Από μικρή προσπαθούσα να φανταστώ πώς θα ήταν αν μπορούσα να γίνομαι αόρατη. Έκανα διάφορα σενάρια, ότι θα τρυπώνω τάχα στις ζωές των δικών μου ανθρώπων κι ότι θα μαθαίνω μυστικά, σκέψεις και διάφορες μυστικές βουλές. Έπειτα, έχοντας αυτή τη γνώση ότι θα μπορώ να διορθώνω όσα δε με ευχαριστούσαν ή με είχαν πληγώσει, έτσι ώστε να παίρνω αυτά που θέλω χωρίς να φαίνεται ότι τα διεκδίκησα ή να προλάβω καταστάσεις προτού πονέσω. Το ξέρω πως θα πείτε ότι είναι άκρως εγωιστικό αλλά ναι, ειλικρινά, ποτέ δε σκέφτηκα να σώσω τον κόσμο με τη υπερδύναμή μου, παρά μόνο τον εαυτό μου. Ίσως ανέκαθεν να πίστευα ότι αν ο καθένας μάθει να σώζει και να προστατεύει τον εαυτό του τότε δε θα χρειαζόταν ο κόσμος υπερ-ήρωες κι άλλες τέτοιες μαζικές σωτηρίες, θα τα είχαμε καταφέρει μόνοι μας.

Ας πούμε την αλήθεια, αρκετοί από μας θα θέλαμε για εγωιστικούς λόγους να έχουμε αυτή τη δύναμη κι όντας αόρατοι να λύνουμε καταστάσεις που μάς βαραίνουν. Αν πάμε, όμως, ένα βήμα βαθύτερα από το προφανές, ίσως, ανακαλύψουμε ένα ουσιαστικό πρόβλημα στη συμπεριφορά μας που σίγουρα θα μάς εκπλήξει. Ίσως, λοιπόν, οι περισσότεροι από μας θα θέλανε να μπορούμε να λειτουργούμε έτσι, επειδή έχουμε την τάση στην πραγματική μας ζωή να μην μπορούμε να φέρουμε κανέναν σε δύσκολη θέση διεκδικώντας όσα πραγματικά θέλουμε. Προσπαθούμε να μη θίξουμε κανέναν, να μην προσβάλλουμε κανέναν ώστε να μη νιώσουμε ότι έχουμε κάνει τον άλλο να βιώσει κάτι άσχημο. Αυτό, επομένως μάς καθιστά αυτόματα στην κατηγορία των ευγενικών, υποχωρητικών κι υπομονετικών ανθρώπων κι όλοι οι άλλοι νιώθουν καλά μαζί μας, αφού πολύ γρήγορα αντιλαμβάνονται ότι από μας δε θα νιώσουν να πιέζονται, δε θα χρειαστεί να απολογηθούν για κάτι ή ακόμα να έρθουν σε αμηχανία προσπαθώντας να δικαιολογήσουν λάθος πράξεις τους, γιατί δε θα τους ρωτήσουμε αυτό που μάς βασανίζει.

Τι σημαίνει όμως όλο αυτό για εμάς τους ίδιους; Πολύ απλά συσσώρευση άγχους, που φτάνει στα όρια πολλές φορές του stress και δημιουργία ανασφάλειας. Επιθυμούμε να ζητήσουμε τόσο έντονα πράγματα και καταστάσεις αλλά το αποφεύγουμε μην τυχόν κι έρθει ο άλλος σε δύσκολη θέση και φταίμε εμείς γι’ αυτό κι έτσι απλώς γιγαντώνονται μέσα μας άγχη, προσδοκίες που συνήθως δεν επαληθεύονται. Είμαστε δηλαδή οι δημιουργοί μιας σκοτεινής κατάστασης για τους ίδιους μας τους εαυτούς αλλά μιας ιδεατής κατάστασης για τους άλλους. Κι από τη μία μπορεί να αντλούμε πρόσκαιρη ικανοποίηση από το πόσο καλά παιδιά είμαστε και κανένας δε μας έχει θυμώσει ή απορρίψει επειδή διεκδικήσαμε αλλά μακροπρόθεσμα μάς αρρωσταίνει τόσο πολύ, που φτάνουμε στο σημείο να χάνουμε τον εαυτό μας. Η αλήθεια είναι πως δημιουργείται μια νευρωτική κατάσταση αλλά την αποδεχόμαστε γιατί είναι μεγαλύτερη η ανάγκη του να είσαι καλό παιδί παρά να γίνεις εκείνος που πιέζει. Κι εκεί κάπου πάει η ιστορία ένα βήμα πιο πίσω.

Ίσως, αν ανατρέχαμε στο μακρινό παρελθόν των παιδικών μας χρόνων να καταφέρναμε να ανασύρουμε από τις αναμνήσεις μας καταστάσεις και γεγονότα που μάς έκαναν να εθιστούμε σ’ αυτήν τη στάση. Εκείνες τις στιγμές που ακούσαμε ότι τα καλά παιδιά ποτέ δε ζητάνε ή τα καλά παιδιά ποτέ δε ρωτάνε. Τι κάνουν, επομένως τα καλά παιδιά; Σιωπούν και βασανίζονται περιμένοντας να τους λυτρώσει κάποιος από τις απορίες τους και τους φόβους τους χωρίς να τους απορρίψει για τους ίδιους ακριβώς λόγους. Τα καλά παιδιά που έγιναν καλοί ενήλικες κρατούν τους ίδιους φόβους, τις ίδιες απορίες, ζητούν τις ίδιες απαντήσεις αλλά δεν καταφέρνουν να βγάλουν ήχο από το στόμα τους γιατί ξέρουν ότι θα πάψουν να είναι τα καλά παιδιά πλέον και τα κακά παιδιά κανένας δεν τ’ αγαπάει.

Έτσι, λοιπόν πορευόμαστε κάποιοι και λίγο πριν η κατάσταση γίνει μη διαχειρίσιμη, πάλι δε θα ρωτήσουμε απλώς θα ξεσπάσουμε για άσχετους λόγους κι αιτίες ή θα προσπαθήσουμε να φύγουμε από τον άνθρωπο που δε μάς έχει δώσει τις απαντήσεις που θα θέλαμε στις ερωτήσει που ποτέ δεν κάναμε. Από το να μπούμε στη διαδικασία να ρωτήσουμε, προτιμούμε να αποχωρήσουμε από την κατάσταση που μάς δημιουργεί απορίες κύριοι και κυρίες. Κάπως, έτσι καταλήγουμε να μάς χαρακτηρίζουν καλό παιδί αλλά λίγο μπουμπούνα. Όσο και να μη μάς αρέσει, ξέρουμε καλά ότι το φαινομενικό αυτό προτέρημα είναι η δική μας κόλαση που φτάνει σε όρια πολλές φορές που δεν μπορούμε να ελέγξουμε και πραγματικά λειτουργούμε σαν νευρωτικοί.

Κάπου εδώ θα έπρεπε να πω να ρωτάμε παιδιά αυτά που μάς καίνε και μάς βασανίζουν, να ηρεμεί η ψυχή μας και να ξέρουμε τι μάς γίνεται αλλά ξέρω πως ο αγώνας για να σβηστεί από τον σκληρό δίσκο η φράση τα καλά παιδιά δε ρωτάνε είναι πολύ δύσκολος. Οπότε το μόνο που μπορώ μέχρι στιγμής να πω είναι ότι ίσως πρέπει να βρούμε ανθρώπους που δε μάς δημιουργούν απορίες ή εκείνους που μπορούν να καταλάβουν ότι το να μη ρωτάμε δεν είναι προτέρημα, όσο και να τους βολεύει. Να ακούσουμε από τα χείλη τους τη φράση «ρώτα, μη φοβάσαι, είμαι εδώ για ν’ απαντήσω σε ό,τι σε φοβίζει, χωρίς να το κουνήσω από τη θέση μου». Κι όντως να το κάνουν.

Συντάκτης: Δήμητρα Παπακωνσταντίνου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου