Όταν η Ειρήνη βρήκε το φούτερ του Πάνου πεταμένο στο πουφ του σαλονιού εκείνο το πρωί Τετάρτης, ένιωσε μια απίστευτη ανακούφιση. Έφυγε άρον – άρον στις 6 το πρωί για δουλειά και δεν πρόλαβε καν να τον χαιρετήσει. Με την τύχη δε που είχαν οι προηγούμενες σχέσεις της, υπήρχε μεγάλη περίπτωση να μην ξαναγύριζε και ποτέ. Με το φούτερ στο σπίτι, είχε περισσότερες πιθανότητες. Μέχρι το βράδυ, που ξαναήρθε, η Ειρήνη δεν το είχε βγάλει από πάνω της.

Την επόμενη μέρα, ο Πάνος ξέχασε στο μπάνιο την οδοντόβουρτσά του στην άκρη του νιπτήρα. Την είδε η Ειρήνη και με ένα μειδίαμα ικανοποίησης την έβαλε στο ποτηράκι. Τη μεθεπόμενη, ένα ζευγάρι άπλυτες κάλτσες. Μια βδομάδα μετά, τον σταθερό υπολογιστή του. Ένα μήνα αργότερα, τα ταπεράκια με το φαγητό της μαμάς του. Πάνω στο τρίμηνο, ένα τουμπερλέκι και στα καπάκια τον παιδικό του φίλο τον Νώντα απ’ την Καισαριανή, που παίζανε μαζί World of Warcraft.

Δεν είναι λίγοι αυτοί που, ανεξαρτήτως φύλου επωφελούνται από μικρές εξάρσεις δήθεν τρυφερότητας, όχι απλά για να οριοθετήσουν την περιοχή τους, αλλά και για να εγκατασταθούν σταδιακά εκεί, ποντάροντας στον ενθουσιασμό, την ανασφάλεια, ακόμα και το τακτ του συντρόφου.

Ο βασιλιάς των κλισέ, η οδοντόβουρτσα, λειτουργεί επιτυχημένα ως test drive. Η ατάκα δε του κατόχου και διάφορες εκδοχές, ανάλογα με το ύφος του συντρόφου.

Από την  ανήξερη εκδοχή του «Έλα ρε, την ξέχασα;», στη δήθεν θιγμένη του «Πώς κάνεις έτσι για μια οδοντόβουρτσα;», στην ούτε γάτα – ούτε ζημιά – ξαναπροσπαθήστε αργότερα του «Θα περάσω να την πάρω μεθαύριο» και στην επίκληση στο συναίσθημα «Σε πειράζει να την αφήσω εκεί να μην την κουβαλάω πέρα-δώθε;», όλες πλαισιωμένες με το κατάλληλο υποκοριστικό, όπως ταιριάζει στο φύλο τους και την όλη ταυτότητα του wannabe οργανισμού-ξενιστή.

Τα κίνητρά τους, μάλλον ποικίλουν ανάλογα με τα δημογραφικά τους χαρακτηριστικά. Μεταξύ των συνήθων υπόπτων θα βρεις γυναίκες διψασμένες για αποκατάσταση, άντρες βαριεστημένους που προσπαθούν να πουλήσουν έρωτα με αντάλλαγμα χορηγό ή σε πιο απλές περιπτώσεις, υπερβολικά προσκολλημένους συντρόφους, παράλογα ζηλιάρηδες και κοντρόλ φρηκς. Μεταξύ μας, παίζει να συμβαίνει και με τους μονόπλευρα ερωτευμένους, αλλά δεν τους το λέμε μέχρι να ξυπνήσουν από μόνοι τους.

Λυπάμαι παιδιά, εδώ κατεβαίνετε. Τέλος της διαδρομής ροζ συννεφάκι. Το «μείνε μαζί μου κι ας μη μ’ αγαπήσεις – και λίγο λίγο θα με συνηθίσεις» δεν έχει καμιά εφαρμογή εδώ. Στις ακραίες περιπτώσεις που σχέσεις συνεχίζουν να επιβιώνουν κατ’ αυτό τον τρόπο, με το ζόρι, είναι δεδομένη μια δυστυχισμένη καθημερινότητα που ενίοτε φοράει κι από καμιά μάσκα, για να ξεγελιέται ο κόσμος. Στο κάτω-κάτω, πιο όμορφο δεν είναι να περιμένεις από την άλλη πλευρά να σου προτείνει να φέρεις κάτι σπίτι;

Το μαζί με το στανιό σκοτώνει. Το μαζί γιατί μπορούμε φουντώνει!

 

Συντάκτης: Τίνα Μπαρμπάτσαλου