Αγαπώ την αλλαγή σκηνικών. Σχεδόν ζω γι’ αυτό.

Βαριέμαι τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα ζωής, τις καταστάσεις που στερούνται πλήρως πρωτοτυπίας και ανακάλυψης καινούριων πτυχών του εαυτού μας και συναισθημάτων.

Tαυτόχρονα, δηλώνω και λάτρης της σταθερότητας. Αυτής της ωραίας, της όχι βαλτωμένης και ξενέρωτης, που σου δίνει κίνητρο να χρωματίσεις τη ζωή σου με εμπειρίες ακόμη περισσότερο. Με μικρά, σουρεαλιστικά και διδακτικά διαλείμματα.

Βρίσκομαι σε ένα γερμανικό αεροδρόμιο, σαν άλλος Tom Hanks στην ταινία «The Terminal», περιμένοντας δώδεκα ώρες να περάσουν για την ανταπόκριση της πτήσης μου με Λισαβόνα.

Έχοντας τεθεί οικειοθελώς στο δίλημμα μεταξύ ανασκόπησης της μέχρι τώρα πορείας μου στη ζωή μιας και έχω φτάσει σε «ηλικία που χρίζει κοινωνικής κατακραυγής» (sic.), πληθώρας άλλων αμπεlolσοφιών και γευσιγνωσίας γερμανικής μπύρας, επιλέγω μετά από ώριμη σκέψη το τρίτο.

Η ανασκόπηση μπορεί να περιμένει και το αλκοόλ σε θεμιτές ποσότητες θεωρείται κοινωνικό και εγκεφαλικό λιπαντικό.

Φοράω χαζοχαρούμενο ύφος και ρωτάω το μάγειρα του εστιατορίου-μπυραρίας για κάτι κλασικό γερμανικό σε μπύρα. Όταν διαπιστώνει ότι δε θέλω φαγητό με παραπέμπει σε συνάδελφο, της οποίας η προφορά με κάνει απ’ ευθείας να κοιτάξω καρτελάκι με ονοματεπώνυμο.

Εκπλήσσομαι, εκπλήσσεται κι αυτή γιατί με έχει περάσει για Ισπανίδα και αρχίζουμε να μιλάμε περί ανέμων και υδάτων. Στην παρέα δεν αργούν να προστεθούν ένας ακόμη Έλληνας, ένας Νιγηριανός, κάτι Σικελοί και άτομα άλλων εθνικοτήτων, που δε θυμάμαι.

Δεν έχει σημασία το ακριβές θέμα της συζήτησης. Ούτως ή άλλως αλλάζει με ταχύτητα μεγαλύτερη του φωτός. Εργασία, πολιτική, σχέσεις, πώς ο Νιγηριανός μπερδεύει το «καλημέρα» με το «καληνύχτα», πώς να συνηθίσουν οι εγκυμονούσες να μην κοιμούνται μπρούμυτα.

Σε μια καθ’ όλα συντηρητική στο θέμα της εργασίας χώρα, βλέπεις ανθρώπους με διαφορετικό πολιτιστικό background, εθνικότητα, σεξουαλική ταυτότητα, θρησκεία, όχι απλά να ανέχονται, αλλά να αγαπούν τις ιδιαιτερότητες του άλλου.

Να ξέρουν να ακούν και να κατανοούν. Να εξομολογούνται, χωρίς φόβο για τυχούσες αντιδράσεις.

Σε αυτό το κλίμα, κύλησε σα νεράκι και η δική μου ανασκόπηση του τελευταίου χρόνου. Ένας χρόνος γεμάτος ρίσκο και αυτοαναιρέσεις. Που με έβγαλε από το comfort zone μου απ’ τα μαλλιά, με χτύπησε δυο-τρεις φορές σα χταπόδι, ενώ μετά μου έβαζε παγωμένες κομπρέσες και με τάιζε στο στόμα σοκολατάκια με λικέρ.

Αλλαγή χώρας, στροφή στην καριέρα, επιτέλους δουλειά.

To λες και boost αυτοπεποίθησης το να συνειδητοποιείς ότι εν τέλει τα πας μια χαρά σε πράγματα για τα οποία αμφέβαλες και μαζί σου όλο το υπόλοιπο σύμπαν.

Καινούργιες γνωριμίες, φιλίες, ένας μεγάλος έρωτας που κρατούσε χρόνια, όλα του τα ωραία σε γρήγορη κίνηση κι ένας ακόμα μεγαλύτερος ξενέρωτας.

