Μόλις η Άννα τελείωσε το μεταπτυχιακό που έκανε στην Αγγλία, επέστρεψε στην Ελλάδα κι έπιασε δουλειά σε μία μεγάλη δικηγορική εταιρία. Ήταν Καλοκαίρι, εποχή αδειών κι έτσι δεν είχε γνωρίσει όλους τους συναδέλφους της.
Ένα πρωί καθώς περίμενε το ασανσέρ στο ισόγειο, στάθηκε δίπλα της μία επιβλητική παρουσία που δεν είχε συναντήσει όσο καιρό δούλευε εκεί.
«Νίκος», της είπε και της έδωσε το χέρι του χαμογελώντας.
Του συστήθηκε κι εκείνη και μπήκαν μαζί στο ασανσέρ. Προς έκπληξή της διαπίστωσε ότι όχι μόνο δούλευαν στον ίδιο όροφο, αλλά και σε διπλανά γραφεία.
Ο Νίκος εργαζόταν στην εταιρία έξι χρόνια και για ό, τι αφορούσε ζητήματά του ορόφου ήταν υπεύθυνος εκείνος. Η Άννα πάλι, ούσα εθισμένη στη δουλειά, έφευγε εννιά και δέκα το βράδυ προσπαθώντας να βάλει σε μια τάξη όση περισσότερη χαρτούρα γινόταν.
Φυσικά αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από εκείνον, που άρχισε να την πολιορκεί και να της ζητάει να βγουν για φαγητό.Τηλεφωνήματα και μηνύματα σε ώρες εκτός γραφείου έδειχναν την επιμονή του, την έκαναν ωστόσο να αισθάνεται άβολα γιατί δεν ήξερε τις πραγματικές προθέσεις του.
Μετά από ενάμιση μήνα προσπαθειών του Νίκου και απανωτών «όχι» της Άννας, βγήκαν.
Από εκείνο το βράδυ και για τους επόμενους οχτώ μήνες ήταν αχώριστοι αφού πρώτα είχαν συμφωνήσει να μείνει κρυφή η σχέση τους.
Όλο αυτό το μυστήριο προκειμένου να μη μαθευτεί από τους υπόλοιπους συναδέλφους, λειτουργούσε ως αφροδισιακό για εκείνους. «Πεταχτά» φιλιά στο ασανσέρ, mail ερωτικού περιεχομένου και χαμόγελα όταν δεν έβλεπε κανείς, τους έκαναν να αισθάνονται σαν έφηβοι.
Η Άννα έμαθε καλύτερα τη δουλειά δίπλα του αφού τις ώρες που δε δούλευαν στην εταιρία, το έκαναν στο σπίτι με το Νίκο να γίνεται σιγά σιγά ο μέντοράς της.
Δεν παραπονέθηκε ποτέ για τις ατέλειωτες υπερωρίες, γιατί κι αυτές τις δούλευαν μαζί, ούτε είχαν σκηνές ζηλοτυπίας καθώς μπορούσε ο ένας να «επιβλέπει» τον άλλο.
Όσα έκαναν όμως εκτός δουλειάς περικλείονταν στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού, αφού απαγορεύονταν οι δημόσιες εμφανίσεις για να μην τους δει κάποιος συνάδελφος. Πράγμα που μετά από κάποιο διάστημα τους κούρασε. Δεν μπορούσαν να πάνε μια βόλτα μαζί, ούτε να χαρούν μια βραδινή έξοδο καθότι ο κόσμος είναι μικρός κι αν τους πετύχαινε οποιοσδήποτε υπάλληλος της εταιρίας, την επόμενη μέρα θα το ήξεραν όλοι.
Δεν ήταν αυτό ωστόσο που τους ενοχλούσε τόσο, όσο το ότι σε τέτοιου είδους επιχειρήσεις υπάρχει ένας άγραφος νόμος που απαγορεύει τη σύναψη σχέσεων μεταξύ υπαλλήλων. Κι ας είναι τις περισσότερες φορές φυσικό επακόλουθο γι’ ανθρώπους που περνούν εκεί το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας τους.
Έχει αποδειχτεί από έρευνες, πως η Ελλάδα κρατάει τα σκήπτρα σ’ αυτού του είδους τις σχέσεις, επισημαίνοντας επίσης πως δε διαρκούν πάνω από έξι μήνες.
Ο Νίκος και η Άννα όμως δεν καταλάβαιναν από αριθμούς. Μιας και ήταν μαζί σχεδόν ένα χρόνο και ήταν σίγουροι ο ένας για τον άλλο, αποφάσισαν να το ανακοινώσουν επίσημα, πριν τους αντιληφθούν διάφοροι «καλοθελητές» και φτάσει στ’ αυτιά του διευθυντή.
Για να αποφευχθούν παρόμοια κρούσματα, ο Νίκος μετατέθηκε σε άλλο τμήμα της εταιρείας, όσο το δυνατόν πιο μακριά από την Άννα. Δεν ήταν όμως λίγοι εκείνοι που σχολίασαν πως εκείνη χρησιμοποίησε το Νίκο για να ευνοηθεί κοντά του επαγγελματικά. Ακόμη έλεγαν με σιγουριά πως στην πραγματικότητα δεν είναι ερωτευμένη μαζί του.
Τα σχόλια έδιναν κι έπαιρναν στην εταιρία και η προσωπική τους ζωή είχε μπει στο στόχαστρο των υπαλλήλων.
Ο γάμος τους έγινε μετά από έξι μήνες. Δύο μέρες πριν παραιτηθούν και φύγουν για πάντα στην Αγγλία.