Το τελευταίο μήνυμα που μου έστειλες έφτασε σε μια στιγμή που, χωρίς να το έχω συνειδητοποιήσει πλήρως, είχα ήδη προχωρήσει μέσα μου. Ήταν ένα από εκείνα τα βράδια που δε συμβαίνει τίποτα σημαντικό. Καθόμουν στον καναπέ, με ένα μπολ πατατάκια στα πόδια μου, χαζεύοντας έναν αγώνα ΝΒΑ περισσότερο από συνήθεια παρά από ενδιαφέρον. Το κινητό ήταν παρατημένο δίπλα μου, μέχρι που άναψε η οθόνη. Το όνομά σου εμφανίστηκε ήσυχα, χωρίς δράμα, χωρίς ήχο.

Για μια στιγμή το κοίταξα μηχανικά, όπως κοιτάς κάτι γνώριμο που όμως δε σε αφορά πια. Σε άλλη φάση της ζωής μου, θα είχα ανοίξει το μήνυμα αμέσως. Θα είχα απαντήσει χωρίς δεύτερη σκέψη, ίσως και με μια προσμονή που τότε μου φαινόταν φυσιολογική. Εκείνο το βράδυ, όμως, απλώς έσβησα την ειδοποίηση. Πήρα άλλη μια χούφτα πατατάκια και γύρισα την προσοχή μου στην οθόνη. Μέσα σε μια ώρα, το μήνυμα είχε ήδη ξεθωριάσει, σαν κάτι που δε συνέβη ποτέ.

Ήταν ένα από εκείνα τα κλασικά μηνύματα. Το «τι κάνεις;» ντυμένο πρόχειρα με λίγο ενδιαφέρον, αρκετό για να μοιάζει ανθρώπινο αλλά όχι αρκετό για να σημαίνει κάτι. Ειλικρινά, ούτε θυμάμαι ακριβώς τι έγραφε. Όχι επειδή ήταν περίπλοκο, αλλά επειδή ήταν αδιάφορο. Τόσο, που ο αγώνας στην τηλεόραση —που μέχρι πριν λίγα λεπτά έπαιζε απλώς στο background, αφού δεν έπαιζε καν η ομάδα μου— έγινε ξαφνικά πιο ενδιαφέρων από το μήνυμά σου.

Ήταν από εκείνα τα λόγια που δε φέρνουν τίποτα καινούργιο. Όλα είχαν ήδη ειπωθεί, εξαντληθεί, ξεχαστεί. Το μόνο που έμεινε ήταν η αίσθηση ότι αυτό το μήνυμα δεν είχε σκοπό τη σύνδεση, αλλά την υπενθύμιση. Μια απόπειρα να θυμίσεις μια παρουσία που, για μεγάλο διάστημα, ήταν απουσία. Και ίσως γι’ αυτό δε με άγγιξε καθόλου. Η ζωή μου στο μεταξύ είχε αλλάξει τόσο, που δεν υπήρχε πια χώρος, ούτε καν χρόνος, για κάτι τόσο περιττό.

Το διάβασα σχεδόν μηχανικά, όπως διαβάζω ένα email από εκείνες τις διαφημίσεις που δε με αφορούν πια. Τα μάτια πέρασαν από τις λέξεις χωρίς να σταθούν πουθενά, χωρίς να γεννηθεί καν η σκέψη της απάντησης. Όχι από θυμό, ούτε από εκδίκηση. Αυτά τα είχα ξεπεράσει. Ήταν κάτι πιο απλό και πιο ώριμο. Είχα καταλάβει, επιτέλους, ότι δε σε ήθελα στη ζωή μου. Και ότι ο χρόνος μου —με τα πατατάκια μου, τον αγώνα μου και τη σιωπή του σαλονιού— ήταν πολύ πιο ιερός από έναν άνθρωπο που ερχόταν μόνο για να ταράξει την ηρεμία.

Δεν ήταν απόφαση της στιγμής, αλλά συμπέρασμα. Ένα ήρεμο, ξεκάθαρο «ως εδώ». Εκείνο το βράδυ δεν έκλεισα απλώς μια ειδοποίηση· έκλεισα μια πόρτα. Και ήμουν αποφασισμένη να μην ξοδέψω ούτε ένα δευτερόλεπτο ακόμα σε κάποιον που, αντί για χαρά, άφηνε πίσω του μόνο βάρος στην καθημερινότητά μου.

