Θέλουν να νομίζουν πως είμαστε αδιάφοροι κι ανενεργοί. 

Βολεύουν άλλωστε οι γενικότητες και η αποποίηση των ευθυνών.

Μα βιώνουμε όσα γίνονται γύρω μας, πιο σκληρά από όλους. Αγανακτούμε, με λόγο και αιτία. Διαφωνούμε με επιχειρήματα.

Μιλάμε για τη νέα γενιά, που με πτυχία και του κόσμου τα εφόδια περιορίζεται σε μία χώρα, που τις έχει δοθεί σε ετοιμόρροπη κατάσταση.

Αλλά, είναι εκείνοι που θα καθίσουν στα οικογενειακά τραπέζια και θα συζητήσουν πολιτικά και κοινωνικά θέματα με θείους και πατεράδες. Δε θα τους ρίξουν ευθύνες για τίποτα –αυτό είναι το πιο εύκολο– το χέρι θα τους ζητήσουν να βγουν όλοι μαζί από αυτό.

Ποιο είναι αυτό; Είναι το αόριστο χάος, μιας ελλιπούς, παραδομένης κοινωνίας.

Θα βρεθούν σε παρέες, θα πάρουν θέση. 

Θα αρθρώσουν επιχείρημα, θα μιλήσουν για το αύριο και θα εκφράσουν τους προβληματισμούς τους. Θα μιλήσουν για εκείνο το κοινωνικό χάος, ίσως και λίγο παραπάνω από τον έρωτα.

Είναι γνώστες του αντικειμένου.

Ξέρουν ποιος φταίει, ποιος μπορεί να κάνει την αλλαγή και τι εφόδια χρειάζονται. Στη θεωρία, αυτή η γενιά είναι σχεδόν άριστη.

Μα όταν έρχεται η στιγμή τους, εκείνη η στιγμή να τα αλλάξουν όλα, σωπαίνουν.

Απέχουν. 

Εκείνοι που στις παρέες έχουν τον πιο βροντερό λόγο και το αδιαπραγμάτευτο επιχείρημα, κωλώνουν όταν τους δοθεί η ευκαιρία για αλλαγή.

Όπως, για παράδειγμα, όταν έρχονται οι εκλογές και διαλέγουν παραλίες, καφετέριες, εκδρομές να πάνε και υπεκφεύγουν.

Είναι εκείνο το 1/3 που έχει στο χέρι του το αύριο και αδιαφορεί.

Λυπηρό να κρύβεται μέσα στα χέρια σου το αύριο και να το σκορπάς. 

Λυπηρό να σε θεωρούν ανεύθυνο και να τους επιβεβαιώνεις. 

Λυπηρό η μειοψηφία να παίρνει στο λαιμό της την πλειοψηφία.

Είναι η μόνη αντίδραση η ψήφος; Όχι βέβαια. Ούτε η μόνη είναι, ούτε η πιο δραστική, αλλά είναι μέγιστο δείγμα ακινησίας, στατικότητας και αδράνειας.

Η εποχή μας δεν έχει χώρο για άλλους αδρανείς. Όσους ήταν να χωρέσει, τους χώρεσε και με το παραπάνω.

Ο άνθρωπος, όπως έλεγε και ο Αριστοτέλης, είναι ζώον πολιτικόν, ον κοινωνικό, πλασμένο να ζει μέσα σε κοινωνίες και να τις διαμορφώνει. 

Σκοπός του δεν είναι να αυτοκαταστρέφονται και να τις κοιτά να σαπίζουν ανέκφραστος.

Τους άκουγε τόση ώρα να τσακώνονται πάνω από το τραπέζι και μονολογούσε στο κεφάλι της αυτές τις σκέψεις.

Ήταν μέλος αυτής της γενιάς, αλλά όχι μία από αυτούς. Έπρεπε να επέμβει.

Σηκώθηκε. Χτύπησε το χέρι στο τραπέζι και ήταν σα να έριχνε σε εκείνο το τραπέζι όλο της το είναι. Παίρνοντας μια ανάσα, είπε στο θείο της:

«Θείε, μάθαμε έτσι, αλλά το ότι μάθαμε μέσα στα άσχημα, δε σημαίνει ότι δεν μπορούμε να τα αλλάξουμε. 

Θα σπουδάσω, θα μορφωθώ, θα μάθω να χτίζω ένα επιχείρημα, θα γίνω άνθρωπος και θα αντιδρώ. Πάντα θα αντιδρώ, γιατί θα φτιάξω άποψη.

Δεν είμαι κουτή. Δε λέω ότι είμαι ο Σούπερμαν ή ότι θα σώσω τον κόσμο. Αλλά, θα αρχίσω από τον εαυτό μου, γιατί νομίζω, πως αυτόν μπορώ να τον σώσω. 

Δε θα σταματήσω να ονειρεύομαι και να ερωτεύομαι. Δε θα επιτρέψω σε κανένα να μου στερήσει κάποιο από τα δύο. 

Θα πατήσω στα πόδια μου και πετραδάκι-πετραδάκι θα χτίσω το αύριο. Και πρώτα, θείε, θα αρχίσω από τη συνείδηση μου, το μέσα μου.

Σου υπόσχομαι, δε θα μιζεριάσω ποτέ, γιατί αυτό με ενοχλεί σε εσάς, η μιζέρια. 

Δε θα τρώγομαι. 

Θα παλεύω με όσα μου έχετε αφήσει, με όσα μου έχουν απομείνει, θα διεκδικώ ότι μου ανήκει και θα υπερασπίζομαι κάθε μου δικαίωμα.

Δεν σκέφτομαι ουτοπίες, θείε, δεν είπα ποτέ ότι είμαι ήρωας. 

Δε θέλει ο κόσμος αυτός άλλους ήρωες. Αντιήρωας αφανής θα είμαι, μα δραστικός.

Γιατί, όταν δε σου αρέσει κάτι, χώνεσαι μέσα του και το αλλάζεις, μου έχουν πει. Είτε είναι η κοινωνία που ζεις, είτε το δημόσιο, είτε το πολιτικό σύστημα, είτε ο εαυτός σου ο ίδιος.

Απλά και συνειδητοποιημένα.»

Συντάκτης: Σπυριδούλα Γεωργοκίτσου