Η γενιά των Millenials μεγάλωσε και έκανε δικά της παιδιά. Η ίδια όμως ήταν η γενιά που έπεσε πάνω σε όλες τις αλλαγές αλλά παρ’ όλα αυτά μεγάλωσε με τις παραδόσεις και τον τρόπο που μεγάλωσε κι η προηγούμενη γενιά -εκείνη που ακόμη προσπαθεί να καταλάβει πώς λειτουργεί το ίντερνετ. Η γενιά που δεν είχε καμία πρόσβαση σε πληροφορίες και ό,τι διδάχθηκε ήταν από τον πατέρα και τη μητέρα τους, τη γιαγιά και τον παππού. Και όλα αυτά τα πέρασε και στη γενιά των παιδιών τους που γεννήθηκαν μετά από τις τόσες κακουχίες της χώρας. Και ίσως αυτή η γενιά, που έμαθε πώς να έχει πρόσβαση σε πληροφορίες να σπάσει τον φαύλο κύκλο από κάθε κλισέ που επικρατεί μες στις οικογένειες.

Οι αθώες μανούλες δεν ήξεραν πώς να πειθαρχήσουν τα παιδιά τους οπότε δημιουργούσαν πάντα έναν δικό τους κακό, που το παιδί θα φοβόταν περισσότερο από τις ίδιες. Είτε θα ήταν ο μπαμπούλας είτε κάποιος άλλος που θα περνούσε να τα πάρει αν δεν καθόταν φρόνιμα. Ίδιος ψυχολογικός πόλεμος δηλαδή με το να πρέπει να είναι καλό το παιδί ολόκληρη τη χρονιά για να του φέρει ο Άη Βασίλης ένα δώρο την Πρωτοχρονιά. Δημιουργώντας ένα άγχος στο παιδί και μια αμφιβολία για το αν ήταν όντως άξιο να πάρει τα Χριστούγεννα δώρο ή αν θα έμενε χωρίς αυτό, όπως ο φίλος του ο Κωστάκης ήταν κάθε γιορτή με άδεια χέρια γιατί οι γονείς του δεν είχαν τη δυνατότητα να του πάρουν κάτι και δεν ήξεραν πώς να το δικαιολογήσουν. Κι όλοι οι γονείς φυσικά, χρησιμοποιούσαν την ίδια κλασσική ατάκα αν δεν τελείωναν τα παιδιά όλο τους το φαγητό. Αρχικά κανείς δε θέλει να φάει την ίδια ποσότητα φαγητού κάθε μέρα, κι επιπλέον πώς ξέρουν οι γονείς ποια είναι η σωστή ποσότητα φαγητού;

 

 

Άλλη μια παράδοση που όλοι θέλουμε κατά βάθος να σταματήσει, είναι η εμμονή όλων να παίρνει το παιδί το όνομα του παππού ή της γιαγιάς του. Με αποτέλεσμα να διαιωνίζονται ακόμη κάτι ονόματα που φέρνουν κυρίως ντροπή στο άτομο που τα φέρει, αλλάζοντάς τα ούτως ή άλλως σε κάποιο ξενόφερτο παρατσούκλι.

Όπως επίσης ότι το παιδί πρέπει οπωσδήποτε να πάει σε κάποια σχολή να πάρει ένα πτυχίο, να το βάλουν σε κορνίζα στο σαλόνι τους κι ας μην ασχοληθούν ποτέ ξανά με αυτό. Αρκεί να κοζάρουν στους φίλους τους ότι το σπλάχνο τους αποφοίτησε κι ας δουλεύει τώρα σε κάποιο μπαράκι. Δε ρωτάνε ποτέ το παιδί τι θέλει να κάνει ή πού έχει περισσότερη κλίση. Ίσως αν αντί να πλήρωναν τόσα φροντιστήρια και τα πηγαίναν σε ειδικούς για επαγγελματικό προσανατολισμό, ώστε να εστιάσουν εκεί που πρέπει, τα παιδιά να ήταν πραγματικά ευτυχισμένα κι εκείνοι πραγματικά περήφανοι.

Τα χειρότερο απ’ όλα τα τραύματα όμως που άνοιγαν κυρίως οι τότε γονείς, ήταν αυτά που προέρχονταν από τη σύγκριση. Τη σύγκριση με άλλους συνομήλικους, τη σύγκριση με τα αδέρφια και τη σύγκριση ανάμεσα στο χάσμα γενεών μεταξύ γονέων και παιδιών. Εντάξει, όπως και αν ήταν οι συνθήκες όταν ήταν παιδιά οι γονείς, τώρα έχουν αλλάξει. Και τα παιδιά προσαρμόστηκαν γιατί είναι κοινωνικά όντα και κάπως πρέπει να συμβαδίζουν με τα δρώμενα.

Ο σωστότερος τρόπος να μεταφέρεις μια πληροφορία σε κάποιον είναι να λες την αλήθεια. Και ίσως όσο πιο νωρίς μας έλεγαν οι γονείς μας πώς είναι η πραγματικότητα, τόσο πιο ήπια θα ήταν η ένταξή μας στον αληθινό κόσμο.

Το μεγαλύτερο προνόμιο που μπορείς να δώσεις σε έναν νεότερο άνθρωπο, είναι να προσπαθήσεις να του εξηγήσεις πώς λειτουργεί ο κόσμος. Δε χρειάζεται να βάζεις φίλτρα κάθε φορά που θέλεις να περάσει το δικό σου, απλά και μόνο γιατί έτσι σου έμαθαν κι εσένα.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Γιάννα Δημητριάδου
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου