«Με έχεις παραμελήσει» ήταν το πρώτο που άκουσε μπαίνοντας στο σπίτι μετά από μια ατελείωτη ημέρα στη δουλειά. «Νιώθω ότι έρχομαι σε δεύτερη μοίρα» ήταν η πρώτη φράση που ακούστηκε μόλις έπεσε στο τραπέζι το γιατί έχουν πια απομακρυνθεί. Η παραμέληση -κυρίως η συναισθηματική- είναι ένα θέμα που απασχολεί κάθε άνθρωπο τουλάχιστον μία φορά στη ζωή του. Απασχολεί επίσης -μαζί με το συναίσθημα γενικότερα- και κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο που θέλει να είναι σε επαφή με τον εαυτό του, ιδιαίτερα όταν πρόκειται να φέρει στον κόσμο ένα νέο μέλος. Αυτό που ουσιαστικά εννοούμε με τη φράση αυτή είναι η αίσθηση του ατόμου ότι τα συναισθήματά του δεν είναι σημαντικά ή άξια λόγου και σημασίας.

Πριν όμως πούμε περισσότερα για τη συναισθηματική παραμέληση ας σταθούμε λίγο στο πώς την αντιλαμβανόμαστε. Αρχικά, όταν ως ενήλικες που αποφασίζουμε συνειδητά βάζουμε τα συναισθήματα κάποιου άλλου διαρκώς πάνω από τα δικά μας, ή αδυνατούμε να τα εκφράσουμε από φόβο μήπως ο σύντροφός μας αντιδράσει με τρόπο που δε μας είναι εύκολος, θα πρέπει να αναρωτηθούμε πόσο συχνά και σε ποιο βαθμό αυτό γίνεται. Επίσης, ακριβώς επειδή το πρόβλημα ξεκινάει να αφήνει αποτυπώματα από την παιδική ηλικία, αλλά είναι κυρίως ορατό στην ενήλικη ζωή, ας έχουμε κατά νου ότι μπορεί να είναι εκεί χρόνια και να έκανε τη ζημιά του εσωτερικά, σαν σαράκι σε ξύλινο και βαρύ έπιπλο στην τραπεζαρία μας. Να έχει γίνει μέρος της ζωής και της καθημερινότητας του ατόμου και να μη γίνει αντιληπτό μέχρι και τη στιγμή που το τραπέζι σχεδόν καταρρεύσει.

 

 

Μπορεί επίσης να μεταφέρεται κατά κάποιον τρόπο από τους γονείς στα παιδιά και τα εγγόνια. Οι δεύτεροι να παραμελούν όπως παραμελήθηκαν, ακριβώς επειδή το θεωρούν φυσικό, αφού αυτό διδάχθηκαν. Ο φαύλος κύκλος της παραμέλησης προκύπτει όταν τα μεγαλύτερα άτομα της οικογένειας δεν ανταποκρίνονται επαρκώς στις συναισθηματικές ανάγκες των μικρότερων μελών. Θα έχετε σίγουρα ακούσει ότι όταν τα βρέφη κλαίνε δεν είναι καλό να τα παίρνουμε αγκαλιά γιατί τα «κακομαθαίνουμε». Αυτή είναι σίγουρα μια παρωχημένη αντίληψη. Τα βρέφη μάς έχουν ανάγκη και όταν κλαίνε καλό θα είναι να τα προσέχουμε, γιατί έτσι έμμεσα και άμεσα τους δείχνουμε ότι δίνουμε σημασία στα συναισθήματά τους και είμαστε εκεί για αυτά. Αυτό εννοούσε και ο Ε. Έρικσον όταν έλεγε ότι οι κινήσεις μας θα πρέπει να είναι τέτοιες που να δείχνουν στα παιδιά ότι ο κόσμος είναι φιλικός και ευχάριστος για αυτά.

Μια άλλη σημαντική ένδειξη ότι κάποιος έχει υποστεί συναισθηματική παραμέληση είναι η εκδήλωση ψυχικών διαταραχών, ακόμη και κατάθλιψης. Το άτομο, πιστεύοντας ότι τα συναισθήματά του δεν αξίζουν, πείθει τον εαυτό του ότι ό,τι κι αν κάνει δεν είναι αρκετό, δεν είναι αρκετά καλός ίσως, δεν τα καταφέρνει όπως οι άλλοι, με αποτέλεσμα να βυθίζεται προοδευτικά στη μοναξιά του και να αποφεύγει συστηματικά την επαφή και την κοινωνική συναναστροφή.

Το ερώτημα όμως που έρχεται ως επακόλουθο της κατανόησης της συναισθηματικής παραμέλησης είναι το «και τώρα τι κάνουμε;». Καταρχάς, φροντίζουμε να καλύπτουμε τις όποιες ανάγκες των βρεφών και των μικρών παιδιών, δείχνοντάς τους έμπρακτα ότι είμαστε δίπλα τους. Πιο συγκεκριμένα, αγκαλιάζουμε και φροντίζουμε τα πρώτα και σεβόμαστε τα διαστήματα που είναι ήρεμα και χρειάζονται ησυχία. Αποφεύγουμε τα πολλά παιχνίδια ή αντίστοιχα όταν είναι πρόθυμα να παίξουν και όχι να κοιμηθούν συντονιζόμαστε μαζί τους. Όσον αφορά τα μικρά παιδιά κάνουμε ακριβώς το ίδιο και παράλληλα τα ακούμε όταν δείχνουν ότι έχουν ανάγκη να συζητήσουν κάτι που τα απασχολεί. Έτσι ουσιαστικά χτυπάμε το πρόβλημα στη ρίζα του κι έπειτα το καίμε και με φωτιά για να μην ξανά βγει.

Αντίστοιχα συμπεριφερόμαστε και στον άνθρωπό μας· τον προσέχουμε όταν μιλάει και συμμετέχουμε ενεργά στη συζήτηση μαζί του, μέσω της λεκτικής ή και μη επικοινωνίας. Αν παρατηρήσουμε ότι κάποιο οικείο μας πρόσωπο δεν είναι σε επαφή με τα συναισθήματά του μπορούμε να του κάνουμε ερωτήσεις για το τι νιώθει. Ευθέως και ανά διαστήματα να το ρωτάμε πότε νιώθει συναισθήματα όπως χαρά, αγάπη, ή υπερηφάνεια. Να καταλαβαίνουμε πώς να συμβάλλουμε κι εμείς σε αυτά. Μπορούμε ακόμη να επαινούμε τα παιδιά μας κάθε φορά που μοιράζονται τα συναισθήματά τους και να τα ενθαρρύνουμε να εκφράζονται ελεύθερα εντός ορίων.

Πολύ σημαντικό είναι να κάνουμε μια παύση στις σκέψεις και τα λόγια μας και να ακούμε τους γύρω μας, να ξεφύγουμε λίγο από τον μικρόκοσμό μας και αφουγκραζόμαστε και το ταίρι μας, που μπορεί να λέει ευθέως ή και πλάγια πως νιώθει παραγκωνισμένο. Ως γονείς μπορούμε να απευθυνθούμε σε ειδικούς θεραπευτές για να βοηθήσουμε τα παιδιά μας να κατανοήσουν ότι τα συναισθήματά τους είναι υψίστης σημασίας ή να παρακολουθήσουμε σχετικά μαθήματα για το πώς εμείς οι ίδιοι θα καταφέρουμε να κατανοούμε και να εξωτερικεύουμε τα δικά μας και να βλέπουμε την πορεία τους. Να δείχνουμε ενδιαφέρον στους οικείους μας και να έχουμε πάντα στο μυαλό μας τα λόγια του Γαβριήλ Τζάφκα: «Το αντίθετο της αγάπης δεν είναι το μίσος, αλλά η αδιαφορία».

Συντάκτης: Εύη Λεγάτου
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη