Ας εκτεθούμε σε μια συζήτηση άνευ όρων. Ας διασαφηνίσουμε κι ας συμφωνήσουμε σε ένα πράγμα, σε ένα μόνο πράγμα, γιατί βαρέθηκα. Βαρέθηκα να αμαυρώνουν την απαράμιλλη αξία ενός συναισθήματος που μας κρατάει στη σκηνή σ’ αυτήν την ασπρόμαυρη ζωή.

Τον έρωτα. Όχι, δεν πρόκειται να υμνήσω τον έρωτα ούτε να μεγαλοποιήσω, να μελοποιήσω ή και να μοιρολογήσω για πράγματα που είναι ευρέως γνωστά.

Θέλω όμως να ρωτήσω: Πώς και ποιος; Πώς είναι δυνατόν να μιλάνε όλοι οι απανταχού παρόντες για τον έρωτα και να βγάζουν αυθαίρετα συμπεράσματα και ποιος τους έδωσε το δικαίωμα;

Ο έρωτας ήταν, είναι και θα είναι αέναος, αστείρευτος. Δε φοράει μάσκες, δεν έχει χρώμα, δεν μπορεί να σου μιλήσει με λόγια. Κι αν σου μιλήσει με λόγια θα ‘ναι λόγια κούφια. Γιατί ο έρωτας δεν έχει λόγια. Τα λόγια είναι για να γεμίζουν τα κενά. Τα λόγια είναι για να παραπλανούν.

Η καρδιά σε πηγαίνει σε πλοία, σε τρένα, σε αεροπλάνα, σε λεωφορεία, δε σε πηγαίνουν τα λόγια. Μ’ αυτή την τρυφερή έλξη που σε τραβάει κοντά του χωρίς να σε νοιάζει η ηλικία, η αψεγάδιαστη εμφάνιση ή το παχουλό πορτοφόλι του. Η μυρωδιά σου, η μυρωδιά του. Το χαμόγελό σου, το χαμόγελό του. Είναι υπεραρκετά για να σου εξασφαλίσουν μια θέση στον παράδεισο μέσα στα αξεπέραστα φιλιά του. Και θα δεις πως αυτά τα φιλιά δεν επαναδιατυπώνονται, δεν ξαναβρίσκονται. Κι όταν τα νιώσεις είναι σαν να γνωριζόσασταν μια ζωή. Πριν καν γνωρίσεις εσένα.

Γιατί αυτό είναι έρωτας. Ένα ολοκληρωτικό χάσιμο. Μια μαγεία. Κι η μαγεία είναι αδιευκρίνιστη. Χαμογελάς χωρίς να ξέρεις το λόγο. Πονάς βαθιά χωρίς καταλαβαίνεις τον ίδιο σου τον εαυτό. Και ίσως κατά βάθος απορείς με ‘σένα τον ίδιο όταν κολλάς και παρεξηγείσαι με πράγματα που θα τα ξεπερνούσες και δε θα έδινες σε καμία περίπτωση την έκταση που προ ολίγου έδωσες.

Κι αν δε σου ταράξει τα νερά, κι αν δε σου ανακατατάξει τη ζωή, τα δεδομένα, τις θεωρίες σου κι όλες τις μπούρδες που έλεγες και νόμιζες πως ισχύουν και πως έχεις την απόλυτη αυτοκυριαρχία, τότε μιλάμε απλά για μια ακόμη άοσμη γνωριμία, όχι για έρωτα. Ας μην μπερδευόμαστε.

Γιατί συχνά μπερδευόμαστε. Είναι δύσκολο να παραδεχτούμε πως μπερδευόμαστε και πως ναι, βιαστήκαμε να ονομάσουμε έρωτα το εκάστοτε περαστικό ταξί της ζωής μας. Είναι δύσκολο να παραδεχτούμε πως μόλις ξεστομίσαμε το «σ’ αγαπώ» σε έναν ανάξιο της αγάπης μας.

Είναι δύσκολο να παραδεχτούμε πως βολευτήκαμε σε ένα «για λίγο» που έγινε «πολύ» και έχουμε τώρα την ανάγκη να του δώσουμε κι όνομα για να νιώσουμε εμείς καλύτερα κι αρχίζουμε και το φωνάζουμε αυτό το «λίγο», έρωτα! Ντροπή.

Το κακό, όμως, δεν είναι ότι απλώς μπερδευόμαστε, το κακό είναι ότι δενόμαστε, δημιουργούμε προσδοκίες και πληγωνόμαστε από έναν υποτιθέμενο έρωτα, ενώ στην ουσία είναι ακόμη ένα πρόχειρο fast food που θέλουμε να το μετατρέψουμε σε γκουρμέ πιάτο. Αγάπη μου, το χειρότερο δεν σου το είπα ακόμη. Έχουμε μπερδευτεί και βαλτώσει με εμάς τους ίδιους που αυτό δεν το κάναμε μια φορά, όχι. Το κάνουμε ξανά και ξανά.

Βιαζόμαστε να δώσουμε το «είναι» μας στο τίποτα. Γνωρίζουμε, ενθουσιαζόμαστε, νομίζουμε πως ερωτευόμαστε –το πιστεύουμε κιόλας–, αλλά ο χρόνος έρχεται αμείλικτος να σου δείξει πως έκανες λάθος.

Μετά τι; Φοβόμαστε. Αυτό είναι το χείριστο όλων. Φοβόμαστε πως μάλλον αυτό είναι έρωτας. Ένα ανελέητα μικρό και χιλιοπροσποιούμενο δέσιμο. Πιο πολύ εξαναγκάζουμε τον εαυτό μας να δεθεί παρά το βιώνουμε εμείς οι ίδιοι ακόμη κι αυτό το «λίγο».

Κι είναι κρίμα. Κρίμα που όταν εμφανιστεί ο έρωτας στο κατώφλι της πόρτας, εσύ θα φοβάσαι να κοιτάξεις απ’ το παράθυρο. Να το ανοίξεις και να του φωνάξεις: Περίμενε κατεβαίνω, μη φύγεις.

 

Επιμέλεια Κειμένου Όλγας Παραπραστανίτη: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Όλγα Παραπραστανίτη