Απ’ όλα τα είδη μουσικής που ακούγονται και αγαπιούνται απ’ τον ελληνικό λαό το πιο επιφανές φαίνεται πως είναι το ρεμπέτικο. Αν κι ήταν παρεξηγημένο ως είδος στην αρχή του, πολλοί λαογράφοι, κοινωνιολόγοι και πολιτισμικοί φορείς παραδέχονται πόσο σημαντικά είναι τα ρεμπέτικα τραγούδια, καθώς οι στίχοι πολλών μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο μελέτης. Φυσικά όταν γίνεται λόγος για ρεμπέτικα, το όνομα που έρχεται απευθείας στον νου μας είναι αυτό του Μάρκου Βαμβακάρη, ο οποίος δικαίως έμεινε στην ιστορία της μουσικής ως ο «Πατριάρχης» του ρεμπέτικου!

Ο Μάρκος Βαμβακάρης υπήρξε ένας πολύ σπουδαίος άνθρωπος και καλλιτέχνης. Όπως πληροφορούμαστε απ’ την αυτοβιογραφία του γεννήθηκε το μακρινό 1905, στη Σύρο, όπου κι έμενε με τους γονείς και τα πέντε αδέλφια του. Επρόκειτο για μια καθολική, πολύ φτωχή οικογένεια, πράγμα το οποίο ανάγκασε τον καλλιτέχνη να σταματήσει νωρίς το σχολείο και να ξεκινήσει διαφόρων ειδών βαριές χειρωνακτικές εργασίες. Ανέκαθεν είχε επαφή με την μουσική, καθώς ο παππούς κι ο πατέρας του ήταν οργανοπαίχτες. Από μικρή ηλικία συνόδευε μουσικά τον πατέρα του μ’ ένα νησιώτικο τύμπανο, ονομαζόμενο «τουμπί». Σε ηλικία 12 ετών, μια ατυχής συγκυρία τον αναγκάζει να πάει στον Πειραιά, όπου και τον ακολούθησε η οικογένειά του.

Ο πρόδρομος της καριέρας του ξεκίνησε στα 18 του όταν άκουσε για πρώτη φορά τον Νίκο Αϊβαλιώτη να παίζει μπουζούκι. Τον συνεπήρε τόσο η μελωδία που άρχισε να μαθαίνει κι εκείνος μπουζούκι αλλά και να γράφει τα πρώτα του τραγούδια. Μετά από έντονη παρότρυνση του Σπύρου Περιστέρη, ο Μάρκος Βαμβακάρης φωνογραφεί το πρώτο του επιτυχημένο τραγούδι με μπουζούκι, το «Καραντουζένι». Από τότε άλλαξε μια για πάντα η ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας, καθώς όλο και περισσότεροι ρεμπέτες άρχισαν να ηχογραφούν τραγούδια με τη συνοδεία ορχήστρας μπουζουκιών.

Η περίοδος της μεγαλύτερης καλλιτεχνικής ακμής του Βαμβακάρη ήταν λίγο πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όταν κυκλοφόρησε η πολυαγαπημένη «Φραγκοσυριανή». Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας συνεχίζει τη διαδρομή του συμβιβαζόμενος με τη λογοκρισία κι αφαιρώντας το πρότερο βαρύ ύφος που χαρακτήριζε τους στίχους του. Αργότερα κατορθώνει να επιβιώσει στη γερμανική κατοχή σε αντίθεση με άλλους συναδέλφους του και λόγω αυτού αρχίζει να αντιμετωπίζει προβλήματα με την εργασία του. Στο πέρας του πολέμου, ο συνδυασμός του παραγκωνισμού από συναδέλφους που βοήθησε να ανέλθει και της εισαγωγής ανατολίτικων ρυθμών στην ελληνική λαϊκή βιομηχανία κατέστησε τον Βαμβακάρη ξεπερασμένο.

Το τέλος της περιόδου της μεγάλης επιτυχίας του ήταν άδοξο, καθώς δε συνεργάστηκε ξανά ούτε με δισκογραφικές εταιρείες ούτε με νυχτερινά κέντρα. Είχε γνωρίσει την πλήρη εξαθλίωση, όντας πλέον ξεχασμένος και αναγκασμένος να εργάζεται σε επαρχιακά μαγαζιά με είδη πρώτης ανάγκης ως αμοιβή, ώστε να εξασφαλίσει την οικογένειά του. Δεν έλειπε φυσικά και το «πιατάκι», όπου το κοινό τοποθετούσε τα κέρματά του στην ορχήστρα. Ο Βαμβακάρης είχε δηλώσει πως ένιωθε ντροπιασμένος μ’ αυτήν την κίνηση, αφού αποτελούσε για εκείνον ένα είδος «ζητιανιάς».

Κατά το 1960 με πρωτοβουλία του Βασίλη Τσιτσάνη, κυκλοφορούν ξανά τραγούδια του Μάρκου Βαμβακάρη, τα οποία εκτέλεσε ο ίδιος άλλα και άλλοι γνωστοί καλλιτέχνες, όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης κι ο Στράτος Διονυσίου. Ευτυχώς η ζωή κι η μουσική του μεγάλου αυτού καλλιτέχνη τελείωσε με πολλές επιδοκιμασίες, αφού άφησε μια μεγάλη παρακαταθήκη πίσω του έχοντας γράψει και συνθέσει πάνω από διακόσια τραγούδια.

Ίσως το πιο χαρακτηριστικό τραγούδι του Βαμβακάρη είναι η «Φραγκοσυριανή», του οποίου οι στίχοι είναι τουλάχιστον γνώριμοι σε όλους μας. Απομονώνοντας τους στίχους απ’ την υπέροχη μελωδία που τους συνοδεύει και παρατηρώντας το νόημά τους διαπιστώνουμε πως ο Βαμβακάρης δεν είναι ερωτευμένος μόνο με τη Φραγκοσυριανή, αλλά και με τη γενέτειρά του, την πανέμορφη Σύρο. Θέλει να διασχίσει τα πιο ωραία μέρη της μαζί με την πιο ωραία γυναίκα που είδε. Ποια είναι όμως αυτή η γυναίκα;

Σύμφωνα μ’ ένα δημοσίευμα του στιχουργού Θάνου Κοφινά, ο ίδιος ο Μάρκος Βαμβακάρης είχε δηλώσει πως έμπνευσή του αποτέλεσε μια κοπέλα που είχε αντικρίσει κατά τη διάρκεια μιας εμφάνισής του σ’ ένα μαγαζί στη Σύρο. Είχε επιστρέψει εκεί σχεδόν είκοσι χρόνια μετά την αποχώρησή του και παρέμεινε για ένα διάστημα, ώστε να ευχαριστήσει τους συντοπίτες του που ήταν ενθουσιασμένοι με τον ερχομό του. Όταν έπαιζε μουσική και τραγουδούσε, αδυνατούσε να κοιτάζει το κοινό του, διότι σάστιζε∙ ωστόσο μια φορά που σήκωσε το βλέμμα του είδε μια πανέμορφη κοπέλα. Όλο το βράδυ την σκεφτόταν κι έτσι έγραψε τους πρώτους στίχους του τραγουδιού, τους οποίους σκέφτηκε τελείως αυθόρμητα. Το τραγούδι ολοκληρώθηκε δύο μήνες αργότερα, όταν επέστρεψε στον Πειραιά. Δε γνώρισε ποτέ αυτή την κοπέλα κι ούτε η κοπέλα έμαθε ποτέ ότι το τραγούδι γράφτηκε για εκείνη.

Το ευτυχές αποτέλεσμα, λοιπόν, οφείλεται σε μια άγνωστη για εκείνον Φραγκοσυριανή, της οποίας η γοητεία ήταν τόσο μεγάλη ώστε να δημιουργηθεί ένα τόσο επιτυχημένο τραγούδι! Για μια βόλτα μ’ εκείνη όλα τα όμορφα μέρη της Σύρου, κι ο Γαλυσσάς κι η Ντελαγκράτσια! Δεν έχει γεννηθεί σε λίγους η απορία τι μπορεί να συμβολίζει μια λατινογενής λέξη ανάμεσα σ’ αυτούς τους στίχους. Πρόκειται για την τωρινή ονομαζόμενη Ποσειδωνία και χαρακτηρίζεται ως το πιο αριστοκρατικό θέρετρο της Σύρου. Η ονομασία «Ντελαγκράτσια» είχε προκύψει απ’ τον καθολικό ναό της Παναγίας της Χάριτος (Madonna della Gracia) που βρίσκεται εκεί ακόμη και σήμερα. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι οι κάτοικοι της Σύρου, ορθόδοξοι και καθολικοί, δεν είχαν και δεν έχουν θρησκευτικά ζητήματα, αλλά αποδέχονται και σέβονται αμφότεροι αμφοτέρους.

Η ερωτική Φραγκοσυριανή ως διαχρονικό μουσικό κομμάτι έκανε διάφορους κύκλους κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα και συνεχίζει να κάνει ακόμη. Το 1935, τότε που γράφτηκε κι ηχογραφήθηκε απ’ τον ίδιο τον καλλιτέχνη ίσως δεν είχε λάβει την αναγνώριση που άξιζε, έως το 1960, που το ερμήνευσε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης και έγινε ευρέως γνωστό. Πολλοί τραγουδιστές το ερμήνευσαν, ανάμεσα στους οποίους ήταν ο Γιάννης Πουλόπουλος κι ο Γιώργος Νταλάρας, αλλά υπάρχει και μια πολύ ιδιαίτερη διασκευή. Το 2005 το συγκρότημα των Locomondo φέρνει τους στίχους της ρεμπέτικης Φραγκοσυριανής σε reggae ρυθμούς, χωρίς όμως να αλλοιωθεί ή να «εκφυλιστεί» το πρωτότυπο. Έτσι προσθέτοντας στους στίχους μόνο το πόσο γουστάρουν τη Φραγκοσυριανή άρχισαν να τη γουστάρουν περισσότεροι άνθρωποι εκτός του κύκλου της ρεμπέτικης μουσικής.

Ένα απλό τραγούδι, ενός απλού ανθρώπου, που έχει τόσο βαθιές ρίζες και τόσο μεγάλη ιστορία, ώστε να βρίσκεται στα αφτιά μας και στα χείλη μας σε κάθε ταβερνάκι, σε κάθε ζωντανή ορχήστρα και σε κάθε κούπα κρασιού. Ένα δημιούργημα ενός ανθρώπου που είχε ένα πολύ λαμπερό άστρο από πάνω του, που δε σταμάτησε ποτέ να είναι αξιοπρεπής, που μόνο ως πρότυπο προς μίμηση μπορούμε να τον σκεφτόμαστε. Μπορεί τα δεδομένα να άλλαξαν πάρα πολύ από τότε που οι άνθρωποι γλεντούσαν στους τεκέδες αλλά μερικά πράγματα δε θα αλλάξουν ποτέ!

Συντάκτης: Ελένη Βαλαβάνη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.