Πόσα πολλά «πρέπει» κατακλύζουν καθημερινά τη ζωή σου; «Πρέπει» που σιχαίνεσαι, άλλα τόσα που θέλεις να τα στείλεις στον «έξω από ‘δω» και καθόλου λιγότερα όλα εκείνα που σε φορτίζουν σωματικά και συναισθηματικά.

Μέσα σ’ όλα αυτά τα καταναγκαστικά έργα, εσύ πρέπει να πας και στη δουλειά σου. Ναι-ναι, πρέπει μόλις έρθει εκείνη η μάταιη ώρα, να μαζέψεις τα κομμάτια σου, να φορέσεις τα καλά σου –ή τη φόρμα εργασίας–, να περισυλλέξεις από δεξιά κι αριστερά όση ενέργεια κι όρεξη σου έχει απομείνει και να τραβήξεις το δρόμο που σου πρέπει τον αγύριστο – όπως λέει και το άσμα.

Έρχομαι τώρα εγώ για να σε ρωτήσω. Πού είναι όλη εκείνη η παιδική χαρά που ξεχείλιζε από μέσα σου καθώς απαντούσες στην τόσο βαρετή αλλά γεμάτη όνειρα και προσδοκίες ερώτηση «Τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις;»; Πού είναι εκείνα τα μάτια, που πετούσαν σπίθες όταν σκεφτόσουν όλα όσα θέλεις να πραγματοποιήσεις; Μήπως ξεφούρνιζες κι εσύ τη λέξη δικηγόρος, κάτω απ’ το αυστηρό βλέμμα του πατέρα σου, ενώ καιγόσουν να βροντοφωνάξεις «ηθοποιός»; Μήπως, κάπου στην πορεία, παραμέρισες τις δικές σου επιθυμίες για να ικανοποιήσεις τις φιλοδοξίες κάποιων άλλων;

Η δουλειά μας ή αν θέλεις το επάγγελμα που επιλέξαμε, οφείλει να γεμίζει την καρδιά μας, να μας κάνει δημιουργικούς, να μας καλύπτει συναισθηματικά και να αντλεί επιτυχία από τη δική μας αποτελεσματικότητα. Φρέσκο, χαμογελαστό πρόσωπο, θέλουμε να μας συνοδεύει στο δρόμο προς την εργασία μας. Ευχάριστη διάθεση, νέες ιδέες, άνετο και με πνεύμα συνεργασίας, είναι τα κατάλληλα χαρακτηριστικά για ένα σωστό εργασιακό περιβάλλον.

Το επάγγελμά σου, επιζητεί την απόλυτη απαλλαγή απ’ το «πρέπει», προκειμένου κι εσύ να κάνεις πράξη όλες τις γνώσεις, τις δεξιοτεχνίες και το ταλέντο που θα το απογειώσει. Το να αντιμετωπίζεις τη δουλειά σου σαν την πιο απεχθή ρουτίνα, αφαιρεί από εκείνη τη σπουδαιότητά της στον ευρύτερο επαγγελματικό κόσμο και στερεί από ‘σένα την απόλαυση της αληθινής επιτυχίας.

Αναρωτιέσαι ακόμη γιατί έχεις αυτή την κατσουφιασμένη έκφραση κάθε φορά που καλείσαι να εκτελέσεις τα καθήκοντά σου; Γιατί πολύ απλά δεν αγαπάς αυτό που κάνεις. Κι οτιδήποτε δε γίνεται με αγάπη, οτιδήποτε δεν πηγάζει απ’ την ψυχή σου, σε βαραίνει. Σε πιάνει πονοκέφαλος, πονάει το στομάχι σου, έχεις νεύρα κι όλη η δεδομένη, αλλά ευχάριστη υπό άλλες συνθήκες κούραση, σου φαίνεται Γολγοθάς.

Έχεις σκεφτεί ότι ίσως ήρθε η ώρα ν’ ακούσεις το σοφό λαό; Να αρχίσεις να επεξεργάζεσαι στο μυαλό σου την τόσο ισχυρή φράση «Ποτέ δεν είναι αργά»; Πράγματι, για πόσο ακόμα θα ταλαιπωρείς τον εαυτό σου κάνοντας κάτι που δε σε γεμίζει; Για πόσο ακόμα θα επιτελείς ένα επάγγελμα που κάθε άλλο παρά όνειρό σου ήταν;

Θα συμφωνήσω μαζί σου, αν αντιτάξεις το σκεπτικό ότι οι συνθήκες κι οι απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας μας αναγκάζουν να καταφεύγουμε σε αναγκαστικές λύσεις. Πόσοι άνθρωποι γύρω μας εργάζονται σε δουλειές που δε θέλουν είτε λόγω οικονομικών προβλημάτων είτε γιατί κάποτε πήραν μία λάθος απόφαση; Αν είσαι κι εσύ ένας από αυτούς, μάλλον ήρθε η ώρα να συνειδητοποιήσεις ότι η εσωτερική ευημερία, ευθύνεται και για όλα τα υπόλοιπα που συντελούνται στη ζωή μας.

Η πληρότητα κι η συναισθηματική κάλυψη που σου προσφέρει ένα επιθυμητό επάγγελμα, «χαλαλίζει» τους κόπους και τις θυσίες που καλείσαι να κάνεις, για να το πετύχεις. Σίγουρα δεν είναι εύκολο. Εξάλλου, τίποτα δεν είναι εύκολο σ’ αυτή τη ζωή. Σε μια ζωή όμως, που όλοι μας θα γνωρίσουμε για μία και τελευταία φορά. Δεν νομίζεις ότι είναι κρίμα να μην απολαύσεις το θεατρικό σανίδι ή να μη διαβαστείς από ένα μεγάλο αναγνωστικό κοινό ως συγγραφέας;

Μπορεί να δειλιάζεις ή να φοβάσαι. Μπορεί να μην έχεις το θάρρος, τη δύναμη ή το κουράγιο για να το επιχειρήσεις. Ίσως πάλι να μη διαθέτεις τα μέσα που χρειάζονται και την υποστήριξη που έχεις ανάγκη. Ίσως να θεωρείς ότι πέρασαν τα χρόνια και πού να τρέχεις τώρα. Τα όνειρα, όμως, είναι για να πραγματοποιούνται. Είναι για να ευφραίνεται η καρδιά σου με αυτό το άπιαστο που εσύ το κράτησες στα χέρια σου. Διαφορετικά, δημιουργούνται απωθημένα. Απωθημένα που δεν είναι άπιαστα. Είναι ασήκωτα. Όπως ασήκωτο είναι και το φορτίο της τωρινής δουλειάς σου.

Δεν ξυπνάς με ανυπομονησία. Δεν έχεις όρεξη να περιποιηθείς τον εαυτό σου. Δεν κοιτάζεσαι στον καθρέφτη για να μην τρομάξεις απ’ την έκφραση της απόλυτης απελπισίας. Δε φιλάς το σύντροφό σου προτού φύγεις απ’ το σπίτι. Δε βρίσκεις νόημα στις επόμενες οκτώ ώρες. Οκτώ ώρες –περισσότερες, λιγότερες, δεν έχει σημασία–, που σε πνίγουν.

«Μα πώς γίνεται κάποιοι άλλοι να απολαμβάνουν αυτό που εσύ μισείς;», σκέφτεσαι. Κι όμως γίνεται. Γίνεται, γιατί γι’ αυτούς τους άλλους αυτό ήταν το όνειρό τους, ή έστω αγάπησαν αυτό που κάνουν. Εσύ όμως; Εσύ νιώθεις σαν φυλακισμένος σε κλουβί.

Ίσως έφτασε ο καιρός να κάνεις κι εσύ τα όνειρά σου πραγματικότητα. Ίσως ήρθε η στιγμή να μάθεις να πετάς.

Να θυμάσαι ότι κανείς δεν πέταξε με δανεικά φτερά ή με φτερά που δεν του ταίριαζαν απόλυτα.

 

Επιμέλεια Κειμένου Ελένης Μαρκοπούλου: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Ελένη Μαρκοπούλου