Μερικοί άνθρωποι δε λαμβάνουν μόνιμη θέση στην καθημερινότητά μας.  Ίπτανται ακριβώς στη σφαίρα του ιδεατού που δεν τολμούμε ν’ αγγίξουμε. Αν το κάνουμε, τότε απλώς θα τους λεκιάσουμε με σκοτούρες και μικροαστικά άγχη. Και κάπως έτσι, θα θυσιάσουμε στο βωμό της ασφαλούς ρουτίνας το πιο χρυσό μας καλοκαίρι.

Μια φορά κι έναν καιρό, που λέτε, εισέβαλαν στη ζωή μας. Ωστόσο δεν μπήκαν ολοκληρωτικά σ’ αυτήν. Άφησαν την πόρτα μισάνοιχτη προκειμένου να έρχονται και να φεύγουν, να μας αφυπνίζουν και να μας γοητεύουν.

Κι υπήρξαν η έμπνευσή μας σε μια εποχή που ντύσαμε γκρίζα. Μας υπενθύμισαν πως καμιά ανάγκη δε μας ωθεί να κηρύξουμε πόλεμο με τα χρώματα, πως ουδεμία ειρήνη αποδεικνύεται τόσο λαμπρή όσο εκείνη που υπογράφουμε με την αφεντιά μας. Και μας έσπρωξαν να υπερβούμε τα όριά μας σε καιρούς αλλόκοτους, που συνηθίζαμε να χτίζουμε φρούρια τρόμου γύρω από αυτά. Εκείνοι μας έπεισαν πως αξίζει τον κόπο.

Για χάρη τους βουτήξαμε στο βυθό της θάλασσας χωρίς να κλείσουμε τη μύτη μας. Δεν πνιγήκαμε, αλλά αναπνεύσαμε βαθιά. Παρέα γελάσαμε μέχρι δακρύων στην κοινωνική εκδήλωση που βαριόμασταν αφόρητα να πάμε. Καταλάβαμε τότε ποιοι δεν επιθυμούμε ποτέ να γίνουμε. Οι σοβαροφανείς κι οι στημένοι, οι μίζεροι με τα μετρημένα κουκιά και τις ελεγχόμενες απολαύσεις.

Μας παρακάλεσαν να ζήσουμε προτού γράψουμε, διότι μονάχα έτσι θ’ αποτυπώναμε με εντιμότητα στο χαρτί την αλήθεια του κόσμου. Με τον ιδιότυπο τρόπο τους πίστεψαν στο μοναδικό υλικό που κουβαλούσαμε μέσα μας κι ύστερα έστησαν εκκεντρική σκάλα για να φτάσουμε τον ουρανό μας.

Και τελικά μας εμπνέουν και μας φοβίζουν ταυτόχρονα. Αποτελούν το μεσοδιάστημα ανάμεσα στην ενηλικίωση και στην ξεγνοιασιά, στο ρεαλισμό και το όνειρο. Και δεν τους πλησιάζουμε παραπάνω, αφού αν τους κατακτήσουμε ολοκληρωτικά ενδεχομένως η Χώρα του Ποτέ να τυλιχτεί στις φλόγες κι άλλο μέρος δε θα μας απομείνει για να κόβουμε βόλτες τα μελαγχολικά μας βράδια. Ίσως, πάλι, να τρέμουμε την πλήρη επαφή με την αθέατη πλευρά του εαυτού μας, μια πλευρά που περιφρονεί ό,τι έμαθε και σαλπάρει στο άγνωστο και συνεπώς επικίνδυνο.

Αρκούμαστε, λοιπόν, σε τζούρες αυθεντικότητας και γλυκιάς τρέλας καθώς στο τέλος της ημέρας ο θνητός εύκολα δεν ξεφορτώνεται την τάση του να ελέγχει το πεπρωμένο.

Μα ενδεχομένως εκεί ακριβώς να κατοικούν όσοι μας εμπνέουν: στο μυστικό δάσος της νιότης που απαγορεύεται να αποκαλύψουμε. Αν το κάνουμε, τότε τα περήφανα δέντρα θα ξεριζωθούν και τ’ αποπνικτικά εργοστάσια θα καταπιούν το οξυγόνο τους.

Εξάλλου, οι αγαπημένοι επισκέπτες δεν μας ξεχνούν. Τους φέρνουμε στο νου τ’ απογεύματα που αποχωριζόμαστε περιττές αποσκευές. Στέκονται πλάι μας τα ξημερώματα ευγνωμοσύνης για τις αβέβαιες ανατολές που κάποτε θεωρήσαμε δεδομένες.

Και κάθε φορά που στέλνουμε στο διάολο ένα δισταγμό μας και σουλατσάρουμε στο σύμπαν με ανακατεμένα μαλλιά κι αναρχικά μυαλά εκείνοι χαμογελούν από μια γωνιά. Χαμογελούν επειδή τα καταφέραμε. Έστω και για λίγο. Για όσο διαρκεί η ελευθερία σε μια κοινωνία αλυσοδεμένων ψυχών.

Εμείς γνωρίζουμε πλέον καλά πού μπορούμε να τους βρούμε. Αποχωριζόμαστε ασφυκτικά κοστούμια, αυστηρά ταγιέρ και στενά παπούτσια και κατεβαίνουμε την τσουλήθρα. Η χώρα του Πίτερ Παν επιτέλους ξεπροβάλλει. Ο ήλιος πέφτει και τότε οι ωραίοι τρελοί ξυπνούν. Στις παρθενικές ακτίνες φωτός παίρνουν το δισάκι τους και χάνονται απ’  τον ορίζοντά μας.  Μα έχει, στ’ αλήθεια, κάποια σημασία πια;

 

Συντάκτης: Κατερίνα Τσιτούρα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη