Αν μπει κάποιος στη διαδικασία να σκεφτεί ποιος είναι ο άμεσος ή ο απώτερος σκοπός της δημιουργίας κάθε πράγματος, θα συνειδητοποιήσει πως αυτός είναι η προσέλκυση της προσοχής. Κι αν δεν είναι αυτός, το πρώτο πράγμα που χρειάζεται για να ανακαλύψουμε τον σκοπό του είναι να δώσουμε και πάλι την προσοχή μας. Αυτό δε σηματοδοτεί κάτι απαραίτητα κακό, αρκεί να μην το παρακάνει ούτε αυτός που επιζητεί την προσοχή ούτε αυτός που τη δίνει.

Συναντώντας περιπτώσεις ανθρώπων που κάνουν πασιφανές ότι είναι αυτοσκοπός τους η σημασία των γύρω τους, δεν μπορούμε να συμπεράνουμε μόνο ότι έχουν θέματα αυτοπεποίθησης κι αυτοεκτίμησης. Στην πραγματικότητα, βρισκόμαστε μπροστά σε μια προσωπικότητα που ίσως πάσχει από ψυχολογική διαταραχή.

Η δραματική ή οιστριονική διαταραχή έχει ως κυριότερα χαρακτηριστικά τη συνεχή επιζήτηση της προσοχής και την υπέρμετρη συναισθηματικότητα. Μόνο αυτά τα δύο δεν επαρκούν για να διαγνωσθεί κάποιος μ’ αυτήν τη διαταραχή, αλλά χρειάζεται να παρουσιάζει τουλάχιστον πέντε απ’ τις υπόλοιπες άλλες εκφάνσεις της που αφορούν σ’ όλη τη συμπεριφορά του ανθρώπου. Θα μπορούσαμε να τοποθετήσουμε τα χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς αυτών των ανθρώπων σε δύο κατηγορίες: αυτήν των εξωτερικών δειγμάτων κι αυτήν των εσωτερικών εκφράσεων.

Από την παρατήρηση των κινήσεων και της εξωτερικής εμφάνισης, παρουσιάζονται τα εξής σημάδια: Οι κινήσεις του σώματός τους είναι πολύ έντονες κι εκφραστικές, κατά τη διάρκεια της ομιλίας τους. Η ένταση της φωνής και του γέλιου τους είναι αρκετά πιο αυξημένη από των άλλων ανθρώπων. Ο τρόπος ομιλίας τους είναι περίπλοκος, χωρίς όμως αρκετή ουσία κι επιχειρήματα, έχοντας ως μόνο στόχο να ενθουσιάσουν τον δέκτη. Επενδύουν αποκλειστικά στην εξωτερική τους εμφάνιση, για την οποία δεν επιδέχονται αρνητικά σχόλια κι αν αυτά υπάρξουν, τους δίνουν μέγιστη σημασία κι έκταση. Είναι ο ορισμός των λεγόμενων «drama queens», παρουσιάζοντας τα συμβάντα και τα συναισθήματά τους με υπερβολικά δραματικό τρόπο. Συμπεριφέρονται με περισσότερη απ’ τη δέουσα οικειότητα σε μια νέα γνωριμία. Συναναστρέφονται το περιβάλλον τους με έντονα σαγηνευτικό τρόπο.

Στον εσωτερικό τους κόσμο, παρατηρούνται τα εξής φαινόμενα: Δυσφορούν σε παρέες και καταστάσεις που δε συγκεντρώνουν όλα τα βλέμματα. Όταν δεν επιτυγχάνουν τον σκοπό τους αισθάνονται θυμό, μελαγχολία και ματαίωση. Τα συναισθήματα κι οι απόψεις τους μεταβάλλονται ή κι εναλλάσσονται σε πολύ μικρά χρονικά διαστήματα. Επηρεάζονται εύκολα από τρίτους και καταστάσεις. Θεωρούν τις σχέσεις τους με τους άλλους πιο στενές και θερμές από όσο είναι στην πραγματικότητα. Αναζητούν συνεχώς νέες εμπειρίες και γνωριμίες, οι οποίες τους προκαλούν ενθουσιασμό και αίσθημα πληρότητας. Προσκολλώνται συχνά σε πρόσωπα εξουσίας, πιστεύοντας πως είναι η λύση σ’ οποιοδήποτε πρόβλημά τους.

Δεδομένων όλων αυτών, αν υποθέσουμε πως τα άτομα με δραματική διαταραχή νιώθουν ευτυχισμένα όταν λαμβάνουν τη σημασία που θέλουν ή όταν δημιουργούν τις προσωπικές σχέσεις που επιδιώκουν, θα κάνουμε πολύ μεγάλο λάθος. Το ενδιαφέρον των άλλων ποτέ δεν είναι αρκετό, καθώς όσο και λάβουν δε θα πάψουν να το αναζητούν από όλο και περισσότερους ανθρώπους. Οι σχέσεις τους δε γίνονται ποτέ στενές, αφού κάθε φορά που δημιουργείται το έδαφος για να γίνουν αυτοί απομακρύνονται. Αυτό συμβαίνει κυρίως για δύο λόγους∙ είτε θα νιώσουν ότι ξενέρωσαν πια, μην έχοντας κάτι περισσότερο να διεκδικήσουν, είτε θα νιώσουν φόβο για το πραγματικό δέσιμο μεταξύ αυτών και των τρίτων.

Το βασικό πρόβλημά τους στη δημιουργία ειλικρινών και στενών σχέσεων είναι το γεγονός πως έχουν δημιουργήσει ένα τέλειο προσωπείο, το οποίο θα καταρρεύσει όταν τους γνωρίσει κάποιος σε βάθος. Ακριβώς λόγω της χαμηλής τους αυτοεκτίμησης, τρέμουν στην ιδέα πως θα συμβεί αυτό, οπότε ο μόνος τρόπος να το αποφύγουν είναι να διαφύγουν. Έτσι, οι σχέσεις με τα άτομα αυτά είναι εφήμερες ή και πλασματικές. Απ’ τη μία σχέση, ερωτική ή φιλική, μεταπηδούν στην άλλη, ώστε να μην αισθανθούν μοναξιά, αλλά και να εξακολουθήσουν να παίρνουν την επιβεβαίωση που χρειάζονται.

Η διαταραχή αυτή, με όσα συμπεριλαμβάνει, εντοπίζεται σε πλειοψηφία στο γυναικείο φύλλο, όμως παρουσιάζεται και σε πολλούς άντρες. Παλαιότερα, μάλιστα, η δραματική διαταραχή ήταν γνωστή ως «υστερική», λέξη προερχόμενη απ’ την «υστέρα», δηλαδή τη μήτρα. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί σχετίστηκε περισσότερο με τις γυναίκες, αν αναλογιστούμε τη θέση της γυναίκας κάποτε στην κοινωνία, με πολλά εμπόδια προς την εξέλιξή της ως προσωπικότητα. Έρευνες που διεξάχθηκαν έδειξαν πως το 1-3% της κοινωνίας μας πάσχει απ’ τη δραματική διαταραχή, ενώ στο σύνολο των ανθρώπων που επισκέπτονται ψυχοθεραπευτή ανέρχεται στο ποσοστό του 10-15%.

Γενικότερα, ο λόγος που πάσχει κάποιος απ’ αυτήν τη διαταραχή εντοπίζεται ως συνήθως στην παιδική ηλικία. Εμφανίζεται κατά τα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσης ενός ατόμου και προκύπτει απ’ τη μίμηση του προτύπου του στην οικογένεια, που πιθανότατα έπασχε επίσης απ’ αυτό, την αδυναμία διαμόρφωσης προτύπου μέσα απ’ την οικογένεια και, σύμφωνα με κάποιους ψυχολόγους, από κάποιου είδους οιδιπόδειο σύμπλεγμα.

Πολλά απ’ τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά εύλογα μας θυμίζουν και τη ναρκισσιστική διαταραχή. Η βασικότερη απόκλισή τους, όμως, είναι ότι στην περίπτωση που αναφερθήκαμε είναι πιο εύκολο να αναγνωρίσει και να αποδεχτεί κάποιος ότι πάσχει απ’ τη διαταραχή, ενώ ο «Νάρκισσος» θα δυσκολευτεί πολύ να συνειδητοποιήσει και να αποδεχτεί τη διαταραχή που έχει. Έτσι, στη δική μας περίπτωση είναι κι ευκολότερη η αντιμετώπιση του ζητήματος, ενώ στην άλλη είναι μεγαλύτερη η κλίση της ανηφόρας.

Η αντιμετώπιση αυτού του θέματος επιβάλλει την καθοδήγηση ενός ψυχολόγου, ο οποίος θα λειτουργήσει υποστηρικτικά και θα χρησιμοποιήσει την κατάλληλη για την κάθε περίπτωση μέθοδο. Εφόσον κάποιος αποκτήσει επίγνωση της κατάστασής του και θέληση για βελτίωση, σταδιακά το πρόβλημα θα πάψει να υπάρχει. Αντίθετα, όσο κάποιος τείνει να παραβλέπει ή να καταπνίγει τα συναισθήματά του για τον εαυτό του και την αντιμετώπισή του απ’ τους άλλους, το πρόβλημα θα εντείνεται. Άρα, είναι προτιμότερο να φοβάται κάποιος την ενδεχόμενη «έκθεση» σ’ όλες του τις μελλοντικές γνωριμίες ή σ’ έναν μόνο έμπιστο ειδήμονα άνθρωπο;

 

Συντάκτης: Ελένη Βαλαβάνη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου