Δε θέλω να νιώθω έτσι. Δε θέλω να επισκέπτομαι το γωνιακό καφέ και να κάνω εικόνα «εμάς». Δε θέλω να πετυχαίνω εκείνον τον γνωστό και να με ρωτάει για σένα και να μην μπορώ ν’ απαντήσω. Δε θέλω ν’ ακούω ένα τραγούδι και να εμφανίζεσαι αυθαίρετα στο μυαλό μου. Δε θέλω να κάνει πρεμιέρα μια ταινία στο σινεμά και να κάνω αναδρομή στην προηγούμενη που είχαμε πάει μαζί. Δε θέλω να πιάνω το κινητό να σου στείλω κάτι έκτακτο ξεχνώντας ότι δε σου στέλνω πια. Δε θέλω ν’ αποφεύγω μέρη μπας και σε πετύχω κατά λάθος. Δε θέλω να πηγαίνω στο περίπτερο και ν’ αποφεύγω να πάρω εκείνο το αγαπημένο σνακ που παίρναμε μαζί. Δε θέλω να σκέφτομαι όλα αυτά που θα μπορούσες να είχες κάνει και δεν έκανες.

Το «θέλω» έχει πολλά ντεσιμπέλ. Το «δε θέλω» έχει περισσότερα. Ντεσιμπέλ που μας απελευθερώνουν, εξευγενίζουν, μπλοκάρουν, ωθούν, έλκουν, διαλύουν, συναρμολογούν. Ατελείωτη η λίστα και παρακαλείσθε να την εμπλουτίσετε. Στα «θέλω» μας και στα «δε θέλω» μας, εσωκλείονται άπειρα συναισθήματα. Κάποιες φορές προσπαθούμε να τ’ αναγνωρίσουμε και κάποιες άλλες κάνουμε πως δεν τα βλέπουμε- ή τα νιώθουμε- για να είμαστε κυριολεκτικοί. Όπως κι αν έχει όμως, αυτά είναι εκεί και περιμένουν να βγουν απ’ το καβούκι τους, παίζοντας το ρόλο για τον οποίο δημιουργήθηκαν εξαρχής.

 

Get Over It! | eBook


€2,50

-----

 

Ένας μεγάλος έρωτας και μια παντοδύναμη φιλία είναι προορισμοί ζωής με πολλές στάσεις. Λίγο-πολύ, όλοι μας έχουμε στιγματιστεί από κάτι απ’ τα δύο ή κι απ’ τα δύο. Διαφαίνονται μέσα μας τα σκιαγραφημένα στίγματα που έμειναν απ’ την άδοξη κατάληξή τους και παραμένουν εκεί να μας ταλαιπωρούν. Δεν είναι διόλου εύκολο να διαγράψεις στιγμές, εικόνες, γεύσεις, μυρωδιές, πρόσωπα, μέρη. Είναι αποτυπώματα ψυχής, νου και σώματος. Αγνοώντας τον κίνδυνο της έκθεσης, ξεχνάμε να βάζουμε-την τόσο σημαντική λογική- σε λειτουργία κι αμφιταλαντευόμαστε στο μπρος-πίσω και πάλι ξανά απ’ την αρχή. Αδυνατούμε να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτό που συνέβη είχε τ’ όνομά του και ήρθε το τέλος του.

Τι γίνεται όμως όταν βρισκόμαστε σε μια συναισθηματική ομηρία; Πώς καταφέρνουμε ν’ απεγκλωβιστούμε απ’ αυτήν; Βασικά, το προσπαθούμε ή τ’ αφήνουμε εν τέλει στη μοίρα του; Μήπως, υποσυνείδητα, μας ευχαριστεί ο πόνος που προκαλείται απ’ την αδυναμία μας ν’ απελευθερωθούμε; Πόσες φορές έχουμε νιώσει εκείνο το ψυχολογικό ζόρι αλλά παράλληλα φεγγίζει κι ένα φως μαζί του; Πρόκειται για συναισθηματική «ανωμαλία» ή είναι κάτι φυσιολογικό; Πάσχουμε από έλλειψη αυτό-αγάπης ή αντέχουμε να πειραματιζόμαστε στον πόνο μέχρι να βγούμε nock out;

Φανταζόμαστε ότι μπορούμε να το ελέγξουμε αλλά δεν τα καταφέρνουμε. Προσπαθούμε να οριοθετηθούμε κι αποτυγχάνουμε. Αντιλαμβανόμαστε τη ζημιά που γίνεται κι αφηνόμαστε ως ψυχροί παρατηρητές, βλέποντάς τη να εξελίσσεται. Υποσχόμαστε κάθε φορά στον εαυτό μας ότι δε θα επιτρέψουμε να ξανασυμβεί και μόνιμα αθετούμε την υπόσχεση αυτή. Τι γίνεται; Γιατί είναι τόσο δύσκολο;

Μέρος του εαυτού μας, αν όχι ολόκληρος, αποτελείται από κομμάτια καλών και κακών αναμνήσεων κι αυτό είναι κάτι που ασκεί μεγάλη επιρροή πάνω μας. Οι αναμνήσεις συνδέονται με στιγμές κι οι στιγμές μας επαναφέρουν στο πριν. Το πριν συναντά το συναισθηματικό δέσιμο που υπήρχε κι έτσι προκαλείται αυτή η συναισθηματική ομηρία που άλλοτε μπορεί να ήταν και συναισθηματική ευφορία. Όπως και να’ χει, αυτό που συνήθως είναι δυσκολότερο ν’ αποχωριστούμε είναι το συναίσθημα που συνδέεται με τον πόνο, την απόρριψη, την προδοσία και το ανολοκλήρωτο.

Θέλοντας και μη, πολλές φορές βρισκόμαστε αγκιστρωμένοι σ’ ένα ή περισσότερα συναισθήματα που μας κάνουν να νιώθουμε δύσκολα, περίεργα, διπολικά, κυκλοθυμικά, διαλυμένα κι ενώ θα μπορούσαμε να έχουμε βρει λύση, μένουμε ως εκκρεμές κι ακουμπάμε μόνιμα στους δυο πόλους του. Ίσως είναι η ανάγκη μας να κρατήσουμε το τελειωμένο, ζωντανό. Μπορεί να νομίζουμε ότι, κρατώντας τους εαυτούς μας προσκολλημένους συναισθηματικά σ΄αυτό που θέλουμε να διώξουμε, αυξάνουμε τις πιθανότητες να δείξουμε πόσο ευάλωτοι είμαστε. Πιθανό είναι και να μας αρέσει ο πόνος γιατί είναι κι αυτός ένα συναίσθημα που σκουντά και ταρακουνά. Θα μπορούσε κιόλας, αυτή η εσωτερική φωνή, που μας καλεί να το τελειώσουμε, να είναι τόσο δυνατή, που όσες μουσικές κι αν βάλουμε στη διαπασών, θα υπερβαίνει όλων αλλά και πάλι θα κάνουμε πως δεν την ακούμε.

Κάποια πράματα ελέγχονται και κάποια όχι. Κάποια δέχονται βοήθεια και κάποια είναι ανεπίδεκτα αυτής. Κάποιες φορές νιώθουμε ότι έχουμε βρει τη διέξοδο και προχωράμε προς αυτήν και στον δρόμο συνειδητοποιούμε ότι κάνουμε φαύλους κύκλους. Υπάρχουν αυτοί που θέλουν να μας βλέπουν έτσι κι υπάρχουν κι αυτοί που κάνουν ό,τι μπορούν για να μας δείξουν «the way out». Το μούδιασμα παραμένει κι η αμφιβολία όλο και μεγαλώνει. Οι σκέψεις κατακλύζουν τον εγκέφαλο και προσπαθούν να μπουν σε τάξη και να βοηθήσουν την καρδιά να απαλύνει αυτό το χαοτικό μπλοκάρισμα.

Η μητέρα μου στα δύσκολα μου έλεγε πάντα: «Ό,τι δεν μπορείς να διώξεις από μέσα σου, βρες τρόπο να συμφιλιωθείς μαζί του. Κάποια πράματα δεν ξεπερνιούνται, απλώς προσπερνιούνται και μαθαίνουμε να ζούμε μ’ αυτά.» Δεν είχα αντιληφθεί ποτέ πόσο επικαιροποιημένη ήταν αυτή η ψυχοσυναισθηματική της κατεύθυνση. Μέσα σ’ εκείνα τα λόγια, που ηχούν πάντα μέσα μου όταν βρίσκομαι όμηρος συναισθηματικά, κρύβεται όλη η αλήθεια του «έτσι έχουν τα πράματα». Δε χρήζουν όλα πάλης. Χρήζουν αποδοχής. Της υπέρτατης μάλιστα. Αυτής που στο τέλος βρίσκει τη θέση της ειρηνικά κι εγκαθίσταται.

“Maybe, you’re stuck because you’re pushing a door that says pull”. (Unknown)

 

Συντάκτης: Τιτή Μητσοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου