«Έλα μωρέ θα χουζουρέψω λίγο εδώ, θα ξαπλώσω να ξεκουραστώ και σε δέκα λεπτά θα σηκωθώ να πάω στο μάθημα», είπες ένα μεσημέρι, ενώ έξω ο ήλιος έκαιγε, κι όταν ξύπνησες το μόνο πράγμα που έκαιγε ήταν ίσως το κούτελό σου απ’ τον ύπνο, καθώς έξω είχε πια σκοτεινιάσει.

Ανοίγεις τα μάτια, τα κλείνεις, τα μισανοίγεις πάλι. Η διαδικασία αυτή επαναλαμβάνεται ίσα με δέκα φορές, μέχρι που αποφασίζεις να κάνεις το μεγάλο βήμα και να καθίσεις στο κρεβάτι σου -όχι να σηκωθείς απότομα και να ζαλιστείς, προς Θεού-.

Κι αφού κάθεσαι λοιπόν στο ζεστό σου κρεβατάκι, επικρατεί στο μυαλό σου ένα χάος από σκέψεις, που δεν μπορείς να βάλεις σε μια σωστή σειρά. Αρχικά, να πας να πλύνεις πρώτα το πρόσωπό σου, ή να κάνεις κατευθείαν κανένα ντουζ; Όμως κάτσε, βράδιασε, πότε πρόλαβε; Τι ώρα είναι; Πού είναι το κινητό σου για να δεις τι ώρα είναι, ή αν σε έψαξε κανείς; Κανόνισες τίποτα για το βράδυ μήπως κι άργησες; Ο πρώην σου ο Τάκης τι κάνει, σου έκανε κανένα like; Το Μαράκι, η πρώην σου, έκανε πουθενά κανένα check-in;

Βασικά, μισό. Τι μέρα είναι; Κι έπειτα, τι ώρα; Με μηχανικές κι ήρεμες κινήσεις, κατευθύνεσαι στο μπάνιο. Πλένεις το πρόσωπό σου, μπας και ξυπνήσεις, όμως δε νιώθεις καμία αισθητή διαφορά. Συνεχίζεις να νυστάζεις κι ο εγκέφαλός σου αρνείται κατηγορηματικά να λειτουργήσει.

Κι ενώ θαυμάζεις το είδωλό σου στον καθρέφτη και παρατηρείς πόσο πρησμένα και φουσκωμένα είναι τα χείλη σου απ’ τον ύπνο, ακούς μια μουσική. Γνώριμος αυτός ο ήχος, γνωστή μελωδία, πολύ οικεία. Κουνήσου ρε μαλάκα, το κινητό σου χτυπάει.

Πηγαίνεις προς το μέρος που ακούγεται το κινητό σου, το βρίσκεις, αλλά τη στιγμή που πατάς το πράσινο κουμπί, κλείνει η γραμμή. Βλέπεις ότι είναι η μάνα σου. «Θα την πάρω μετά», σκέφτεσαι, παίρνεις το κινητό αγκαλιά και ξαπλώνεις πάλι. Ανοίγεις το Wi-Fi, αλλά επειδή ήδη βαρέθηκες κι αρχίζει να σε πονάει το κεφάλι, το αφήνεις στην άκρη και σηκώνεσαι πάλι.

Χτυπάει πάλι το τηλέφωνο, κι αυτή τη φορά είναι ο κολλητός σου. «Καλά είσαι;»,  σε ρωτάει έντρομος, ενώ εσύ απορείς. «Ούτε στο μάθημα ήρθες ρε», σου λέει και ξαφνικά σαν να ξυπνάς και να συνέρχεσαι απ’ το λήθαργο του μεσημεριανού σου ύπνου απότομα. Κοιτάς την ώρα και μένεις για τουλάχιστον πέντε δευτερόλεπτα. Πώς γίνεται να κοιμήθηκες τόσες ώρες;

Αφού σου έριξε ένα γερό δούλεμα ο φίλος σου και σ’ ενημέρωσε τι έχασες σήμερα τις ώρες που ήσουν στην αγκαλιά του Μορφέα, κλείνετε το τηλέφωνο. Πεινάς, αλλά προφανώς και δεν είσαι σε θέση να μαγειρέψεις. Κάνεις, λοιπόν, έναν καφέ ν’ ανοίξουν και τα δύο μάτια καλά και μετά παραγγέλνεις.

Άλλο ένα βράδυ που θα ξενυχτήσεις. Όχι, επειδή θα διαβάσεις ή επειδή θα θυμάσαι μια παλιά σου αγάπη και θ’ ακούς καψουροτράγουδα, αλλά επειδή κοιμήθηκες τόσες ώρες, ώστε να είναι αδύνατον να κοιμηθείς πάλι. Ντάξει, ίσως μ’ αφορμή αυτό το ξενύχτι να θυμηθείς κανέναν παλιό έρωτα και να βάλεις ν’ ακούσεις και κανένα σκυλάδικο, ή να διαβάσεις. Όχι κανένα μάθημα απ’ τη σχολή σου, αλλά ξέρεις. Κανένα άρθρο, περιοδικό, κάτι ρε παιδί μου. Α, δε βλέπεις εκείνη την ωραία ταινία, που όλο λες να δεις κι όλο δεν τη βλέπεις, επειδή δεν έχεις χρόνο;

Όπως και να ‘χει, να θες να ξαπλώσεις για λίγα λεπτά ή για καμιά ωρίτσα και να καταλήγεις να κοιμάσαι ώρες ολόκληρες ξυπνώντας νύχτα, είναι κάτι που όλοι έχουμε πάθει και θα πάθουμε πολλές φορές ακόμη. Είναι απόρροια όλου αυτού του καθημερινού άγχους, του τρεξίματος και των εννοιών, που δε μας αφήνουν σε ησυχία.

Ο ύπνος είναι μία απ’ τις βασικότερες ανάγκες και καλά θα κάνεις να μην την αμελείς. Άλλωστε, είναι ο καλύτερος τρόπος για να εκμεταλλευτείς το ζεστό σου κρεβάτι. Εντάξει, ίσως κι ο δεύτερος καλύτερος.

 

Συντάκτης: Ειρήνη Μανουσαρίδου
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου