Η παραμονή στο νοσοκομείο είναι μια δύσκολη εμπειρία, μια πρόκληση για τον ασθενή και τους ανθρώπους που το περιβάλλουν. Απαιτεί αντοχή, κουράγιο και συχνά έρχεται με αίσθημα αβεβαιότητας για το μέλλον. Είναι αναπόφευκτος κίνδυνος της ζωής, που απαιτεί συχνά να υποβληθούμε σε χειρουργικές επεμβάσεις και θεραπευτικές αγωγές, κάνοντας τον χρόνο που περνάμε στο νοσοκομείο αρκετά δύσκολο. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η παρουσία αγαπημένων ανθρώπων μας βοηθά να αντιμετωπίσουμε αυτές τις δύσκολες ώρες.

Ωστόσο, όταν δικοί μας άνθρωποι λείπουν, η εμπειρία μπορεί να γίνει ακόμα πιο σκληρή. Εφόσον οι φίλοι και οι συγγενείς μας είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας, η αδυναμία μας να μιλήσουμε σε κάποιον, λείποντας από το πλάι μας, μπορεί να μας καταβάλει και να οδηγήσει σε τεράστια ψυχολογική μετάπτωση, ως κι επιδείνωση της ίδιας της υγείας μας.

Κατά τη διάρκεια αυτών των δύσκολων ωρών, σκέψεις και συναισθήματά περνάνε από το μυαλό μας που μπορεί να επηρεάσουν την ψυχολογική μας κατάσταση. Αναρωτιόμαστε αν το χειρουργείο θα είναι επιτυχημένο, αν θ’ αναρρώσουμε από την ασθένεια, αν θα έχουμε στήριξη, έπειτα, από τις εκάστοτε ανθρώπινες σχέσεις μας, αν θα γίνουμε βάρος ή πώς θα ανταπεξέλθουμε οικονομικά αν χρειαστούμε μια περίοδο στην οποία δε θα εργαζόμαστε. Η ανησυχία κι ο φόβος για την υγεία μας, ο πόνος κι η απελπισία για τους αγαπημένους μας, αλλά κι η ανάγκη για την αγάπη και τη συμπαράσταση των ανθρώπων που αγαπάμε, είναι όλα κοινά συναισθήματα που μοιραζόμαστε σε αυτή τη δύσκολη εμπειρία.

Σ’ αυτές τις πραγματικά τραυματικές ώρες που λυγίζουμε, θέλουμε να έχουμε τους αγαπημένους μας κοντά μας και να αισθανόμαστε την αγκαλιά, τη συντροφιά και την αγάπη τους, χωρίς απαραίτητα να έχουμε πάντα την ψυχραιμία να τα δεχτούμε, ακόμα κι αν μας προσφέρονται. Θέλουμε ένα γλυκό φιλί στο μέτωπο, τη δήλωση της παρουσίας, την άφεση στα χέρια εκείνων που εμπιστευόμαστε και θα μας συνοδεύουν σε αυτή την περίοδο αβεβαιότητας και πόνου. Μια γλυκιά κουβέντα τους, μπορεί εν τέλει να μας δώσει τη δύναμη και την ενέργεια που χρειαζόμαστε για να ανταπεξέλθουμε στην πρόκληση αυτή.

Δυστυχώς, βέβαια, σε αυτές τις δύσκολες στιγμές, οι αγαπημένοι μας δεν μπορούν να είναι πάντα κοντά μας. Μπορεί να είναι απασχολημένοι με τη δουλειά ή την οικογένειά τους, ή απλώς να μένουν πολύ μακριά για να έρθουν να μας στηρίξουν. Υπάρχουν πολλοί άλλοι τρόποι που μπορούμε να αισθανόμαστε στήριξη κι αγάπη, σίγουρα, όπως μια τηλεφωνική επικοινωνία και στην περίπτωση που δεν έχουμε όμως τους δικούς μας ανθρώπους κοντά, οι νοσηλευτές είναι εκπαιδευμένοι ν’ ανταποκρίνονται στις ανάγκες μας, όχι μόνο σε φυσικό επίπεδο, αλλά και σε συναισθηματικό και ψυχολογικό επίπεδο. Από την πρώτη στιγμή που μπαίνουμε στο νοσοκομείο, δημιουργούν ένα περιβάλλον εμπιστοσύνης κι ασφάλειας, είναι ανοιχτοί στην ακρόαση των ανησυχιών μας και μας παρέχουν την απαραίτητη στήριξη και καθοδήγηση.

Μέσω της επικοινωνίας και της συμπαράστασής τους, μπορούν να βοηθήσουν στη μείωση του άγχους και της αβεβαιότητας που μπορεί να αισθανόμαστε κατά τη διάρκεια της νοσηλείας. Μας παρέχουν πληροφορίες για την πρόοδο της ανάρρωσής μας, εξηγούν τις διαδικασίες και τις εξετάσεις που στις οποίες υποβάλλουμε τον εαυτό μας και μας δίνουν τον απαραίτητο χρόνο και χώρο για να εκφράσουμε τις ανησυχίες και τις ανάγκες μας. Είναι μια επαρκής αντικατάσταση των δικών μας ανθρώπων; Όχι. Είναι όμως κάτι.

Συνοψίζοντας, η διαδικασία του να βρισκόμαστε στο νοσοκομείο είναι μια δύσκολη και πολυσύνθετη εμπειρία. Κατά τη διάρκεια αυτής της εμπειρίας, περνούν από το μυαλό μας πολλές σκέψεις και συναισθήματα, όλα έγκυρα κι ας είναι ορισμένα περισσότερο απαισιόδοξα και σκοτεινά. Ίσως τέτοιου είδους συγκυρίες να μας κάνουν να θυμόμαστε πόσο σημαντικοί είναι οι άνθρωποι στη ζωή μας και πόσο κοντά τους θέλουμε να είμαστε σε αυτές τις καταστάσεις, σαν ένα καμπανάκι της ίδιας της αξίας της ζωής. Με τη σωστή προσέγγιση και την υποστήριξή τους, μπορούμε να ξεπεράσουμε αυτή τη δύσκολη περίοδο και να επιστρέψουμε στην κανονικότητά μας. Σε κάθε περίπτωση, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι δεν είμαστε μόνοι.

Συντάκτης: Ρεβέκκα Κωνσταντίνου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου