Ένα απ’ τα λάθη που δεν μπορώ να διορθώσω  –μεταξύ μας ούτε επιδιώκω– είναι το κριτήριό μου στην αξιολόγηση ενός ανθρώπου ως όμορφου ή άσχημου, ως εμφανισιακά αποδεκτού σύμφωνα με τις εκάστοτε επιταγές της μόδας ή όχι.

Αρχικά ας παραδεχτούμε πως όλοι έχουμε πιάσει τον εαυτό μας να εντυπωσιάζεται από έναν όμορφο φυσιογνωμικά άνθρωπο. Όπως και να μη ρίχνει δεύτερη ματιά σε εκείνον που κατά την κρίση του καθενός μας θεωρεί άσχημο.

Τρεις λέξεις μου έρχονται στο μυαλό: Πεζό, φτηνό και λίγο. Όχι, δεν πρόκειται να προσποιηθώ πως δεν επηρεάζομαι απ’ την εξωτερική εμφάνιση ενός ανθρώπου. Όχι, δεν πρόκειται να προσποιηθώ και να γράψω ψεύδη πως θα κοιτάξω κάποιον για δεύτερη φορά, αν δε μ’ αρέσει. Όμως όλα αυτά σε ένα πρωταρχικό χλιαρό και κυρίως αδιάφορο πρώτο επίπεδο.

Βιώνουμε και βολευόμαστε στην εποχή που η εικόνα είναι δυνατότερη του λόγου. Ποιου λόγου; Του εσωτερικού λόγου, της έκφρασης και κατ’ επέκταση της αντανάκλασης της ψυχής. Ποιος νοιάζεται ή καλύτερα ποιος θα επιβαλλόταν να νοιάζεται; Όλοι μας.

Ας προσπεράσουμε το πρώτο στάδιο της εμφάνισης κι ας προσεγγίσουμε την στιγμή της γνωριμίας: κατ’ ουσίαν. Έχω αυτή τη περίεργη συνήθεια να χαρακτηρίζω έναν άνθρωπο απ’ τον εσωτερικό του κόσμο και μόνο. Μπορεί να ‘ναι η πιο όμορφη, γυμνασμένη, καλοντυμένη γυναίκα κι όλα τα συναφή αλλά αν δεν έχει μια καθαρή ψυχή δεν την θεωρώ ούτε όμορφη ούτε κομψή ούτε τίποτα. Αυτό ακριβώς: Τίποτα, άδειο, κενό.

Πώς το λένε; Καμία έκρηξη μοναδικότητας κι εντυπωσιασμού. Ναι, σίγουρα έχω βαθιά υποκειμενικές απόψεις αλλά με κουράζει ο οποιοσδήποτε παροδικός ενθουσιασμός με άσχημους, εσωτερικά μιλώντας, ανθρώπους.

Φταίει που αν όχι όλοι, οι περισσότεροι βιάζονται να τα ζήσουν όλα γρήγορα, να μεγαλώσουν αστραπιαία, να έχουν άποψη για τα πάντα, να συναναστραφούν με όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους φτάνοντας οριακά στο σημείο του απόλυτου σκοταδιού.

Το απόλυτο χάσιμο, η απόλυτη ένδεια μπρος στα μάτια σου παίρνει σάρκα κι οστά. Ο αλτρουισμός δίνει τη θέση του στη μισαλλοδοξία κι ο αέναος κύκλος δεν τελειώνει ποτέ.

Πού πήγαν εκείνοι οι άβγαλτοι άνθρωποι; Πού κρύφτηκαν όλοι εκείνοι που ενθουσιάζονται με μικροπράγματα, επιθυμούν να μάθουν, να γελάσουν, να αγαπήσουν και παραδέχονται ανοιχτά πως δεν έχουν ιδέα για τίποτα. Παραδέχονται την άγνοιά τους αλλά και τη θέλησή τους για ζωή. Έχουν κάτι ακριβό και πολύτιμο. Δε βιάζονται.

Σου χαμογελάνε με ένα πρωτόγνωρο και σπάνιο γέλιο. Χωρίς να θέλουν να τραβήξουν την προσοχή σου, χωρίς να φωνάζουν, χωρίς να χτυπιούνται, αλλά γλυκά και ντροπαλά σε κοιτάζουν με όλη την αθωότητά τους και σε ρωτάνε.

Όχι ποιος είσαι και τι θες απ’ τη ζωή τους. Όχι ποια είναι η δουλειά σου κι αν έχεις χρόνο και χρήματα για να τους εντάξεις στη ζωή τους. Δε θέλουν να πάτε για ψώνια, ούτε να δείτε τηλεόραση, ούτε να φλυαρήσετε για άλλους ανθρώπους.

Όλα αυτά τους αφήνουν παγερά αδιάφορους. Οι άβγαλτοι άνθρωποι έχουν κάτι μοναδικό κάτι σπάνιο σαν εκείνα τα σωτήρια άνθη που φυτρώνουν σε κάτι απόκρημνα βράχια αλλά αξίζει το παραμικρό ρίσκο επειδή σου σώζουν τη ζωή.

Σίγουρα τους συμπαθούν λίγοι άνθρωποι γιατί λίγοι είναι αυτοί που θα ασχοληθούν μαζί τους, για τους άλλους είναι απλά χάσιμο χρόνου. Αν έχεις γνωρίσει μερικούς από αυτούς τότε είσαι τυχερός. Αν έχεις ερωτευτεί, φιλήσει, αγκαλιάσει και δακρύσει γι’ αυτούς τότε σίγουρα έχεις βιώσει δόσεις ευτυχίας.

Στην συνύπαρξή σου με αυτούς τους ανθρώπους, θα δεις πως ίσως έχουν άγχος για το πώς να μιλήσουν, πώς να κινηθούν μέσα στο χώρο κι οι κινήσεις τους ενδεχομένως να ‘ναι σπασμωδικές. Ίσως ο λόγος τους να μην έχει συνοχή. Απ’ τη μια θέλουν να πουν πολλά και απ’ την άλλη σωπαίνουν.

Όμως σίγουρα αν περιμένεις θα αντιληφθείς πως είναι αντάξιοι των προσδοκιών σου και κάτι παραπάνω απ’ αυτό. Σε κοιτάνε με την ψυχή τους και σου μιλάνε χωρίς να σκέφτονται πως μπορεί να τους εκμεταλλευτείς ή να τους κάνεις κακό.

Δεν είναι ανόητοι αλλά αισιόδοξοι και γεμάτοι περιέργεια άνθρωποι τόσο που όταν σε εκτιμήσουν αφήνονται και λύνονται μπροστά σου χωρίς να καταλαβαίνουν πόσο ελκυστικοί είναι. Χωρίς να τους νοιάζει αν τους κοιτάει κάποιος απ’ το διπλανό τραπέζι. Έχουν μάτια μόνο για σένα. Δεν υποκρίνονται ποτέ, δεν ξέρουν τι σημαίνει αυτό.

Είναι είδη υπό εξαφάνιση. Ποιος τους κυνηγάει; Μα φυσικά όλοι εμείς που θέλουμε να τους εντάξουμε γρήγορα σε αυτή την πονηρή κι αισχροκερδή κοινωνία.

Τελείται το αντίστροφο. Αντί να γίνονται τα δικά μας πρότυπα για επιστροφή στην αθωότητα, θέλουμε με νύχια και με δόντια να τους αλλάξουμε σε κάτι άοσμο, μικρό κι επιβλαβές. Γιατί;

 

Επιμέλεια Κειμένου Όλγας Παραπραστανίτη: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Όλγα Παραπραστανίτη