Είναι μία από εκείνες τις μέρες που έξω βρέχει, φυσάει και κάνει κρύο και το μέσα σου δε διαφέρει καθόλου απ’ αυτό που συμβαίνει έξω. Η καταιγίδα μαίνεται και για να καταλαγιάσει πρέπει να την αφήσεις να ξεσπάσει. Τα σύννεφα που μάζευες ήρθε η ώρα να τα αντιμετωπίσεις, ήρθε η ώρα που δε χωράνε άλλα στον ουρανό σου και πρέπει να βραχείς.

Δεν είναι κάτι συγκεκριμένο που σου προκάλεσε αυτή τη διάθεση. Ίσως μια απλή, ασήμαντη κουβέντα, ίσως κι ένα τραγούδι, ίσως κι η μοναξιά που σε δέρνει τελευταίως. Και τα «γιατί» αρχίζουν να πέφτουν βροχή. Είναι οι ώρες εκείνες που σε έχουν εγκαταλείψει θεοί και δαίμονες και παλεύεις να βγεις αλώβητος απ’ την καταιγίδα, να μην αφήσεις να σε πνίξει αλλά να μπορέσεις να τη νικήσεις εσύ.

Ανάβεις το ένα τσιγάρο μετά το άλλο κι αναπολείς στιγμές που έφυγαν και χάθηκαν στο χρόνο. Όλες εκείνες τις φορές που αντί να τα κάνεις όλα πουτάνα χαμογελούσες κι έλεγες δεν πειράζει θα περάσει κι αυτό. Τους δεχόσουν τους άλλους κι ανεχόσουν τις μαλακίες τους κι ας μην καταλάβαινες. Καμιά φορά, έλεγες, δε χρειάζεται να καταλάβεις. Χρειάζεται απλώς να τον δεχτείς τον άλλον και τις πράξεις του και θα έρθει η ώρα που θα μπορείς να κατανοήσεις ή που θα είναι σε θέση να σου εξηγήσει. Ίσως, φυσικά, και να μην καταλάβεις ποτέ τελικά, αλλά τι πειράζει;

Είναι στιγμές που η αποδοχή είναι σημαντικότερη από την κατανόηση. Είναι κάποιες καμπές στη ζωή μας που η λογική παραχωρεί το πηδάλιο στο συναίσθημα και στις ορμές της στιγμής και δεν μπορείς να εξηγήσεις πώς και γιατί σε κανένα. Επειδή απλώς δεν υπάρχει εξήγηση. Φάση είναι που θα περάσει. Και το μόνο που χρειάζεσαι εκείνη τη στιγμή είναι έναν αθόρυβο παρατηρητή, όχι κριτή, απλώς παρατηρητή.

Είναι σκληρό κι άδικο πλάσμα ο άνθρωπος και σε κάτι τέτοιες στιγμές είναι που το αντιλαμβάνεσαι. Σκέφτεσαι πόσες φορές πέταξες κι εσύ την ατάκα «Δε σε καταλαβαίνω, ρε φίλε». Τώρα συνειδητοποιείς ότι δεν ήθελε να τον καταλάβεις ο άλλος. Να τον αποδεχτείς τη δεδομένη στιγμή ήθελε, έτσι όπως ήταν, στις μαύρες του για να νιώσει ότι δεν τα έχει χάσει τελείως.

Δε θέλεις κάποιον να πάρει το ρόλο του κριτή ούτε να προσπαθήσει να βάλει μπρος τη λογική σου. Το λογικό το ξέρεις και μόνος σου, αλλιώς δε θα γινόταν τέτοια πάλη μέσα σου. Καμιά φορά το λογικό δεν είναι αυτό που χρειάζεσαι. Καμιά φορά πρέπει να παρανοήσεις και να παραφερθείς, να βγεις απ’ την comfort zone σου και να παραβιάσεις τα κόκκινα φανάρια που σου βάζει το μυαλό για να μπορέσεις να επαναπροσδιοριστείς.

Ο άλλος, όμως, εκεί. Θέλει να γίνει ο σωτήρας σου και καταλήγει να γίνεται ο θύτης σου. Δε σε καταλαβαίνει, σε βγάζει τρελό και σε μειώνει μη γνωρίζοντας ότι πρώτος εσύ έχεις μειώσει κι έχεις μαστιγώσει τον εαυτό σου. Κι όσο προσπαθεί να σε λογικεύσει, τόσο πιο πολύ σε σπρώχνει να κρυφτείς στο καβούκι σου και να κλειστείς στον εαυτό σου.

Κι όσο περισσότερο κλείνεσαι, τόσο μεγαλώνει το παράπονο και τόσο χάνεσαι στις σκέψεις σου. Πεισμώνεις και θυμώνεις για όλα όσα σου πάνε κόντρα και γίνεσαι αγρίμι έτοιμο να επιτεθεί στο καθετί. Το ‘χεις απωθημένο ν’ ακούσεις έστω και μια φορά κάποιον να λέει «κάνε αυτό που θες και μη σε νοιάζει» θα τη βρεις την άκρη στο τέλος.

Άπειρες διαδρομές είναι η ζωή. Δεν είναι ένας δρόμος γεμάτος ευθείες. Θα πέσεις και σε αδιέξοδα και θα αναγκαστείς να γυρίσεις πίσω. Θα επιλέξεις χαλικόδρομους κι ας υπάρχουν ευκολότερες εναλλακτικές και θα βρεθείς και σε αχαρτογράφητες περιοχές.

Είναι μια πορεία, όμως, την οποία πρέπει να κάνεις και στην οποία θα έπρεπε να έχεις το λόγο μόνο εσύ. Μην περιμένεις κανέναν να σε πάρει απ’ το χέρι ή να σε ακολουθήσει. Είναι κάτι το οποίο πρέπει να κάνεις μόνος σου.

Συντάκτης: Γεωργία Ευστρατίου
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου