Με μια πρώτη ματιά και σίγουρα αν είμαστε από το σόι αυτού που πληγώθηκε ή απορρίφθηκε ή τέλος πάντων στραπατσαρίστηκε, θα λέγαμε σε απλά ελληνικά φοργκετ ιτ! Να πούμε, όμως, πως εδώ δε θα εξετάσουμε το κατά πόσο πρέπει ή δεν πρέπει να γυρνάμε σε πρώην, αλλά το γεγονός ότι αποφασίσαμε να είμαστε ξανά μαζί μετά από έναν χωρισμό και πώς μπορούμε να το διαχειριστούμε όσο το δυνατόν πιο ορθά. Είναι δηλαδή μια ειλημμένη απόφαση κι απλά θα διερευνήσουμε ποιες είναι οι κατάλληλες κινήσεις κι αντιδράσεις για να αποφύγουμε να ‘χουμε μια εκδικητική συμπεριφορά ή να φτιάξουμε μια καθαρά άρρωστη σχέση που θα κρατήσει κιόλας λίγο. Πώς μπορούμε, βρε παιδί μου, να το ζήσουμε και να είναι το «εκείνοι ζήσανε καλά κι εμείς καλύτερα».

Αντιλαμβάνομαι πλήρως ότι χωρισμός από χωρισμό έχει διαφορά. Άλλο είναι να χωρίζεις γιατί ο ένας από τους δύο ένιωθε ανέτοιμος, άλλο είναι για κέρατο, άλλο είναι για να μπορεί ο ένας να εξελιχθεί κι ο άλλος να μη μείνει πίσω, άλλο τέλος είναι από τη φθορά των ετών. Διαφορετικές αιτίες που φέρνουν το ίδιο όμως αποτέλεσμα. Ένα ζευγάρι χωρίζει τους δρόμους του και ξεκινάνε να συμπεριφέρονται ως ξένοι. «Ποιος είναι ο κύριος/ η κυρία;», «δεν καταλαβαίνω για ποι@ μου μιλάτε» κι όλα τα σχετικά. Όσο πιο άσχημος χωρισμός τόσο πιο ξένοι εμείς. Αν τώρα έχει έλθει χωρισμός από κέρατο, εκεί είναι που παίρνουμε αιώνιους όρκους απομάκρυνσης και καταλήγουμε στο « είσαι τρελ@, ήδη τ@ έχω ξεπεράσει», στην ερώτηση «σκέφτεσαι να τα βρείτε;».

Η αλήθεια είναι ότι το σκεφτόμαστε, ακόμα κι αν ορκιζόμαστε στα κόκαλα των πεθαμένων μας (ας μάς συγχωρέσουν). Αν έχουμε ερωτευτεί, καψουρευτεί, δαγκώσει τη λαμαρίνα, ενδόμυχα νιώθουμε τη δύναμη να συγχωρέσουμε τον άλλο ή αν είμαστε αυτοί που έχουμε πει το αντίο, να το διορθώσουμε. Ναι και το κέρατο. Ναι, ξέρω κανείς από μας, ποτέ. Μιλάμε για άλλους ανθρώπους φαρ, φαρ αγουέι από δω, μην ταράζεστε.

Επιστρέφοντας, λοιπόν στο θέμα μας, ο έρωτας, η αγάπη, η καψούρα σού τριβελίζει το μυαλό και κάτι μέσα σου σε παρακινεί να το δοκιμάσεις ξανά με τον ίδιο άνθρωπο. Λογικό ή μη, δεν έχουμε υποσχεθεί πίστη κι αφοσίωση στη λογική μας. Όποτε, η επανασύνδεση είναι ένα συχνό φαινόμενο κι ανάγκη που έχουμε μετά από έναν χωρισμό. Το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού, αλλά ας το παραδεχόμαστε, δε φημιζόμαστε για τη σοφία μας. Τ@ν θέλεις πίσω, σε θέλει πίσω, το προσπαθείτε, είναι και το s3x καλύτερο, είναι και η απόσταση. Βγαίνουν πιο έντονα τα συναισθήματα, αν υπάρχουν. Τώρα αν δε βγουν έντονα συναισθήματα, μην το ψάχνετε, πεθαμένη είναι η επανασύνδεση. Και μετά; Πώς το κρατάμε;

Αν θέλουμε να επιζήσει η δεύτερη ευκαιρία, ουσιαστικά θα πρέπει να αποβάλλουμε τα απωθημένα μας, τα οποία έχουν βρει πολύ καλή κρυψώνα σε τρία συναισθήματα: την εκδικητικότητα, την αλαζονεία και τον θυμό. Είναι φύσει αδύνατο να κολλήσουμε ξανά το γυαλί . Ο θυμός μας, όσο και πάθος να υπάρχει, θα φέρνει συνεχώς εκρήξεις ακόμα και για ασήμαντα θέματα. Όσο καλά και να προσπαθήσουμε να τον κρύψουμε, έχει τη μαγική ιδιότητα να φανερώνεται. Στραγγίζουμε κάθε προσπάθεια ανάσας του έρωτα και δημιουργούμε ένα περιβάλλον που ούτε οι ίδιοι το αντέχουμε. Αν αποφασίσουμε να γυρίσουμε σ’ έναν άνθρωπο, το πρώτο πράγμα που οφείλουμε να κάνουμε είναι να πούμε όσα μάς θύμωσαν κι αν νιώσουμε ότι ο θυμός δεν έχει καταλαγιάσει, να δώσουμε λίγο ακόμα χρόνο ώστε να το ισορροπήσουμε. Ο θυμός είναι προσωπική υπόθεση. Ένα από τα μεγαλύτερα λάθη μάς είναι να περιμένουμε από τις πράξεις του άλλου να φύγει. Εγγυημένα, δε φεύγει έτσι. Θέλει προσωπική σκέψη κι απόφαση ώστε ν΄ απαλλαγούμε από αυτόν, ανεξάρτητα από το πώς θα συμπεριφερθεί ο άλλος.

Η προσέγγιση, τώρα, ότι «σε δέχομαι πίσω» είναι μια αλαζονική στάση που βασίζεται στα απωθημένα και δημιουργεί μια ανισότητα στη σχέση. Ουσιαστικά είναι σαν να βροντοφωνάζουμε πως δεχτήκαμε κάποιον πίσω, ως ανώτερα όντα αλλά ο άλλος πρέπει να αποδεικνύει συνεχώς πόσο ευγνώμων είναι γι’ αυτό, να μην κάνει κανένα ατόπημα και φυσικά να απαιτούμε ν’ αλλάξει μέχρι και το ίδιο του το δέρμα. Ενώ από την άλλη, η αλαζονεία ενυπάρχει και σ’ αυτόν που δέχεται να επιστρέψει, γιατί έχει αντιληφθεί την καψούρα του άλλου χωρίς να αλλάξει κάτι, ούτε για πλάκα. Το νόημα της επιστροφής οφείλει να είναι αμοιβαίο και ν’ αποβάλλεται η ιδέα ότι ο ένας κάνει χάρη στον άλλο. Αν αμοιβαία ειπωθεί αυτό το «δεν αντέχω χωρίς εσένα και σε θέλω στη ζωή μου», ας αφήσουμε την αλαζονεία κι ας το δούμε με ειλικρίνεια και ενσυναίσθηση. Είμαστε εκεί γιατί και οι δύο θέλουμε.

Η εκδικητικότητα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η μεγαλύτερη πληγή κι έχει τις ρίζες της κυρίως στις αναμνήσεις. Κάπου εδώ να πούμε ότι αν ένα πράγμα χρειάζεται η εκ νέου προσπάθεια είναι να μην έχουμε εκδικητική συμπεριφορά. Θα τα διαλύσει όλα σε χρόνο μηδέν. Αν πραγματικά θέλουμε να δοκιμάσουμε να είμαστε μαζί, οφείλουμε να το δούμε ως μια νέα σχέση, να αφήσουμε τις άσχημες αναμνήσεις, όσο δύσκολο κι αν είναι, και να συστηθούμε ξανά. Το να κουβαλάμε όλη την ώρα μνήμες από το τι συνέβη και χάλασε την πρώτη φορά, το μόνο που θα φέρνει είναι πόνο και για τους δύο. Η ξεχνάμε και προχωράμε ή μένουμε με τις αναμνήσεις και διαλέγουμε νέο προορισμό. Κανένας δεν μπορεί να κάνει το παρελθόν σαν να μην έγινε αλλά μπορούμε να κάνουμε ένα νέο παρόν. Όσο πιο υγιές παρόν, τόσο πιο όμορφο θα διαγράφεται το μέλλον.

Χρειάζεται μια πιο ώριμη προσέγγιση η δεύτερη φορά. Δε γυρνάμε επειδή μάς γύρισε ο άλλος και δε γυρίζουμε κανέναν αν δεν το θέλει ο ίδιος. Η επανένωση είναι μια συνειδητή επιλογή δύο ανθρώπων. Είναι μια αποστολή για ώριμους που θέλει τόλμη και πίστη. Τόλμη να πάμε εκεί που φοβόμαστε χωρίς να φοβόμαστε και πίστη ότι ο κόσμος αυτός ανήκει σ’ αυτούς που ερωτεύτηκαν τρελά.

Συντάκτης: Δήμητρα Παπακωνσταντίνου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου