«Και στο τέλος έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα»…
Πόσο όμορφα ήταν εκείνα τα χρόνια και κυρίως εκείνα τα βράδια που είχαμε μάθει ότι ο καλός νικούσε τον κακό και τα happy endings ήταν η μόνη κατάληξη στα όμορφα παραμύθια που μας διάβαζαν. Έλα που όμως δεν μοιάζουν τόσο με την πραγματική ζωή.

Εκτός λοιπόν από τους κεντρικούς ρόλους των παραμυθιών, εκείνων του καλού και του κακού, σίγουρα ίσως έχεις αντιληφθεί πως και στα δικά μας παραμύθια δεν υπάρχουν μόνο καλοί και κακοί άνθρωποι. Υπάρχουν κι εκείνοι οι άλλοι, ας τους πούμε κομπάρσους ή τρίτους ρόλους στη ζωή μας, αυτοί που φεύγουν νωρίς από την πλοκή τέλος πάντων. Είναι εκείνοι που ψάχνοντας στις αναμνήσεις του παραμυθιού σου, τελικά δεν είχες δώσει πολύ σημασία. Πέρασαν, έκαναν μία ωραιότατη τρύπα στο νερό και έφυγαν. Είναι εκείνοι που δημιουργούν μία αίσθηση ανεκπλήρωτου, μια απορία του τι συνέβη τελικά, ένα κενό. Ναι, κενό! Υπάρχουν και αυτοί οι άνθρωποι, οι κενοί.

Δεν τους αναγνωρίζεις εύκολα με την πρώτη ματιά. Δεν κάνουν θόρυβο, δεν φωνάζουν, δεν μοιάζουν επικίνδυνοι. Συνήθως είναι εκείνοι οι γοητευτικοί, κοινωνικοί άνθρωποι που ξέρουν να στέκονται. Ξέρουν να μιλάνε. Κυρίως ξέρουν να ΣΟΥ μιλάνε. Εμφανίζουν ενδιαφέροντα, χόμπι, τρόπο ζωής, νοοτροπία πολύ κοντά στα δικά σου, σαν να βγάζουν άσσο από το μανίκι τους. Ξέρουν να κάνουν τον χώρο σου ξαφνικά ζεστό και εσύ μαγεύεσαι, αφού επιτέλους βρίσκεις τη γαλήνη και την ηρεμία δίπλα τους. Αυτή όμως είναι η πρώτη σκηνή.

Στην αρχή όλα μοιάζουν αθώα. Μια κουβέντα παραπάνω. Λίγη οικειότητα που έρχεται γρήγορα, αλλά δεν σε τρομάζει. Γιατί να σε τρομάξει άλλωστε; Ποιος δεν θέλει ο άνθρωπος του να του παρέχει τέτοια αίσθηση πληρότητας και ζεστασιάς; Αφού έχεις μάθει ότι δεν είναι κακό να δίνεις. Έτσι δεν είναι; Και πόσο ωραία είναι η αίσθηση ότι σε βλέπουν και ότι σε ποθούν.

Κάπου εδώ και λίγα γλυκανάλατα παραπέρα θα λήξει η πρώτη σκηνή και θα πάμε στο κυρίως κείμενο. Είναι η στιγμή που αυτός ο άνθρωπος, ο ζεστός άνθρωπος, ΣΕ έχει μάθει να του δίνεις. Μα πώς; Αφού σου έδωσε τόσα ο ίδιος, ή τουλάχιστον έτσι σε έκανε να πιστεύεις, εκεί στην πρώτη σκηνή που σε γνώρισε. Κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη σου και να εισχωρήσει στη ζωή σου, ακόμα κι αν είχες ενδοιασμούς, γιατί ίσως έχεις ξαναδώσει τον χρόνο και τον χώρο σου σε τέτοιους ανθρώπους και έχεις νιώσει πώς είναι να σε αδειάζουν, πώς πονάει ο θώρακας και σφίγγεται κι ας μην είναι σωματικός ο πόνος, πώς η μάσκαρά σου μουντζουρώνει το μάγουλο κι ας την αγόρασες για αδιάβροχη. Ήξερες, το είχες ζήσει.

Και το έζησες επειδή ήξερες να δίνεις. Άλλωστε έχεις μάθει να δίνεις, έτσι δεν είπαμε; Ας υποθέσουμε ότι οι άνθρωποι είναι βάζα. Όσο εσύ, που είσαι γεμάτο και πληθωρικό βάζο, δίνεις στο βάζο που επέλεξες ή που σε επέλεξε καλύτερα, σε αυτό το αστραφτερό βάζο, το γεμίζεις. Εσένα δεν σε νοιάζει αφού έχεις πολύ υλικό μέσα σου. Εκείνο το αστραφτερό βάζο λοιπόν γεμίζει και αστράφτει ακόμα περισσότερο και εσύ χαίρεσαι. Όλα κυλούν σαν το παραμύθι που τόσο πολύ σ’ άρεσε.

Το αστραφτερό βάζο όμως δεν σε διάλεξε για να ζήσετε το «Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα». Ήρθε να το γεμίσεις γιατί είναι άδειο, είναι κενό. Κι όσο εσύ αδειάζεις, τόσο αυτό γεμίζει. Κι όταν φουλάρει, θα φύγει, θα πάει αλλού. Και εσύ; Εσύ θα μείνεις εκεί, λίγο καημένο, μίζερο, μικρό και άδειο. Πάλι καλά εσύ θα ξαναγεμίσεις, το ξέρεις, το έχεις ξανακάνει.

Κάπως έτσι είναι οι κενοί άνθρωποι. Έρχονται και καμουφλάρονται σαν χαμαιλέοντες ώστε να μπουν στη ζωή σου γιατί βλέπουν ότι εσύ έχεις να δώσεις. Εσύ είσαι γεμάτος, έχεις μάθει να δίνεις, να πέφτεις και να ξανασηκώνεσαι. Εκείνοι αντίθετα δεν μπορούν ούτε να δώσουν ούτε να πέσουν. Αυτοί οι άνθρωποι φοβούνται γι’ αυτό και, αφού γεμίσουν, φεύγουν. Γιατί τώρα είναι πλήρεις, αλλά σύντομα θα αδειάσουν και θα πρέπει να βρουν κάποιον άλλον να τους γεμίσει ξανά.

Είναι σίγουρα αυτοί οι άνθρωποι που δεν ξέρουν καν τον ίδιο τους τον εαυτό. Τι τους αρέσει, τι όχι. Είναι αυτοί που χαίρονται μόνο με την πρόσκαιρη αγάπη και σίγουρα όχι την ανιδιοτελή. Κάτι πρέπει να κλέψουν από τους υπόλοιπους για να νιώσουν ζωντανοί, να νιώσουν σημαντικοί. Είναι καλά κρυμμένοι πίσω από τις μάσκες τους, σίγουρα όμως όταν οι μάσκες πέφτουν είναι τόσο δυστυχείς, τόσο ανικανοποίητοι. Σχεδόν τους λυπάσαι, αυτό βέβαια θέλει καιρό, γιατί στην αρχή λυπάσαι εσένα και τον χρόνο σου. Είναι άνθρωποι που δεν σέβονται τον ίδιο τους τον εαυτό· μην σου κάνει εντύπωση που δεν μπορούν να σεβαστούν εσένα.

Οι κενοί άνθρωποι δεν έρχονται για να πάρουν κάτι συγκεκριμένο. Έρχονται για να γεμίσουν λίγο, να ξεκουραστούν από το διαρκές κίνημα της πληρότητας του εγωισμού τους. Να νιώσουν ότι αξίζουν. Και φεύγουν μόλις το καταφέρουν. Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν λύσει τίποτα μέσα τους και ψάχνουν αλλού την ισορροπία που δεν βρίσκουν μόνοι. Κι αυτό είναι που τους κάνει επικίνδυνους.

Τελευταία σκηνή. Το τέλος, ένα τέλος ήσυχο. Χωρίς εξηγήσεις. Χωρίς κλείσιμο. Ο άλλος προχωράει, όπως πάντα κάνει. Κι εσύ μένεις με αυτό το γνώριμο κενό στο στήθος. Όχι γιατί τον έχασες, αλλά γιατί θυμάσαι πόσο ανοιχτός ήσουν όταν τον άφησες να μπει.

Δεν είναι θυμός αυτό που μένει. Είναι κάτι πιο ήπιο. Μια θλίψη χωρίς δράμα. Μια νοσταλγία για τον εαυτό σου τότε. Για εκείνη την εκδοχή σου που πίστευε στην αγάπη έτσι όπως ήταν γραμμένη στα παραμύθια…

Συντάκτης: Δήμητρα Μάστορα
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη