Περπατώντας στη μουντή πόλη όπου ζούμε –με τους γκρίζους τοίχους που ποτέ δεν κοιτάμε, με τους σωρούς σκουπιδιών που μας αναγκάζουν να κρατάμε την ανάσα μας, με ανθρώπους άστεγους που ζουν σε χαρτόκουτες κι εμείς μάθαμε να τους προσπερνάμε με ακροβατικά– κάποιοι τοίχοι, κάποια βαγόνια, κάποιες πόρτες, μας υποχρεώνουν να κοντοσταθούμε, να κοιτάξουμε βαθύτερα και να ακούσουμε τι έχουν να μας πουν. Η εικόνα τους μας τραβάει απ’ το γιακά και κάνει τα τακούνια μας να σφηνώνουν σε πλάκες των πεζοδρομίων.

Κάποια γνώριμα κι άχαρα κτήρια, με τοίχους βιασμένους από πολιτικά κι οπαδικά συνθήματα, κατακρεουργημένοι από διαφημιστικές αφίσες, χάρισαν τις επιφάνειές τους και την ιστορία τους για να γίνουν καμβάς για καλλιτέχνες του δρόμου, που έχουν για όπλα τους πινέλα, σπρέι και μπογιά κι όραμά τους την απογκριζοποίηση του αστικού μας τοπίου. Σήμερα, σ’ αυτά τα κτήρια, δεσπόζουν έργα τέχνης που κόβουν την ανάσα απ’ την ομορφιά τους και προβληματίζουν με τα μηνύματά τους. Καταθλιπτικά βαγόνια συρμών που κουβαλούσαν μουτζούρες, εγκαταλελειμμένες μαύρες γκαραζόπορτες και κατεστραμμένα μαγαζιά έδωσαν φιλοξενία σε δημιουργούς που τα σεβάστηκαν κι ονειρεύτηκαν την πιο ωραία εκδοχή τους.

Δημιουργοί ελεύθεροι, ζωγράφοι του δρόμου, χωρίς μισθούς και σπόνσορες, μεταμορφώνουν εν μέσω σκοταδιού αυτές τις τεράστιες κι άχρωμες επιφάνειες σε μεγάλης κλίμακας έργα τέχνης. Τοιχογραφίες που τραβούν το βλέμμα σου και κοιτάς μαγεμένος ή ακόμη και σαστισμένος στη θέα τους. Αδυνατείς να φωτογραφίσεις με τον μικρό φακό της κάμεράς σου, μόνο στέκεσαι εκεί και θαυμάζεις, γιατί το όραμα και το ίδιο το έργο είναι μεγαλύτερο από σένα. Καθηλώνεσαι και προσπαθείς να ρουφήξεις την ενέργεια του καλλιτέχνη, να αποκωδικοποιήσεις το μήνυμά του, να καταλάβεις την πρωτόγνωρη αυτή τεχνική και τις γραμμές της και να κρατήσεις σφιχτά αυτό που θέλει να σου μεταδώσει.

Σκέφτεσαι πως αυτή η καλλιτεχνική έκφραση αρνείται να περιοριστεί, αδυνατεί να κλειστεί στα τείχη ενός εργαστηρίου, δε δύναται και δε θέλει να συμμορφωθεί με κανόνες. Είναι μιας μορφής τέχνη νομικά περιθωριακή και κοινωνικά ανοιχτή στον καθένα μας, μια έκθεση με δωρεάν εισιτήριο. Πρόκειται για μια υπαίθρια γκαλερί με διαφόρων ειδών καμβάδες που σε κάνει να αναρωτηθείς ποιος σκέφτηκε να επέμβει εικαστικά στο εργοστάσιο της γειτονιάς σου ή πώς ένα σχολείο με κάγκελα και κατεστραμμένους τοίχους, μεταμορφώθηκε φιλοξενώντας ένα έργο-πηγή έμπνευσης για μαθητές και περαστικούς.