Κάπου εκεί ανάμεσα στο σουρεαλισμό και την παράκρουση ανθρώπου φρεσκοχωρισμένου, διάβασα το «Κουτορνίθι», έφαγα κάμποσες διαδικτυακές μαξιλαριές και ξεκίνησε το φλερτ μεταξύ εμού και του pillowfights.gr.

Τα γραμματάκια σχημάτιζαν τη λέξη «γράψε» στη γκρι ταπετσαρία, αλλά αρνιόμουν πεισματικά, πενθώντας ωσάν την τεθλιμμένη χήρα για τις εκπλήξεις που δεν επρόκειτο να έρθουν, τα «χρόνια χελιδόνια που πετάξανε» και τη «συννεφιασμένη Κυριακή που ‘μοιαζε με την καρδιά μου».

Η «Τruth fairy» όμως είχε άλλα σχέδια!

Έκανε τα μαγικά της, με στρίμωξε μες στη σακούλα σκουπιδιών, την έκλεισε καλά-καλά με τα κίτρινα κορδόνια και με άδειασε μπροστά στο σύμμαχο. Εκεί η δικιά σας συνειδητοποίησε τι όντως πάει να πει αναθεώρηση στην αυτογνωσία. Τέτοια που μόνο ο έρωτας και το hard reset μπορούν να επιφέρουν.

Δεν είναι ξενέρωτο να έχεις τις ίδιες απόψεις με τον άλλο, δεν είναι βαρετό να έχεις τη ρουτίνα σου και όχι, κανένα πλην των διαταραγμένων δεν «ανάβουν» οι δυσκολίες που προκαλούνται από εμάς τους ίδιους στις σχέσεις.

Ναι, υπάρχει για τον καθένα έτερον ήμισυ που θα βρει τη στάση ζωής σου εκπληκτική, γιατί –τι έκπληξη!- συμπίπτει με τη δική του. Αυτή τη φορά, οι συμμαχίες ήταν οι σωστές.

Κατέβηκα επίσημα στο μαξιλαροπόλεμο. Ήρθε η ώρα να δώσω κι εγώ μερικές καλές κουτουλιές.

Τελειώνοντας το λογύδριο, ο Σικελός με κοιτούσε με το στόμα ανοιχτό. Δε θα κατάλαβε και πολλά μάλλον, αλλά πατσίσαμε γιατί κι εγώ δε συνειδητοποίησα για πότε η μπύρα έγινε κερασμένη σαμπάνια από το Νιγηριανό, που είχε πρόσφατα παντρευτεί τον Αλγερινό σύντροφό του και θέλανε να το γιορτάσουν και μαζί μου.

Το αεροδρόμιο είχε σχεδόν αδειάσει, τα μαγαζιά είχαν κλείσει προ πολλού κι εμείς μέναμε ακόμα εκεί. Στην παρέα προστέθηκε και μια Ελληνίδα καθαρίστρια, την οποία πρόδωσε το ραδιοφωνάκι με τη Βανδή (γιατί καμάρι μου;) στα τέρματα, που είχε κοτσάρει στο καροτσάκι με τον κουβά και τη σφουγγαρίστρα.

Το πρωί μας βρήκε να μιλάμε ζαλισμένοι πάνω από σχεδόν άδεια ποτήρια. Στιγμές που αξίζει να θυμάσαι, που σου μαθαίνουν πως η ζωή είναι βαρετή μόνο όταν εσύ το επιτρέψεις.

Στην πορεία αυτή, έμαθα να μοιράζω τη ρουτίνα και τον ενθουσιασμό. Στην τελική, τι σημασία έχει μια φανταστική ιστορία, αν δεν έχεις έναν άνθρωπο πραγματικά κοντά σου για να τη διηγηθείς;

Δε βλέπω την ώρα κι εγώ να πω τις δικές μου. Από τα μεγάφωνα διακρίνω κακήν-κακώς το όνομά μου σε μια ανακοίνωση στα αγγλικά, «…τελευταία επιβάτις της πτήσης ΟΑ-6528 με προορισμό τη Λισαβόνα, όπως προσέλθει στην πύλη 34».

Στους «συμμάχους» όλων μας και σε έναν ακόμη περισσότερο.

Συντάκτης: Τίνα Μπαρμπάτσαλου