Είχα συνειδητοποιήσει πια ότι το τέλος δεν είναι μια κουβέντα, ούτε ένα δραματικό αντίο. Είναι μια εσωτερική διαδικασία, αθόρυβη και σχεδόν ανεπαίσθητη. Είναι η στιγμή που κάτι που κάποτε περίμενες —ένα μήνυμα, ένα όνομα που άναβε την οθόνη— αρχίζει να μοιάζει απλώς με θόρυβο στο δωμάτιο. Όπως ο ήχος της τηλεόρασης που παίζει στο βάθος ενώ κοιτάς αλλού, ή το σακουλάκι με τα πατατάκια που τσαλακώνεται μηχανικά στα χέρια σου χωρίς να του δίνεις σημασία.

Κάποτε θα απαντούσα. Κάποτε θα ένιωθα την ανάγκη να εξηγήσω, να κλείσω κύκλους με λόγια και υποσχέσεις τύπου «θα τα πούμε». Τώρα δεν υπήρχε καν αυτή η σκέψη. Ο αγώνας συνέχιζε, το ρολόι έτρεχε, εγώ σηκώθηκα να γεμίσω το ποτήρι μου νερό και η ζωή μου είχε ήδη βρει ρυθμό. Εκεί κατάλαβα πως δεν ήσουν απλώς ένας πρώην. Ήσουν ένα βάρος που είχα αφήσει πίσω, και δεν είχα καμία πρόθεση να κουβαλήσω ξανά.

Πλέον δε με ένοιαζε αν περίμενες απάντηση ή πώς ένιωθες από την άλλη πλευρά της οθόνης. Κι αυτό το λέω εγώ, που είμαι υπερευαίσθητη μέχρι παρεξήγησης, ένας κλασικός Καρκίνος στο ζώδιο, από αυτούς που νιώθουν τα πάντα διπλά και θυμούνται λεπτομέρειες που οι άλλοι ξεχνούν εύκολα. Κι όμως, εκείνο το βράδυ δεν περίμενα καμία συνέχεια. Η μόνη συνέχεια που με ενδιέφερε ήταν του αγώνα. Είχα ήδη ανοίξει τα πατατάκια, είχα βολευτεί στον καναπέ, και από τη στιγμή που τον ξεκίνησα ήθελα να τον δω μέχρι τέλους, για να πέσω μετά για ύπνο ήσυχη.

Κάπου ανάμεσα σε τάιμ άουτ και χαμένες βολές, συνειδητοποίησα κάτι σχεδόν ειρωνικό. Ότι ένας άκυρος αγώνας, χωρίς την ομάδα μου, είχε περισσότερη σημασία από το να σου μιλήσω. Κι ότι ένας άνθρωπος στον οποίο κάποτε σπαταλούσα χρόνο, σκέψεις και συναισθήματα, είχε γίνει κάποιος για τον οποίο δεν ήθελα πια να σπαταλήσω ούτε λεπτό. Ούτε καν ένα δευτερόλεπτο.

Τελικά συνειδητοποίησα κάτι απλό αλλά ισχυρό: κάποια μηνύματα δεν είναι για να απαντηθούν, και το τελευταίο μήνυμα δεν είναι ποτέ το σημαντικότερο. Το σημαντικότερο ήταν πάντα αυτό που δεν έστειλες όταν το είχα πραγματικά ανάγκη, η στιγμή που η σιωπή σου μιλούσε περισσότερο από κάθε λέξη. Το τελευταίο σου μήνυμα, για μένα, ήταν απλώς περιττό — σαν κομφετί που πέφτει μετά το τέλος ενός πάρτυ, όταν πια η μουσική έχει κοπεί και οι καρέκλες στοιβάζονται στην άκρη.

Καθώς η ζωή προχωρά χωρίς εσένα, με κάθε μικρή νίκη ή χαμόγελο, θυμάμαι περισσότερο τον αγώνα των Minnesota Timberwolves εκείνο το βράδυ, την κάθε ασίστ και το τρίποντο που έσπασε την ένταση της ημέρας, παρά τη φωνή σου ή τα λόγια σου. Και μέσα σε αυτήν τη γαλήνη, νιώθω δυνατή, ήρεμη, έτοιμη για το επόμενο κεφάλαιο, χωρίς να χρειάζομαι καμία επανάληψη ή αναμονή μηνύματος. Έχω προχωρήσει, και η σιωπή σου δεν με αγγίζει πια. Και δε χρειαζόταν τίποτα άλλο.

 

Συντάκτης: Νικόλ Τ.