Οι ζωγράφοι αυτού του είδους τέχνης είναι για κάποιους αμετανόητοι περιθωριακοί που αψηφούν το νομικό πλαίσιο. Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, τα γκράφιτι άνευ αδειοδότησης θεωρούνται αξιόποινη πράξη. Μερίδα της κοινής γνώμης πρεσβεύει πως η νομοθεσία μοιάζει ελαστική και κάνει λόγο για βανδαλισμό και φθορά ξένης περιουσίας. Στον αντίποδα, μερίδα πολιτών υποστηρίζει πως οι καλλιτέχνες του δρόμου συμβάλλουν στο να μετατραπούν οι γειτονιές σε υπαίθρια μουσεία που φιλοξενούν έργα τέχνης. Στη θέα ενός έργου που καταφέρνει να σε συνεπάρει και σε κάνει να ξεχειλίζεις από θαυμασμό, η νομιμότητα κι η αδειοδότηση φαντάζει δεύτερη ίσως και τρίτη σκέψη, που ίσως όμως να σε κάνει να εύχεσαι να ‘ναι νόμιμο ώστε να μη γίνεις μάρτυρας καταστροφής ενός τέτοιου έργου.

Για τους ίδιους τους ζωγράφους του δρόμου, η τέχνη τους είναι το δικό τους μέσο έκφρασης διαφόρων προβληματισμών σε κοινωνικό ή πολιτικό επίπεδο που απασχολούν την κοινή γνώμη. Γι’ αυτούς η δημιουργία δεν είναι συνώνυμο της καταστροφής. Γνωρίζουν πως το εγχείρημά τους ενέχει την έννοια του παράνομου και την έννοια του κινδύνου, όμως δεν είναι διόλου πρόθυμοι να περιοριστούν.

Όλοι οι καλλιτέχνες χρειάζονται επιβράβευση για να μπορούν να βελτιώνονται και να συνεχίζουν να προσφέρουν. Αυτοί, όμως, δεν ξέρουν πόσο τους θαυμάζουμε όταν μας αρέσει ένα έργο τους, δε γνωρίζουν ότι κατάφεραν να φτιάξουν τη μέρα σου όταν περίμενες στον ηλεκτρικό σταθμό το συρμό σου κι ένιωσες δέος στη θέα της δικής τους δημιουργίας πάνω σ’ ένα συνηθισμένο βαγόνι, δε θα δουν παιδικά μάτια να ατενίζουν την τοιχογραφία τους την ώρα του διαλείμματός τους. Ίσως γι’ αυτούς το χειροκρότημα να ‘ναι βουβό κι η αναγνώρισή τους σιωπηλή. Ίσως, όμως, η ενέργεια του θαυμασμού των έργων τους να αντηχεί στα δικά τους αφτιά σαν αλαλαγμός.

Εμείς που θαυμάζουμε τους ζωγράφους του δρόμου είναι γιατί  η τέχνη τους δεν μπαίνει σε καλούπια, γιατί οραματίστηκαν χρώμα στη θέα του μουντού και του γκρίζου και γιατί κάθε άνθρωπος, ανεξαρτήτως αν είναι καλλιτέχνης ή όχι, αξίζει θαυμασμό όταν κάνει το όραμά του πραγματικότητα.

Ας ευχαριστήσουμε όλους αυτούς που ζωγραφίζουν, ακόμα κι αν βρέχει, εκείνους που ονειρεύτηκαν μια πόλη που το βλέμμα κάθε πολίτη θα σηκώνεται απ’ το πεζοδρόμιο για να διαβάσει το ζωγραφισμένο τους μήνυμα, αυτούς που αγοράζουν σπρέι κι υψώνουν σκαλωσιές για να δημιουργήσουν τέχνη κι αυτούς που κατάφεραν να διώξουν τις μαύρες σκέψεις κάποιου βιαστικού περαστικού στη θέα του έργου τους.

Το πιο δυνατό μας χειροκρότημα για όλους εκείνους που τη νύχτα ζωγραφίζουν για να γεμίσουν με χρώμα την άχρωμη πρωινή ρουτίνα μας κι ας ελπίσουμε πως ο ήχος απ ’τις παλάμες μας θα φτάσει στ’ αφτιά τους και θα συνεχίσουν να οραματίζονται μια πολύχρωμη πόλη.

«Η τέχνη ξεπλένει απ’ την ψυχή τη σκόνη της καθημερινότητας». Πάμπλο Πικάσο

Συντάκτης: Ελένη Παπίλια
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη