέσα στο σύστημα που μας έλεγε πως «όλα πάνε καλά».

Από τότε πέρασαν δεκαεπτά χρόνια. Μεγαλώσαμε, αλλά η μνήμη εκείνη μένει κάπως παιδική μέσα μας, σαν μια πληγή που δεν έκλεισε ποτέ εντελώς. Όχι επειδή θέλουμε να τη θυμόμαστε, αλλά επειδή χτίστηκαν πάνω της τα επόμενα χρόνια: η κρίση, η αβεβαιότητα, η δυσπιστία απέναντι σε κάθε θεσμό που υποτίθεται ότι μας προστατεύει.
Γι’ αυτό και κάθε 6η Δεκεμβρίου, όσες γενιές κι αν περάσουν, η δική μας επιστρέφει νοητά σε εκείνο το βράδυ. Στο Σάββατο που σταμάτησε να είναι απλώς Σάββατο. Στη στιγμή που καταλάβαμε ότι η αθωότητα δεν είναι δεδομένη. Στο παιδί που θα μπορούσε να είναι ο φίλος μας, ο συμμαθητής μας, εμείς.
Επειδή δε γίνεται να ξεχάσεις. Γιατί κάποια πράγμα, έγιναν η γενιά σου.