Ένα ποτήρι στεγνό στο τραπέζι κι ένα μισοάδειο μπουκάλι κόκκινο κρασί που προδίδει τις θολές σκέψεις σου. Φώτα σβηστά και ρολά κατεβασμένα. Ούτε μουσική δεν αντέχεις να ακούσεις σε αυτήν την εκδοχή σου.

Η θλίψη σου στα πατώματα κι εσύ να αρνείσαι να εξηγήσεις στον εαυτό σου –πόσο μάλλον στους άλλους– αυτό το γαμημένο και τόσο φλύαρο «γιατί» που γνωρίζεις καιρό τώρα -κι ας μην το παραδέχεσαι. Παλεύεις να οργανώσεις το μυαλό σου, μα μάταιη η προσπάθεια, αφού κυριαρχεί ξανά και ξανά η ίδια αταξία. Πώς να τα καταφέρεις, άλλωστε, όταν το αλκοόλ αντί να σε βοηθήσει να ξεχάσεις, σου φέρνει όλες τις μνήμες και τις εικόνες μαζεμένες μπρος στα μάτια σου.

Έχεις την κακή τάση ν’ ανοιγοκλείνεις τις συνομιλίες και ν’ ανατρέχεις σε περασμένες συζητήσεις, ψάχνοντας μηνύματα παλιά και πρόσφατα, αναλύοντας απαντήσεις, ακόμα κι αν έχεις πλέον μάθει κάθε λέξη απ’ έξω απ’ τις τόσες φορές που τα διάβασες. Εσύ συνεχίζεις, όμως. Επιμένεις να σε ταλαιπωρείς, μήπως και τα εμπεδώσεις.  Άδικος κόπος και χάσιμο χρόνου. Μακάρι να μπορούσες να το χωνέψεις.

Σκέφτεσαι να στείλεις ένα τελευταίο μήνυμα. Μα έλα τώρα, ξέρεις πως η στιγμή δεν είναι η κατάλληλη και το, τάχα, τελευταίο μήνυμα είναι καθαρή μπλόφα. Στο τέλος κάνεις φυσικά του κεφαλιού σου. Ρισκάρεις και στέλνεις, για να πάρεις μια απάντηση αναμενόμενη κι ίσως και λίγο χειρότερη απ’ αυτή.

Μέσα σου το ήξερες. Έβλεπες καιρό τώρα τα σημάδια. Μασημένα λόγια κι ανακρίβειες, δεν έβρισκε καν το θάρρος να σου πει την αλήθεια. Κακά τα ψέματα, ενήλικες είμαστε. Κανείς δε χάνεται από υπερβολική αγάπη, ούτε φυσικά κάνει νάζια για να τον ψάξεις. Απλά δεν πολυνοιάζεται. Απλά απομακρύνεται. Απλοί περαστικοί.

Αναζήτησε ίσως μια πιο εύκολη επιλογή, άρα βρήκε και μια πιο εύκολη λύση. Το ξέρουμε πια, οι άνθρωποι στα δύσκολα συνήθως την κάνουν. Τα ζόρια δεν είναι για όλους. Θέλει κότσια και γερές αντοχές για να πεις πως τολμάς να παλέψεις μέχρι το τέρμα. Κι εκείνος αποδείχτηκε ένας απ’ τους πολλούς που τελικά δεν το ‘χε ή δεν ήθελε να το βρει.

Αναρωτιέσαι αν έμεινε κάτι όρθιο μέσα σου ή έσπασες τελείως. Κλείνεις τα μάτια στιγμιαία. Αντί για μια ανακουφιστική παύση, τα αισθάνεσαι όλα να γυρνάνε με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Τα ανοίγεις ξανά. Αποφασίζεις να χαλαρώσεις. Ανάβεις ένα τσιγάρο και φαντάζεσαι τις φιγούρες σας μέσα στον καπνό, δύο χαρούμενες σκιές στον απέναντι τοίχο.

Πιάνεις το κινητό, πληκτρολογείς εκείνον τον αριθμό που ξέρεις απέξω. Μα δεν έχεις κάτι άλλο να πεις και δεν αξίζει να πεις και τίποτα άλλο. Ο εγωισμός σου σε ξυπνά. Σταματάς. Έκανες αρκετά.

Συνεχίζεις το τσιγάρο σου. Σε κάθε ρουφηξιά ξεφυσάς κι ένα συναίσθημα και μερικές από ‘κείνες τις αβάσιμες τελικά προσδοκίες. Παλεύεις να ξεφύγεις απ’ το αδιέξοδο. Ρίχνεις τις στάχτες στο γυάλινο τασάκι και κατεβάζεις μια τελευταία γουλιά απ ’το ποτήρι σου. «Στην υγειά όσων ήρθαν για να φύγουν» ψιθυρίζεις κι αφήνεσαι.

Στο κενό συνεχίζεις να βλέπεις τις σκιές σας όπως παλιά, όσο προσπαθείς να συνειδητοποιήσεις πως δεν ήρθε ποτέ τελικά για να μείνει. Δεν αντέχεται αυτή η πλάνη. Ανάβεις όλα τα φώτα, μήπως και πάψουν να σε ταλαιπωρούν και να σε στοιχειώνουν οφθαλμαπάτες.

Η ώρα πέρασε κι έξω απόψε έχει ψύχρα. Κατέβασε τους διακόπτες κι επανάλαβε μετά από μένα: «Σκιές ήταν».

Συντάκτης: Θέλγια Γρύλλη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη