Το να ξοδεύεις περισσότερα χρήματα σε αλκοόλ απ’ ό,τι σε τρόφιμα σήμερα, ακούγεται σχεδόν προκλητικό. Όχι γιατί το ποτό είναι πολυτέλεια, αλλά γιατί το σούπερ μάρκετ έχει γίνει ρίσκο. Κι όμως, για τους Millennials αυτό δεν ήταν ποτέ παράλογο. Ήταν απλώς ο τρόπος που έμαθαν να ζουν.

Το γεγονός πως οι Millennials ξοδεύουν περισσότερα χρήματα σε αλκοόλ παρά σε τρόφιμα προκαλεί εύλογη εντύπωση. Θα μπορούσε να πει κανείς πως αυτό είναι και καταναλωτική επιπολαιότητα. Αλλά είναι; Οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της τότε εποχής ευνοούσαν αυτές τις καταναλωτικές συνήθειες. Οι άνθρωποι οι οποίοι ανήκουν σε αυτές τις ηλικιακές ομάδες έχουν μεγαλώσει διαφορετικά από εμάς της γενιάς Gen Z. Η κουλτούρα κοινωνικής ζωής των millennials περιλάμβανε τα μπαρ, τα εστιατόρια και το after work ποτό. Εκείνοι είχαν μία τελείως διαφορετική σχέση με το χρήμα. Το αλκοόλ για αυτούς λειτουργεί ως μέσο κοινωνικοποίησης, χαλάρωσης και συμμετοχής σε δημόσια δρώμενα. Και αυτό είναι φυσικό, γιατί από τότε έως τώρα πολλά πράγματα έχουν αλλάξει.

Για παράδειγμα, το οικονομικό πλαίσιο στο οποίο έχει μεγαλώσει η γενιά Gen Z. Ο πληθωρισμός είναι κάτι που υφίσταται και δεν επηρεάζει μόνο την οικονομία αλλά και την ψυχολογική διάθεση των ατόμων. Η Gen Z πίνει λιγότερο αλκοόλ και μειώνει αισθητά τις εξόδους προκειμένου να μπορέσει να επενδύσει αυτά τα χρήματα σε βασικές ανάγκες, όπως είναι η τροφή, τα delivery, συνδρομές σε πλατφόρμες (οι οποίες σε κρατάνε σπίτι προσφέροντας «απόλαυση» σε προσιτό κόστος). Είμαστε μία γενιά η οποία ήρθε αντιμέτωπη με την οικονομική ανασφάλεια από πολύ νωρίς (πανδημία, κρίσεις). Συνεπώς αναγκάστηκε να μάθει να επιβιώνει και να λειτουργεί με βάση αυτήν. Το πρόβλημα δεν είναι το αλκοόλ αλλά το κόστος ζωής γενικότερα. Όταν δεν μπορείς να καλύψεις προσωπικές σου βασικές ανάγκες, πώς είναι δυνατόν να επενδύσεις σε κάτι που μπορεί να «περιμένει»;

Η Gen Z βλέπει αυτή τη συμπεριφορά όχι ως υπερβολή (το να καταναλώνεις περισσότερο αλκοόλ από ό,τι ψώνια στο σούπερ μάρκετ) αλλά ως σύμπτωμα ενός συστήματος που κάνει τα βασικά δυσπρόσιτα. Υπάρχουν ωστόσο αρκετές φορές που προτιμούμε να βγούμε έξω για ένα χαλαρό κρασί, για ένα χαλαρό ποτό, παρά να ξοδέψουμε τα χρήματά μας στο σούπερ μάρκετ, που ένα καλάθι με τα απολύτως απαραίτητα κοστίζει 60€ (και λίγα είναι).

Η οικονομική κρίση είναι εδώ και μας επηρεάζει με κάθε δυνατό τρόπο, σε κάθε δυνατό επίπεδο. Τα δεδομένα έχουν αλλάξει κι αλλάζουμε μαζί τους. Ωραίο θα ήταν να μπορούσαμε να ξοδεύουμε τα χρήματά μας περισσότερο σε εξόδους με φίλους, με γνωστούς. Να μη σκεφτόμαστε τα 20€ παραπάνω που θα ξοδέψουμε προκειμένου να συνδεθούμε με τους ανθρώπους που αγαπάμε. Αλλά πώς αυτό είναι δυνατό σε μία περίοδο οικονομικής εξαθλίωσης; Που είναι αδύνατο ένας νέος να ανεξαρτητοποιηθεί οικονομικά, έχοντας να πληρώσει ενοίκιο, λογαριασμούς, προσωπικά έξοδα και φυσικά την ανάγκη του να «ανήκει»;

Και η ερώτηση είναι η εξής: πώς μπορείς να ανήκεις χωρίς χρήματα; Είναι πραγματικά κάπως απαισιόδοξο αν σκεφτεί κανείς πώς σπαταλούσαν τα χρήματά τους οι παλαιότερες γενιές, σε σύγκριση με το πόσο προσέχουμε πού θα ξοδέψουμε ακόμη και το 1€. Θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει αυτό που συνέβαινε παλιά ως οικονομική ανευθυνότητα, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι. Ίσως αν είχαμε μεγαλώσει κι εμείς διαφορετικά, να είχαμε μία τελείως διαφορετική αντίληψη σε σχέση με τα χρήματα. Ίσως να ήμασταν περισσότερο σπάταλοι σε ό,τι αφορούσε την κοινωνική διασκέδασή μας. Αλλά δεν είμαστε. Και αυτό είναι κάτι που μπορεί να ξινίζει τους περισσότερους.

Οφείλουμε, όπως και να έχει, να προσαρμοζόμαστε στα δεδομένα. Και ποια είναι τα δεδομένα; Λιγότερα ποτά = λιγότερα έξοδα. Όμως λιγότερα ποτά = λιγότερη επαφή με φίλους; Λιγότερη απόλαυση = μιζέρια; Και ως πού θα πάει άραγε αυτό; Ως πότε θα αφήνουμε πίσω τις ανάγκες μας και θα επιβιώνουμε σε μια χώρα που μας τρώει; Σε μια χώρα που ούτε ένα ποτάκι παραπάνω δεν μας επιτρέπει να πιούμε.

Πέρα από την πλάκα, βέβαια, το ζήτημα μπορεί να γεννήσει σοβαρούς προβληματισμούς σε σχέση με το πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα από τότε έως τώρα. Το πόσο περιορισμένοι είναι οι άνθρωποι οι οποίοι δεν μπορούν να καλύψουν τις πιο άμεσες ανάγκες τους. Δουλειά-σπίτι-δουλειά. Έξοδα, έξοδα, έξοδα. Πότε τελειώνει αυτό; Πότε μπαίνει στο παιχνίδι και η «έξοδος»;

Άραγε εσείς έχετε βρει την απάντηση σε αυτές τις πολύ απλές αλλά δύσκολες ερωτήσεις; Σας ακούω. Και σας στέλνω αγωνιστικούς χαιρετισμούς. Όπου κι αν είστε. Να πίνετε και κάτι παραπάνω. Θα τα βρούμε τα χρήματα για σούπερ μάρκετ. Τη στιγμή όμως… μπορεί και όχι!

Συντάκτης: Μαριτίνα Γιαρτζή