Ξυπνούσε πολύ πρωί, σα να μη κοιμόταν καθόλου. Ήταν ανήσυχη κι αλήτισσα. Άνθρωποι σαν τη Μαλβίνα δε χρειάζονται στολισμό με πολλά επίθετα, τους είναι όλα λίγα.

Μικρότερη έπεσα σε ένα αφιέρωμα ενός καναλιού για εκείνη. Συγκράτησα σκόρπιες λέξεις του έρωτα, μια γυναίκα με μαύρο αγορέ και το όνομά της.

Η Μαλβίνα, σκέτο Μαλβίνα, χωρίς πολλά πολλά ήταν από εκείνες της γυναίκες που λες θέλω να γίνω σαν αυτή. Δε σε νοιάζει αν θα έχεις επιτυχία έτσι ή αν θα σου πάει, και χωρίς να την ξέρεις καλά καλά, θες να της μοιάσεις. Κι αν είσαι άντρας, θες να σε ερωτευτεί.

Ζούσε για τον έρωτα. Ήταν η βενζίνη της, η κινητήριος δύναμή της. Για να αφήσει έναν έρωτα, θα έπρεπε ήδη να είχε βρει τον επόμενο. Ο έρωτας ήταν η ανάσα της. Η εισπνοή και η εκπνοή της.

Έγραφε για αυτόν αφού πρώτα τον ζούσε. Και μιλούσε και μαζί με τα παιδιά της για έρωτα, απενεχοποιημένα, ελεύθερα και αληθινά.

Ο έρωτας για εκείνη χρειαζόταν μέγεθος. Ήταν χαλί μουσικό της ζωής της, φόντο της σκηνής της και συνάμα πρωταγωνιστής.

Ζούσε για να είναι ερωτευμένη. Ήταν η ανάγκη, το μέσα της, το έξω της, το όλο.

Είπα όλο και θυμήθηκα που έλεγε πως στον έρωτα είσαι ένα με τον άλλο. Μείγμα συμπαγές. Κουκίδα αεροστεγώς κλεισμένη. Ασπρόμαυρη. Yin και Yang.

Το Yin  εκείνη. Παραδομένη στον έρωτα. Σκλάβα του άντρα. Όχι δούλα.

Έρωτας για εκείνη είναι να παραχωρείς σιγά σιγά τα δικαιώματα σου πάνω του. Να του τα δίνεις όλα, να μην έχεις τίποτα, να έχεις μόνο αυτόν.

Γι’ αυτό ήταν αλήτισσα η Μαλβίνα.

Ξυπνούσε κάθε πρωί και μαγείρευε. Γλυκά, αλμυρά, με ιδιαίτερη αγάπη στα ινδικά και με γούστα που ποίκιλλαν ανά την περίοδο.

Δεν ήταν εξωγήινη. Αν και πίστευε πως ήταν. Με τα παιδιά της είχαν τη μυστική ομάδα 4Μ και τους έλεγε, διαδοχικά μέσα στα χρόνια πως ήταν από άλλο πλανήτη.

Ήταν μάνα και γυναίκα. Γυναίκα και μετά μάνα. Δε θα μπορούσε να ήταν μάνα αν δεν παρέμενε γυναίκα.

Τα χρόνια της έμοιαζαν με μια γρήγορη σάλσα. Εκείνη ο καβαλιέρος. Ντάμα της οι άντρες. Τους άντρες τους έβαζε όλους σε μία λέξη, έρωτας, η εμμονή της.

Η Μαλβίνα ήταν μάγκας. Υπέκυπτε σε ελάχιστες καταστάσεις στη ζωή της. Πέρα από τον έρωτα υπέκυπτε στην αποτυχία, στην αναμονή και στις αρρώστιες. Υπέκυπτε και ξανασηκωνόταν όμως. Στα τρία πρώτα το κατάφερε με επιτυχία.

Την αποτυχία την φοβόταν όχι γιατί ήθελε να είναι πετυχημένη ίσως γιατί πίστευε πως δε θα της δώσει αρκετή φόρα για την επιτυχία. Την αναμονή τη σιχαινόταν. Ο έρωτας την γονάτιζε.

Είχε να σου δώσει συμβουλές, δεν είχε δασκαλίστικο ύφος και πίστευε σε συνταγές. Όχι μόνο επειδή ήταν καλή μαγείρισσα αλλά για εκείνη οι σχέσεις ήταν κάτι σαν το φαγητό. Αναγκαίες, απαραίτητες και απαιτούσαν επιθετικότατη ακρίβεια στην εκτέλεσή τους.

Πώς δεν έχει ο έρωτας συνταγές; Σε όλα είχε να σου δώσει απάντηση. Από τις αγαπημένες μου απαντήσεις της είναι σε εκείνες που την ρωτούσαν πώς να είναι ευτυχισμένες. Τις συμβούλευε να είναι πάνω από όλους και κάτω από αυτόν που αγαπάν. Κι έπειτα έστρεφε το βλέμμα της αλλού και χαμογελούσε.

Η Μαλβίνα φοβόταν και τον χρόνο. Ναι και αυτές οι γυναίκες τον φοβούνται. Δε την τρόμαζαν οι ρυτίδες και τα λευκά μαλλιά, την τρόμαζε το πόσο πρόσκαιρη είναι η παρουσία των ανθρώπων στη γη.

Ο κάθε ένας, έλεγε, όταν φεύγει αφήνει πίσω του σκόνη.

Εκείνη μας άφησε λίγη μαγική χρυσόσκονη.

 

Συντάκτης: Σπυριδούλα Γεωργοκίτσου