Ο Henri Nouwen μέσα απ΄τους πολλαπλούς ρόλους της ζωής του, κατάφερε να μεταλαμπαδεύσει στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό αλλά και μέσω του έμπρακτου βίου του, τη δύναμη της μιας εκ των μοναδικών ιδιοτήτων μας: την ακρόαση. Δεν έμεινε όμως μόνο εκεί. Την εξέλιξε σε διαπροσωπική ένωση με ιδιαίτερα πνευματικό τρόπο. Κατάφερε να τη μετατρέψει σε πνευματική οικοδεσποσύνη. «Η ακρόαση είναι μια μορφή πνευματικής φιλοξενίας, με την οποία προσκαλείτε αγνώστους να γίνουν φίλοι, να γνωρίσουν καλύτερα τον εσωτερικό τους εαυτό, ακόμη και να τολμήσουν να μείνουν σιωπηλοί μαζί σας».

Οι περισσότεροι από εμάς πιστεύουμε ότι το ν’ ακούμε είναι εύκολο. Ισχύει όμως; Ακούμε πραγματικά; Βάζουμε τον εαυτό μας σ’ εκείνο το status ώστε να γίνουμε εκ βαθέων ακροατές; Αν διενεργούσαμε άτυπα γκάλοπ με σκοπό να εντοπίσουμε τον χρόνο που διαθέτουμε στο ν’ακούμε τους άλλους, κατά πάσα πιθανότητα, τα ποσοστά θα ήταν υψηλά. Αν όμως δε βιαζόμασταν και δίναμε λίγο χρόνο στο να σκεφτούμε κατά πόσο είμαστε όντως παραδομένοι σ’ αυτή τη συνθήκη όταν ο άλλος μας μιλάει, θα βλέπαμε ότι δεν εξαντλούμε όλες τις δυνατότητες που προσφέρει η ακρόαση.

Οι βασικοί ρόλοι σ’ αυτήν είναι δύο. Αυτός του ομιλητή κι αυτός του ακροατή. Κερδίζουν αδιαμφισβήτητα κι οι δύο, αν μπορέσει να επιτευχθεί η μεταξύ τους αμφίδρομη λειτουργία. Ο βασικός μοχλός που θα πρέπει να ενεργοποιηθεί για να καταφέρουμε να φτάσουμε στο σημείο που ορίζει ο Henri Nouwen, είναι η αμεροληψία κι η διαύγεια νου. Δεν μπορεί κανείς να κατοικεί στον δικό μας εσωτερικό κόσμο, να μπορεί να ακούσει τις ενδόμυχες σκέψεις μας, ούτε και να νιώσει τα καλά κρυμμένα συναισθήματά μας- εκτός κι αν του το επιτρέψουμε.

Η σχέση που αναπτύσσεται στηρίζεται στο συναινετικό δούναι και λαβείν. Προϋποθέτει απουσία λογοκρισίας κι αποδοχή, προκειμένου η μεταφορά λέξεων, παραστάσεων κι εικόνων να γίνει η ίδια πραγματικότητα και γι’ αυτόν που ακούει. Ανοίγονται νέοι κώδικες επικοινωνίας, προσφέρονται καινούριες δραστηριότητες στα κύτταρα του εγκεφάλου μας και οι ορμόνες της χαράς βρίσκονται σε πλήρη έκσταση γιατί εντείνεται η ανάγκη προσφοράς. Ενστερνιζόμαστε σε πλήρη βαθμό αυτό που μας μεταφέρεται ως άκουσμα και γίνεται συναίσθημα.

Ο χρόνος κι ο χώρος που προσφέρουμε στον ομιλητή για να μπορέσουμε να βιώσουμε όλα τα παραπάνω, είναι απαραίτητος. Είναι η βασική αφετηρία για να χρησιμοποιήσει το «πάσο» που χρειάζεται και να ξεκινήσει ν’ ανοίγεται και να μιλάει. Δε χρειάζεται να έχουμε πτυχίο ψυχοθεραπευτή ή ειδικές γνώσεις. Αρκεί που είμαστε εκεί. Η μέγιστη ανάγκη να εισακουόμαστε και να γινόμαστε βαθιά αντιληπτοί γίνεται πρωτοστάτης. Επικρατεί το συναίσθημα «θέλω να σου μιλήσω για να μ’ ακούσεις και να με νιώσεις χωρίς να με κρίνεις». Πολλές φορές κι η απόλυτη σιωπή συμπεριλαμβάνεται στην ακρόαση. Η λεγόμενη ενεργητική ακρόαση. Μια δύσκολη στιγμή, ένα δυσάρεστο γεγονός που μας προκαλεί δυσθυμία κι εκνευρισμό είναι από τις περιστάσεις που θα θέλαμε να μην πούμε τίποτα απολύτως.

Ως διαδικασία, η ακρόαση προπονεί το μυαλό μας ώστε να μειώνει την ανάγκη ν’ αποδείξει με επιχειρήματα έναν αντίλογο. Πάντα θα υπάρχει κάτι να πούμε. Το κλειδί είναι να μην πούμε τίποτα και ν’ αφήσουμε τη ροή του λόγου του ομιλητή να κυλά αβίαστα κι ανεπηρέαστα. Κρατώντας τη σκέψη μας και την αντίρρησή μας ανείπωτη, αφήνουμε όλο το πεδίο ελεύθερο για ν΄ακουστούν πράματα που ίσως δεν έχουμε ξανακούσει. Με κάποιον περίεργο τρόπο, ρίχνουμε το εγώ μας κι εξυψώνουμε την αντίληψη ως προς την επιθυμία του ομιλητή ν’ ακουστεί χωρίς διακοπή. Δε θα ήταν διόλου απίθανο, αν βρίσκαμε κι εμείς οι ίδιοι λύσεις σε ζητήματα που μας απασχολούν, την ώρα της ακρόασης. Τροφοδοτείται παράλληλα κι η υπομονή μας, που αν μη τι άλλο, κατατάσσεται σε μία απ’ τις μεγαλύτερες αρετές που μπορεί να χαρακτηρίζει έναν άνθρωπο.

Αν μπορούσαμε να εξασκηθούμε στην τόσο ωφέλιμη ακρόαση, θα βρισκόμασταν μπροστά σε νέες δυνατότητες του χαρακτήρα μας. Το άδειασμα των σκέψεών μας, ο κατευνασμός του μυαλού και η πλήρης προσήλωση προς τον ομιλητή, αφορούν όλα χαρακτηριστικά της δύναμης της ακρόασης. Είναι εκείνη η στιγμή που φιλοξενούμε μέσα μας τις σκέψεις κάποιου άλλου, ακούμε μέσω αυτών και την καρδιά και προσφέρουμε κάτι πολύ σημαντικό και συνάμα αμοιβαία καλό. Την αποδοχή. Τιθασεύοντας την αυτόματη απόκριση και σχολιασμό σε κάτι που θα ακούσουμε, προωθούμε την ακουστική ανιδιοτέλεια που κατοικεί μέσα μας.

Αρκετές είναι οι φορές που κάνουμε χρήση των εύκολων εναλλακτικών. Ταυτίζουμε την αποστασιοποίηση με τη διακριτικότητα, καθώς πιστεύουμε πως μ’ αυτόν τον τρόπο θα βοηθήσουμε τον ομιλητή. Γινόμαστε δέσμιοι των εσωτερικών μας πεποιθήσεων και μπλοκάρουμε τα διαπροσωπικά πεδία που δημιουργούνται μέσω της ακρόασης, που μπορούν να προσφέρουν ανακωχή, ευχαρίστηση κι ουσιαστική κατανόηση. Δεν είναι απαραίτητο να μας ζητηθεί ν’ ακούσουμε τον άλλον. Αρκεί να κάνουμε φανερό ότι είμαστε διαθέσιμοι γι’ αυτόν.

Πριν βγούμε στον κόσμο αυτό, κατοικούσαμε πολλούς μήνες σ’ ένα απόλυτα προστατευμένο και τέλειο περιβάλλον που το να ακούμε και να ακουγόμαστε ήταν ζωτικής σημασίας. Και μάλιστα σχετικά παθητικά. Ως έμβρυα είχαμε άπειρα ερεθίσματα ακρόασης που συμπεριλάμβαναν ήχους από παντού. Εντός κι εκτός της μήτρας. Αυτό και μόνο, είναι αρκετό για να καταλάβουμε ότι η ακρόαση, την οποία αφουγκραστήκαμε αυτούσια, απρόσκλητα, αδιάκοπα κι ολοκληρωτικά, από την πρώτη στιγμή της ύπαρξής μας, αποτελεί μια έμφυτη λειτουργία μας. Δεν μένει παρά να τη διατηρούμε αφυπνισμένη έτσι ώστε να κρατάμε ζωντανή την αίσθηση του πόσο φυσιολογικό και ελπιδοφόρο είναι «να ακούς».

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Τιτή Μητσοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου