Καταλαβαίνεις πως έχεις ζορίσει τον εαυτό σου σε βαθμό εξάντλησης, όταν το μόνο πράγμα που μπορείς να σκεφτείς είναι πόσο πολύ θέλεις να χαθείς στο σπίτι σου για λίγο. Σε όλους κάποια στιγμή που τα ζόρια ή η νοσταλγία χτυπάνε κόκκινα, δημιουργείται η ανάγκη να γυρίσουμε εκεί που ήμασταν παιδιά, εκεί που νιώθουμε ασφαλείς, αν θες, ή εκεί που θα νιώσουμε πως μας φροντίζουν. Να κάνουμε ένα διάλειμμα από την πολύ κουραστική δουλειά του να είμαστε υπεύθυνοι για τον εαυτό μας, ν’ αφεθούμε στο χάδι και τη θαλπωρή, να κλείσουμε λίγο εκτός της σκέψης μας τα δύσκολα κι απάλευτα, εκείνα που μας έχουν κατακλύσει κι έχουμε πιάσει ταβάνι κι εμείς κι ο οργανισμός μας. Όταν φτάνουμε στα κόκκινα λοιπόν, το σώμα ξεσπάει και το μυαλό ζητάει απεγνωσμένα εκείνη τη ζεστασιά, τη θαλπωρή που έβρισκε στην παιδική ηλικία.

Χρειαζόμαστε τα διαλείμματα, ειδικά όταν ανήκουμε σ’ εκείνη την ομάδα των ανθρώπων που κυνηγάνε μονίμως την τελειότητα κι οι υποχρεώσεις όλο κι αυξάνονται, όσο ο χρόνος μοιάζει όλο και να λιγοστεύει. Οι ώρες ποτέ δεν είναι αρκετές για να κάνουμε όσα πρέπει μέσα σε μια μέρα και θα θέλαμε σίγουρα άλλες πέντε, έξι για να μπορέσουμε να τα προλάβουμε όλα. Κι αν τις είχαμε όμως, πάλι θα βρίσκαμε να τακτοποιήσουμε κι άλλες εκκρεμότητες κι άλλες και λίγες ακόμη. Η μεγάλη παγίδα, όμως, είναι πως όσο και να γεμίσεις τη λίστα με τις υποχρεώσεις σου, ξεχνάς τη σημαντικότερη δουλειά που έχεις να κάνεις: να φροντίσεις εσένα. Να βρεις χρόνο να κοιμηθείς, να γελάσεις, να κλάψεις, να ξεσπάσεις, να ξεσκάσεις. Κι όσο δεν υπάρχεις εσύ μέσα στην τεράστιά σου λίστα, ο εαυτός σου στο στο κρατάει και θα βρει έναν τρόπο να σε εκδικηθεί.

Κι όμως, καμιά φορά, η εκδίκηση έρχεται από εμάς τους ίδιους προς εμάς, γιατί όταν κακομεταχειρίζεσαι τον εαυτό σου αυτός πρέπει να βρει έναν τρόπο να σου θυμίσει πως έχεις διαλέξει λάθος μεριά. Κι όσο τον αγνοείς, τόσο πιο βίαιος και σκληρός θα είναι ο τρόπος που θα διαλέξει για υπενθύμιση. Τότε είναι που τραυματισμένος πια από τη χαμένη μάχη μαζί του, θα αναζητήσεις τη φωλιά σου για να γλείψεις λιγάκι το αίμα που δε σταματάει να χύνεται. Σαφώς το μακελειό δε γίνεται από τη μια στιγμή στην άλλη. Υπάρχουν σημάδια που τα αγνοείς, θεωρώντας ότι θα βρεις χρόνο μετά. Το μετά όμως αργεί συστηματικά μια μέρα, έναν μήνα, έναν χρόνο, μέχρι που σκάει η βόμβα κι εσύ δεν έχεις πώς να προστατευτείς. Τότε λοιπόν, χωρίς δυνάμεις πια, ψάχνεις να κουρνιάσεις, να ηρεμήσεις, να βρεις χρόνο για σένα σε μια παιδική σου εκδοχή που θα σε κάνει να πάρεις τις ανάσες που έχεις ξεχάσει πως παίρνονται με ηρεμία.

Μην περιμένεις λοιπόν να χάσεις τη μάχη με τον εαυτό σου για να βρεις λίγο χρόνο για σένα. Σίγουρα, οι υποχρεώσεις θα είναι πάντα ατελείωτες, μα σκέψου πως αν δε σου δώσεις το προβάδισμα θα σε βρουν τα σκάγια. Κάτσε λιγάκι να σ’ αγαπήσεις, να σε φροντίσεις, να σε παινέψεις, να σου χαμογελάσεις, να σ’ αφήσεις να κάνεις τρελές, σκανταλιές, να ερωτευτείς, να βαρεθείς λιγάκι. Με πιο απλά λόγια δώσε σε σένα χρόνο για να ζήσεις. Κι αν καμιά φορά οι καταστάσεις σε προλαβαίνουν και χάνεις το κέντρο και τις δυνάμεις σου, να επιστρέφεις εκεί που τελευταία φορά ένιωσες παιδί. Να βρεις ξανά ανεμελιά, αγάπη, φροντίδα. Χρειάζεται ο άνθρωπος να νιώθει ασφαλής κι ήρεμος. Γιατί κάτω από συνεχή φωτιά και τα πιο ανθεκτικά ατσάλια, κάποτε μαλακώνουν.

Συντάκτης: Άννα Αντωνίου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου