Η σχολική μας ζωή ξεκινάει από τότε που πηγαίναμε στο Νηπιαγωγείο. Μέχρι και το Λύκειο μας τύχαιναν διάφορα, έρωτες, καβγάδες, απογοητεύσεις, πίεση, βαθμοί, εξετάσεις. Πού χρόνος για χαλάρωση και καφέδες. Ίσα-ίσα που προλαβαίναμε να βάλουμε μια μπουκιά φαΐ στο στόμα και να ‘μαστε πάλι στους δρόμους για να προλάβουμε τα σερί φροντιστήρια που ακολουθούσαν. Μετά πάλι πίσω στο σπίτι διάβασμα, μαμ, κ… (ξέρετε) και νάνι.

Και κάπως έτσι κυλούσε η ζωή μας, γρήγορα και σχεδόν αδιάκοπα. Η σχολική ζωή μας, όμως, ήταν αυτή που ενδεχομένως καθόρισε και στιγμάτισε τη φοιτητική. Αυτή τη ζωάρα που περιμέναμε πώς και πώς να ζήσουμε. Και τη ζήσαμε.

Εδώ που τα λέμε, η φοιτητική μας ζωή χαρακτηρίζεται ίσως από 2 πράγματα. Από το «Χαλαρά! Η ζωή είναι ωραία, χαλαρά» -κάπου εδώ πίναμε και μια ωραιότατη γουλιά καφέ- και από το «Ωχ! Αύριο γράφουμε» –και κάπου εδώ μας καθόταν η φραπεδιά στο λαιμό. Στην ξάπλα μας, λοιπόν, στο γνωστό φοιτητικό στέκι, μας ερχόταν η αναλαμπή ότι μια εργασία ή μια εξέταση πλησιάζει απειλητικά. Μαζεύαμε άρον-άρον τα κομμάτια μας, τα μυαλά μας και κατευθυνόμασταν προς το μονόδρομο της καρδιάς μας· τη βιβλιοθήκη.

Η αλήθεια είναι, πως η βιβλιοθήκη είναι αναπόσπαστο κομμάτι της φοιτητικής ζωής. Τη λες και σταθμό, μιας και όλοι μας περάσαμε από ‘κει έστω και μια φορά, ακόμα και καταλάθος. Το ορόσημο, λοιπόν, της φοιτητικής μας ζωής δεν είναι οι καφετέριες και τα μπαράκια, όχι για όλους τουλάχιστον. Έχουμε λιώσει άπειρες ώρες και σ’ αυτή, κάνοντας όμως κάτι λιγάκι πιο παραγωγικό. Φάγαμε τη μισή μας ζωή σε αυτό το μέρος του Πανεπιστημίου, μα καταβάθος το λατρεύουμε. Μπαίναμε μέσα πρωί και βγαίναμε βράδυ. Τόσες πολλές ώρες περνούσαμε εκεί μέσα, που καμιά φορά βλέπαμε τοίχο αντί για ράφια από βιβλία και μπερδευόμασταν. Δεν πα’ να ‘χει έξω 40 βαθμούς ή να βρέχει καλεκροπόδαρα; Εμείς εκεί ακάθεκτοι και ξάγρυπνοι, ξημεροβραδιαζόμασταν για το πολυπόθητο χαρτί.

Τα καλύτερα γέλια όμως, τα κάναμε εκεί. Απ’ αυτά τα απαγορευμένα που κρατάς μέσα σου λες και θα σκάσεις. Πόσες φορές έτυχε και σ’ εσάς να πάτε για διάβασμα με την παρέα και ερχόταν, όλως τυχαίως, εκείνη η στιγμή που δεν μπορούσατε να κρατηθείτε από τα γέλια;

Πεθαίναμε στα χαχανητά και προσπαθούσαμε να το καταπιούμε αυτό το γέλιο αλλά μάταια καθώς φαίνεται, αφού μας άκουγαν όλοι. Άλλοι κρυφογελούσαν κιόλας ενώ άλλοι -οι πιο μελετηροί- έκαναν το κλασικό «σουυτ». Κι εμείς φυσικά γελούσαμε ακόμη περισσότερο. Όχι από κοροϊδία αλλά να, ένα νευρικό γέλιο μας έχει πιάσει όλους σε μια ακατάλληλη στιγμή, οπότε καταλαβαίνετε. Γιατί το φλερτ; Έλα τώρα που και καλά πήγαινες για διάβασμα και τσέκαρες το γκομενάκι στη γωνία κι έπαιζες κανένα τρίωρο με ματιές αντί να αποστηθίσεις έστω και μισή γραμμή. Εξεταστική σου λέει μετά. Ποια εξεταστική όταν στη βιβλιοθήκη συχνάζουν τα καλύτερα μωρά;

Εγώ τώρα θα το παραδεχτώ κι ας με συγχωρέσει ο βιβλιοθηκάριος του Πανεπιστημίου, αλλά να, την έφαγα τη σαντουιτσάρα μου ένα μεσημέρι που δεν άντεχα άλλο κι ήπια και το χυμό μου. Παρ’όλο που ήξερα πως δικαιούμαι μόνο νερό. Αλλά εντάξει, έχω ελαφρυντικό το ότι δεν το έκανα μόνο εγώ. Έτσι δεν είναι; Εδώ ένας άλλος είχε πάρει παστίτσιο κι έλεγε «είναι της μάνας μου ρε, αμαρτία να μην το φάω» ε, και το έτρωγε ο άτιμος τι να έκανε, να πρόσβαλε τη μάνα του; Ντροπή καλέ.

Μα κάτι άλλο τώρα. Τις ακούτε κι εσείς τις φωνές που λένε «κάθισε τον απ’ αυτό σου κάτω αλλιώς δε θα βγει η χρονιά»; Γιατί πολλοί μάλλον τις ακούνε, αφού βλέπω και τους απ’ αυτούς κάτω και τα κεφάλια σκυφτά πάνω σ’ ένα βιβλίο, ή και σε πέντε, ανάλογα την ύλη.

Το καλύτερο όμως που μπορεί να σου τύχει στη βιβλιοθήκη -και να γίνεις λιγάκι ρεζίλι- είναι αυτό με τ’ ακουστικά. Σας έτυχε ποτέ να κάθεστε ωραία και καλά, να κάνετε την έρευνά σας και ξαφνικά να ακούτε από κάπου όπερα, ή έστω, κάτι σε μπουζούκια; Γιατί δεν ξέρω για εσάς πάντως οι φοιτητές του Πανεπιστημίου κάνανε τη βιβλιοθήκη μπαξέ. Απ’ όλα έχει!

Μπορεί να τύχει το άλλο, να έχει βάλει, ας πούμε, ένας τύπος τα ακουστικά στ’ αυτιά να ακούει μουσική -κύριος, μη τυχόν ενοχλήσει και χάσουν οι υπόλοιποι τον ειρμό τους- και όλοι γύρω να ακούμε καψουροτράγουδα. Ωραία κι αυτά, αλλά δεν είχαμε γαρύφαλλα βρε αδερφέ και καψούρα χωρίς γαρύφαλλο δε λέει. Εε και δεν πετάξαμε τίποτα, τι να πετούσαμε δηλαδή; Βιβλία; Και να σου τα γέλια και τα χαχανητά, κλαίγαμε μέχρι δακρύων. Ο καημένος δεν είχε πάρει είδηση αλλά πολύ το διασκεδάσαμε.

Όμορφες μέρες. Δύσκολες αλλά όμορφες. Είναι από εκείνες τις φορές που λες δεν αντέχω άλλο διάβασμα, δε χωράνε άλλες γνώσεις κι όμως, όταν επισκεφτείς τη βιβλιοθήκη κάτι συμβαίνει και αλλάζει το κλίμα. Είναι όμορφη η φοιτητική ζωή. Αυτή ακριβώς όμως, που σε βρίσκει στη βιβλιοθήκη η ώρα μία το ξημέρωμα. Να μην ανοίγει το μάτι απ’ τη κούραση και τη νύστα, αλλά εσύ εκεί πείσμα να τη βγάλεις την ύλη.

Στη βιβλιοθήκη λοιπόν, δεν πάμε μόνο για να το παίξουμε επιστήμονες, ούτε φυσικά για να ρίξουμε ένα ξεσκόνισμα στα βιβλία. Πάμε γιατί νιώθουμε οικεία. Νιώθουμε το ίδιο πράγμα με άλλα τόσα άτομα, άγνωστα μεν συμπάσχοντα δε. Όλα τα κάναμε στη βιβλιοθήκη, παράνομα και μη, όπως κι ο φίλος μας με το παστίτσιο. Αξέχαστος θα μείνει. Και η μάνα του φυσικά, γιατί αυτό το πράγμα μας είχε σπάσει τη μύτη.

Να πηγαίνετε στη βιβλιοθήκη της σχολής σας, να περνάτε ωραία αλλά πάντα με σεβασμό. Καλά αν πεινάσετε εγώ σας λέω να φάτε αλλά μη με δαχτυλοδείξετε αν σας πετάξουν έξω. Εγώ έτρωγα, έπινα, γέλαγα, αλλά κρυφά και μετά έφευγα. Όσο και να απομακρυνόμουν όμως, το χαμόγελο έμενε εκεί. Χαιρόμουν, γιατί μέσα στη σχεδόν προβλέψιμη καθημερινότητά, είχα αυτό το μέρος που προσέφερε άθελα του έναν μικρόκοσμο. Έναν μικρόκοσμο με πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους, που όμως είχαν ίδιες φιλοδοξίες. Η επιτυχία είναι ο στόχος και η βιβλιοθήκη ο μονόδρομος προς αυτόν· το ορόσημο της φοιτητικής μας ζωής.

 

Συντάκτης: Τζένη Άστρα
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου