Υπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό μέσα μας που συναντά πολλές φορές την αμφιταλάντευση και την αμφιβολία σχετικά με θέματα αδικιών, παρεξηγήσεων, τοποθετήσεων. Θα έχουμε βρεθεί όλοι σε στιγμές που νιώσαμε αμηχανία ως προς το θέμα που συζητούνταν, τις απόψεις που εκφράζονταν και που πιθανώς δε θα ταυτίζονταν με τις δικές μας αλλά κι όλες εκείνες τις εξωλεκτικές συμπεριφορές που θα πρόδιδαν πως άλλο λέει το στόμα κι άλλο δείχνει το σώμα.

Έχουμε σκεφτεί ποτέ πόσο σημαντική είναι η τοποθέτηση μιας πολύ διαφορετικής άποψης σε κάτι που συζητιέται γύρω μας; Έχει περάσει απ’ το μυαλό μας πόσο θα μπορούσε να βοηθήσει κάποιον ακόμη και να πράξει το ίδιο, αν τελικώς εκφράζαμε δυναμικά μια διαφορετική γνώμη που θα βοηθούσε τη μειοψηφία; Αντιλαμβανόμαστε ποτέ τη δύναμη μιας εκφρασμένης σκέψης που πάει κόντρα στην πλειοψηφία; Κι αν όλα αυτά τοποθετούνταν σ’ ένα πλαίσιο αδικίας με σκοπό να καταχωνιαστεί η αλήθεια και ν’ αφεντέψει η διαστρέβλωση αυτής; Θα παραμέναμε θεατές ή θα παίρναμε τον λόγο, ακόμη κι αν δε μας ζητούνταν, προκειμένου να βοηθήσουμε στην επαναφορά της;

Το μόνο σίγουρο είναι ότι το μυαλό μας τρέχει με ταχύτητες φωτός και προσλαμβάνει εικόνες, συναισθήματα κι αντιδράσεις σ’ απίστευτα γρήγορους ρυθμούς. Όταν δε, πρόκειται για μια έντονη αδικία, ενεργοποιούνται -πέραν των υπολοίπων- και μηχανισμοί έντονης ηθικής παρέμβασης προκειμένου να παταχθεί οτιδήποτε μοιάζει εκτός ορίων κι αποδεκτών πλαισίων σε μια συζήτηση, συνεύρεση, φόρουμ. Το ερώτημα είναι: το βάζουμε σ’ εφαρμογή ώστε να λειτουργήσει με τον σωστό τρόπο ή φοβόμαστε μήπως μείνουμε στην απ’ έξω και μας δουν ως εκτός τόπου και χρόνου; Μήπως πάλι προτιμούμε να μένουμε αμέτοχοι κι ουδέτεροι ώστε να τα έχουμε καλά με όλους; Κι αν ναι, πώς ακριβώς λειτουργεί αυτό; Πρωτίστως όμως, γιατί να λειτουργεί ένας τέτοιος μηχανισμός που έρχεται κατά βάση κόντρα στο καλό κι ηθικό;

Καλό θα ήταν να έχουμε συχνά κατά νου πως ανά πάσα στιγμή μπορεί να είμαστε εμείς αυτοί που θα χρειαζόμαστε έναν δυνατό σύμμαχο σε μια αντιδικία, μια δυνατή παρουσία σε μια παρεξήγηση, μια ηχηρή αντικειμενικότητα σε μια αδικία. Η ερώτηση στον εαυτό μας “αν ήμουν εγώ στη θέση αυτού, τι θα ήθελα να βλέπω/να συμβαίνει/ν’ ακούω”, θα πρέπει να είναι καταχωρημένη στο μυαλό μας σ’ εκείνες τις γρήγορες λίστες αναζήτησης που έχουμε και που ανατρέχουμε κάθε φορά που συμβαίνει κάτι έκτακτο αυτής της φύσεως, αλλά κι όχι μόνο. Ο ένας μπορεί να φέρει την αλλαγή. Οι μεγαλύτερες επαναστάσεις ανά τον κόσμο κι ανά τους αιώνες ξεκίνησαν κι οργανώθηκαν από έναν που είχε την ιδέα κι από τους λίγους που τον ακολούθησαν. Σαφώς και μια επανάσταση είναι μια τεράστια αλλαγή που προκύπτει έπειτα από πολλή σκέψη, έντονο πόνο και σχεδόν βέβαιες απώλειες αλλά η κινητήριος δύναμη είναι μία και τη λένε ηθική και πιο συγκεκριμένα, η αποκατάσταση αυτής.

Είναι σημαντικό ν’ απομακρύνουμε τον φόβο απόρριψης, σε περίπτωση που σκεφτόμαστε να πάρουμε θέση σε μια αντίστοιχη κατάσταση που ενέχει επαναστατικά χαρακτηριστικά κι ουσιαστικά εναντιώνεται στο γενικό κατεστημένο. Άλλωστε όλα τα κατεστημένα είναι βαθιά ριζωμένα σε απαράλλαχτες πεποιθήσεις και σε σκέψεις που δεν επιδέχονται καμιά κριτική ή αλλαγή. Είναι επίσης ουσιώδες να συνειδητοποιούμε ότι, το να μη μιλάμε όταν αντιλαμβανόμαστε μια αδικία, το να μην αντιδρούμε όταν συμμετέχουμε σ’ ένα περιβάλλον παρεξηγήσεων και τελικά να μην κάνουμε τίποτα ενώ μπορούμε να κάνουμε κάτι, όλα αφορούν έμμεση ή άμεση συνενοχή κι αυξάνουν την οποιαδήποτε εξουσία του δυνατού κόντρα στο αδύναμο.

Το να παίρνουμε θέση και ν’ ακουγόμαστε σε μια ομήγυρη απόλυτων κατασταλαγμένων απόψεων είναι κάτι δύσκολο. Σκεφτείτε τώρα αυτή η ομήγυρη ν’ αφορά κλίκες και μικρές κοινωνίες υψηλών ιστάμενων. Αυτό που σίγουρα θα λειτουργούσε βοηθητικά και θα μας έδινε και θάρρος στο να κάνουμε το βήμα εμπρός και να μιλήσουμε, θα ήταν ν’ αντικρίζαμε με ειλικρίνεια τα γεγονότα και ν’ αφοπλίζαμε τυχόν νόρμες και παγιωμένες πεποιθήσεις που χτίζονται κατά βάση απ’ τη συνήθεια και την κεκτημένη ταχύτητα της ελαφρόμυαλης καθημερινότητας. Άλλωστε το σωστό, το καλό και το δίκαιο έχουν άλλο χρώμα από το λάθος, το άδικο και το κακό. Είναι ξεκάθαρο.

Δεν είναι ξεκάθαρο εκεί που υπάρχει το συμφέρον. Δεν είναι ξεκάθαρο εκεί που υπάρχει η βόλεψη. Δεν είναι ξεκάθαρο εκεί που υπάρχει η πάρτη. Δεν είναι ξεκάθαρο εκεί που θα προκύψει γκρέμισμα βιτρίνας. Εκεί που θα χρειαστεί να δικαιολογηθεί η θέση που πάρθηκε. Εκεί που θα σπάσουμε αυγά. Στη ζωή λοιπόν, χρειάζεται να σπας αυγά και να κάνεις όλων των ειδών τις ομελέτες. Το σπάσιμο αυγών προϋποθέτει μπέσα κι όρθωση αναστήματος. Το σπάσιμο αυγών μπορεί να είναι μια σκληρή τοποθέτηση σ’ ένα θέμα αδικίας που λαμβάνει χώρα στο περιβάλλον μας, να είναι η υποστήριξη του αδύναμου απέναντι στο φαινομενικά δυνατό. Το σπάσιμο αυγών μπορεί να είναι το ξεμπρόστιασμα μιας απάτης. Ένα είναι το σίγουρο. Ότι μετά το σπάσιμο των αυγών, ταράσσονται οι ισορροπίες, αποκαλύπτονται πρόσωπα, ανακαλύπτονται τακτικές, συνειδητοποιούνται κανόνες που νομίζαμε ότι ήταν κοινοί για όλους μας- αλλά τελικά δεν ήταν.

“Mind your own business”, λέει το γνωστό αγγλικό ρητό. “Κοίτα τη δουλειά σου”, το ελληνικό. Αυτά τα ρητά λοιπόν, προέκυψαν για ν’ αποφεύγουμε τα κουτσομπολιά. Για ν’ ασχολούμαστε με την ουσία τη δική μας κι όχι των άλλων. Για να επιστρατεύουμε όλη μας τη δύναμη σε προσωπικούς στόχους κι όνειρα. Αν σκεφτόμασταν όμως, να εκφραζόμαστε, να υποστηρίζουμε και να μη μασάμε εν ολίγοις, ότι το “minding our own business” σημαίνει παράλληλα και στήριξη αυτών που βάλλονται γιατί μπορεί να μην έχουν τις ίδιες δυνατότητες, την ίδια ευχέρεια λόγου, το ίδιο πάθος να υποστηρίξουν κάτι που τους είναι απαραίτητο αλλά δεν έχουν τον τρόπο, το καλό που θα γινόταν θα ήταν μεγάλο και θα λειτουργούσε ως πρότυπο προσομοίωσης και για τους γύρω.

Μικροκοσμικά σκεπτόμενοι, ανήκουμε όλοι σε μια οικογένεια, σε μια παρέα καλών φίλων, σ’ ένα εργασιακό περιβάλλον. Άμα όμως φύγει η σκέψη παραπέρα και δούμε το δάσος κι όχι το δέντρο, αν αντιληφθούμε τη δύναμη της φωνής μας και την εφαρμογή της κι αποφασίσουμε για τον εαυτό μας ότι το να τοποθετούμαστε ενάντια στα κακώς κείμενα, σημαίνει ότι φαινόμαστε. Κι όταν φαινόμαστε, τότε φαίνονται κι άλλοι αφανείς κι η αποσιώπηση της πραγματικότητας αρχίζει κι ανακτά την αληθινή ξεθωριασμένη της υπόσταση.

Πολλοί σοφοί μίλησαν για την (αρνητική) δύναμη της ουδετερότητας και πόσο αυτή μπορεί να βλάψει σημαντικά το θύμα και να ισχυροποιήσει τον θύτη. Πολλά μάτια στράφηκαν σε πολλά άλλα μάτια για να βρουν μια ακόμη νότα συμπαράστασης. Πολλές ψυχές ένιωσαν κρεμασμένες όταν δε βρήκαν την τόσο εύκολη ανταπόκριση που ζητούσαν. Πολλές μειοψηφίες δημιουργήθηκαν απ’ την αδυναμία της πλειοψηφίας να ελαχιστοποιήσει τους συμμετέχοντές της. Προσωπικά, πάντα αναρωτιόμουν πώς γίνεται να κρατιέται ένα στόμα σφραγισμένο μπροστά σε κάτι τόσο αυτονόητο, όπως μια αδικία. Πώς γίνεται να φαίνεται ευκολότερο να σκύβουμε κεφάλι αντί να στυλώνουμε βλέμμα και να δημιουργούμε σφαίρες από λόγια. Βέβαια, όλα αυτά έχουν να κάνουν κι απ’ το ποια πλευρά είμαστε ή κοιμόμαστε τα βράδια. Κάποια στιγμή όμως, αυτή η μεριά, θα βουλιάξει απ’ την ακινησία του σώματος και της ψυχής και τότε μπορεί να μας κουράσει. Άραγε, θα ζητήσουμε ν’ αλλάξουμε μεριά έτσι ώστε να μπορέσουμε να συνεχίζουμε να κοιμόμαστε βολικά ή θα είναι κι η άλλη μόνιμα κατειλημμένη κι ακούνητη, έτσι όπως ήμασταν κι εμείς;

Συντάκτης: Τιτή Μητσοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου