Χωρίζουν οι άνθρωποι. Χωρίζουν επειδή δεν αγαπιούνται πια ή επειδή δεν αγαπήθηκαν ποτέ. Εξαιτίας της απόστασης, γιατί κουράστηκαν ή δεν άντεξαν να προσπαθούν· κι ο χρόνος σχεδόν πάντα αποδεικνύει σωστή την επιλογή τους. Χωρίζουν όμως κι από βλακεία οι άνθρωποι κι όπου βλακεία χώνεται ιδανικά κι η λέξη «εγωισμός».

Έτσι χωρίσαμε κι εμείς. Από εγωισμό έφυγα, από εγωισμό δεν έκανες κάτι να με κρατήσεις. «Αν με θέλει, θα με ψάξει» σκεφτήκαμε κι οι δύο κι ύστερα χαθήκαμε και μείναμε μόνοι να ψάχνουμε το πού φταίξαμε.

Πάντα έτσι ήμουν, εγωίστρια, κακομαθημένη και ξεροκέφαλη. Άνοιγα τις πόρτες κι έλεγα «θα φύγω» και παρακαλούσα να προλάβεις να με σταματήσεις πριν φτάσω την εξώπορτα.

Πάντα ξεροκέφαλος και μπουμπούνας, ποτέ σου δεν κατάλαβες πως ο κυνισμός ήταν η άμυνά μου. Δεν ήμουν τόσο δυνατή, ούτε θα ήμουν καλά χωρίς εσένα, όσο κι αν φρόντιζα να σε διαβεβαιώνω, τώρα ξέρω.

Κι ύστερα, άρχισες να μου μοιάζεις. Μέρα με τη μέρα γινόσουν όλο και πιο εγωιστής, βαρέθηκες να κρατάς πόρτες  και να τρέχεις πίσω από ένα άγριο ζώο μετά από κάθε καβγά- κι όχι, δε σε κατηγορώ γι’ αυτό.

Ώσπου μια μέρα πήρα περήφανα τον εγωισμό μου κι ήρθα και σε βρήκα. «Δεν πάει άλλο, ας το τελειώσουμε εδώ» κι ήρθε το δικό σου «Όπως θες» να τελειώσει εμένα. Περήφανα με μουτζώνω και τώρα.

Μετά το χωρισμό, μου είπες πως ποτέ μου δεν κατάλαβα πόσο πολύ με αγαπάς. «Αγαπάς», χρόνος ενεστώτας, εμείς σε χρόνο παρελθόντα. Τι ειρωνεία!

Αυτό πάλι δε στο συγχώρησα ποτέ, το να με αγαπάς χωρίς να το νιώθω. Κάτι κάνεις λάθος εδώ μωρό μου, η αγάπη αξίζει μονάχα όταν δεν αφήνει περιθώρια για αμφιβολίες. Αν είχες βρει έναν τρόπο να το νιώσω κι εγώ, ίσως να μην έτρεχα πάντα προς την πόρτα. Ίσως η πόρτα που άνοιγα να ήταν ο μόνος τρόπος μου να δω πως μ’ αγαπάς κι είχα ανάγκη να μ’ αγαπάς.

Κάναμε λάθη, δεν ξέρω ποιος έκανε τα περισσότερα, ας τα χρεωθώ εγώ, είναι το τελευταίο που με νοιάζει πια. Το μεγαλύτερο λάθος, όμως, το κάνουμε τώρα.

Μαθαίνω από φίλους πως με σκέφτεσαι ακόμα, δεν έπαψες να με αγαπάς, δεν είσαι διατεθειμένος να με ξεπεράσεις. Κι αντί να χαίρομαι, πονάω διπλά.

Κι όμως αντί να είμαστε μαζί αγκαλιασμένοι, επιλέξαμε να κλαίμε μόνοι. Διαλέξαμε το ατσαλάκωτο «εγώ» μας,  κι ας τσαλακώσαμε συναισθήματα. Ρίξαμε το μπαλάκι ο ένας στον άλλον, είναι πάντα πιο εύκολο απ’ το να παραδεχτούμε τη δειλία και τον εγωισμό μας. Πήραμε αντίθετες κατευθύνσεις και χαθήκαμε κάπου στη διαδρομή.

Πάνε μέρες πια που δε μιλάμε. Δεν έστειλες ούτε ένα μήνυμα, ούτε εγώ φυσικά σήκωσα το ακουστικό κι ας πεθαίνω ν’ ακούσω τη φωνή σου. Βγαίνω με φίλους, υποκρίνοντας πως διασκεδάζω, φλερτάρω ανούσια, γελάω μηχανικά.

Κι ύστερα από λίγο καιρό, θα μάθεις ή θα μάθω πως κάποιος απ’ τους δυο μας προχώρησε. Το στομάχι θα σφίξει σαν πέτρα, η αναπνοή θα κοπεί, μα ο εγωισμός θα κομπάσει που δεν εκτέθηκε ποτέ κι η ζωή θα συνεχιστεί με μια πληγή που οι ίδιοι ξύσαμε κι αφήσαμε ανοιχτή.

«Δε σε αγαπάω. Δε μου λείπεις. Δε σε θέλω». Κάνω αυθυποβολή, μα μάντεψε, μάταια. Όχι ρε γαμώτο, μου λείπεις, σε αγαπάω και σε θέλω. Κι αυτή τη φορά θα φιμώσω τον εγωισμό μου, θα τον κλειδώσω στην ντουλάπα και θα ‘ρθω να σε βρω. Φρόντισε να έχεις βάλει και τον δικό σου για ύπνο.

Συντάκτης: Πωλίνα Πανέρη