Κάποτε ίσως γελούσες με όσους είχαν χόμπι. Μάλιστα, αν γυρίσεις τον χρόνο πίσω – ή όχι και τόσο πίσω – εκεί, στα πρώτα βιογραφικά που έφτιαχνες για να βρεις την πρώτη σου δουλειά, υπήρχε η κατηγορία χόμπι. «Α, καλά», μπορεί να είπες. Όπως είπα κι εγώ. Ή μπορεί και να χάθηκες για μια στιγμή, χαζεύοντας στο κενό, προσπαθώντας να θυμηθείς: με τι ασχολούμαι τελικά σαν χόμπι;
Μεγαλώνοντας, ίσως γελούσες και με εκείνους που φρόντιζαν φυτά σαν να ήταν παιδιά. Ή με όσους πήγαιναν γυμναστήριο με ενθουσιασμό. Που έκλειναν στην ατζέντα τους «ώρα για μένα» λες και ήταν meeting με CEO. Που ανέβαζαν stories με το γνωστό ‘ me day ‘.
Εσύ, όπως κι εγώ, ζούσες στο κλασικό μοτίβο δουλειά–σπίτι–έξοδος. Μια σταθερή μπύρα την εβδομάδα, μερικές μικρές αγορές ως επιβράβευση στη φορτωμένη ρουτίνα. Και φυσικά, δεν έβρισκες λόγο να επενδύσεις σε κάτι παραπάνω. Αρχικά δεν είχες χρόνο..!
Πόσες φορές έχουμε παραπονεθεί ότι δεν έχουμε χρόνο; Η ζωή τρέχει κι εμείς προσπαθούμε να την προλάβουμε. Μικρή παύση για τις φορές που είπες στη μάνα σου ότι δεν έχεις χρόνο και σε κοίταξε με εκείνο το βλέμμα του «με δουλεύει τώρα;». Εσύ όμως, την ίδια στιγμή, είχες αναλάβει τη διαρκή αποστολή να γεμίζεις τις ζωές των άλλων. Ήσουν εκεί για όλους: φίλους, οικογένεια, δουλειά. Για δράματα, χωρισμούς, κλάματα, χαρές, μετακομίσεις, ακόμη και για το κλασικό «μπορείς να με πάρεις από το αεροδρόμιο;».
Προσπαθούσες να καλύψεις τα θέλω τους, ξεχνώντας τα δικά σου. Και κάπου εκεί, χωρίς να το καταλάβεις… άδειασες. Ώσπου μια μέρα ο θόρυβος γύρω σου χαμήλωσε. Οι άνθρωποι που δεν σου ταίριαζαν άρχισαν να φεύγουν σχεδόν μόνοι τους. Και τότε συνέβη το απροσδόκητο: Μέσα στη σιωπή, άκουσες εσένα. Όχι την εκδοχή που έτρεχε να προλάβει. Αλλά εκείνη που περίμενε χρόνια να τη φροντίσεις.
Και κάπως έτσι, στο νέο σου σπίτι που συντηρείς με τη νέα σου δουλειά, εκείνη στην οποία δε συμπλήρωσες ποτέ το πεδίο «χόμπι», αλλά τελικά σε πήραν βρίσκεις τον εαυτό σου να προσπαθεί να διακοσμήσει το σαλόνι με ένα φυτό εσωτερικού χώρου.
Πότισμα: τσεκ.
ChatGPT για πληροφορίες: τσεκ.
Τηλέφωνα στη μαμά: τσεκ.
Ώσπου έρχεται εκείνη η μέρα. Η μέρα που ένα φύλλο κιτρινίζει. «Γιατί ρε άτιμο; Δεν σε πότισα; Δε σου μίλησα; Δε σου είπα για τον Γιωργάκη από το δημοτικό;» Πεισμώνεις, ψάχνεις, προσπαθείς ξανά. Και κάπως έτσι, το σαλόνι και το μπαλκόνι γεμίζουν γλάστρες. Κοίτα να δεις. Κάποτε δεν κρατούσες ούτε δύο γλάστρες ζωντανές. Τώρα όμως, αν δεις ένα φύλλο να κιτρινίζει, κάτι μέσα σου σφίγγεται. Όχι επειδή χάλασε ένα φυτό αλλά επειδή αυτή η μικρή ύπαρξη εξαρτάται από εσένα.
Έχεις προσπαθήσει. Έχεις αφιερώσει ώρες. Και, στην τελική, έχεις κάνει καλύτερες συζητήσεις μαζί τους απ’ ό,τι με ανθρώπους που πέρασαν ποτέ από τη ζωή σου.
Προστέθηκε λοιπόν ένα χόμπι στο βιογραφικό. Πάμε για άλλα. Κάπου εκεί, το σώμα σου αρχίζει να ζητάει όσα του χρωστάς χρόνια. Ενώ παλιότερα το αγνοούσες με μαεστρία, τώρα κάνει μικρές, διακριτικές διαμαρτυρίες: «Πόνεσε λίγο ο αυχένας». «Κάτι τραβάει στη μέση». «Μήπως να κοιμηθούμε πριν τις 3;» «Μήπως να ξεφορτωθούμε κι αυτό το μικρό σωσίβιο;» Και τότε σκάει η σκέψη: «Μήπως να αρχίσω κάτι; Κάτι για μένα;» Και ξεκινάς. Πιλάτες, γιόγκα, περπάτημα — κάτι, τέλος πάντων. Το πρώτο μάθημα; Κωμωδία τρόμου. Άκαμπτο σώμα. Ιδρωμένη μασχάλη. Καμία ιδέα τι κάνεις. Κάθε άσκηση σου φαίνεται εξωγήινη. «Τετραποδική; Τι είναι αυτό; Θα κάνουμε τα σκυλιά;»
Στο γυμναστήριο, κάθε όργανο μοιάζει γελοίο. Και μετά ακούς εκείνες τις κραυγές από όσους σηκώνουν 100 κιλά βάρη. Και πάμε λίγο σαμποτάζ: «Θα με κοιτάνε», «Είμαι σαν τη μύγα μες στο γάλα», «Θα γίνω ο περίγελος». Κι όμως η αλήθεια είναι πως κανείς δεν ασχολείται μαζί σου. Απλώς αυτοί ξεκίνησαν νωρίτερα να φροντίζουν τον εαυτό τους. Εσύ μόλις μπαίνεις στο παιχνίδι. Ο διάδρομος μπαίνει στο σπίτι σου και σου λέει ότι κάτι αλλάζει. Κάποτε θα γελούσες με τη σκέψη.
Τώρα όμως κάνεις τα χιλιόμετρά σου με ρυθμό που μόνο εσύ ξέρεις. Και βαθιά μέσα σου ξέρεις πως αυτό το μικρό, επαναλαμβανόμενο βήμα είναι από τα σημαντικότερα πράγματα που έκανες ποτέ για σένα.
Μεγαλώνοντας, τελικά αποκτάς χόμπι — για όσους δεν το είχαν από μικροί. Γιατί αλλάζεις κι εσύ. Οι προτεραιότητές σου δεν κάνουν θόρυβο όταν μετακινούνται. Το κάνουν αθόρυβα, σαν έπιπλα που σπρώχνεις τη νύχτα για να μην ξυπνήσουν οι άλλοι. Ξαφνικά βρίσκεις χαρά σε πράγματα που κάποτε υποτιμούσες: ένα φυτό, ένα μάθημα άσκησης, μια σταθερή ρουτίνα, ένα απόγευμα χωρίς σχέδια, ξυλογλυπτική, πανιά, ό,τι…. Και τότε παρατηρείς κάτι ακόμη. Όλα εκείνα τα σχόλια που άκουγες για χρόνια «δεν το ’χεις με τα αθλήματα», «έλα, πιες μια μπύρα, τι τρέξιμο τώρα», «δεν είναι του στυλ σου» σιγά σιγά ξεθωριάζουν. Μαζί με τους ανθρώπους που τα κουβαλούσαν. Γιατί κάποτε τους πίστευες περισσότερο απ’ ό,τι πίστευες εσένα.
Μέχρι που έμεινε, επιτέλους, χρόνος για να γνωρίσεις εσένα. Και μόλις σε γνώρισες, άρχισες να δοκιμάζεις. Και τελικά τα καταφέρνεις. Και νιώθεις περήφανος. Και καταλαβαίνεις πως κανείς δεν ξέρει καλύτερα από εσένα τι μπορείς να κάνεις. Και κάπου ανάμεσα σε ένα ποτισμένο φυτό και δέκα λεπτά στον διάδρομο, συνειδητοποιείς κάτι που ποτέ δεν είχες τολμήσει να πεις δυνατά:
Δεν ήταν ποτέ «χαμένος χρόνος» τα χόμπι. Ήταν ο χρόνος που σου έλειπε για να νιώσεις ζωντανός. Για χρόνια μάθαμε να μετράμε την αξία μας με παραγωγικότητα, ρόλους και υποχρεώσεις. Να είμαστε χρήσιμοι, διαθέσιμοι, δυνατοί. Να γεμίζουμε τα κενά των άλλων και να λέμε πως «έτσι είναι η ζωή». Κανείς όμως δεν μας έμαθε πώς είναι να φροντίζεις εσένα χωρίς ενοχές.
Πώς είναι να κάνεις κάτι όχι επειδή πρέπει, όχι για να αποδείξεις κάτι, αλλά επειδή σε γειώνει, σε ηρεμεί, σε φέρνει πιο κοντά σε εσένα.
Γιατί τελικά, μέσα από αυτά τα μικρά πράγματα που κάποτε αγνοούσες, δεν απέκτησες απλώς συνήθειες. Απέκτησες χώρο. Χρόνο. Και μια αίσθηση πληρότητας που δεν σου την έδωσε ποτέ καμία μπύρα στο τέλος μιας εξαντλητικής εβδομάδας.
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη
