Υπάρχουν έρωτες που τους κουβαλάς πάνω σου σαν τατουάζ, κι άλλοι που ο εγκέφαλός σου φροντίζει να τους διαγράψει σαν spam. Όχι επειδή δεν πόνεσαν, αλλά επειδή απείλησαν τη συναισθηματική σου ασφάλεια τόσο βαθιά, που το ίδιο το νευρικό σου σύστημα ανέλαβε δράση.

Σου έχει τύχει να ξυπνήσεις ένα πρωί και να συνειδητοποιήσεις πως δε θυμάσαι πια ακριβώς πώς ήταν μαζί του/της; Παρά μόνο μεμονωμένες αναμνήσεις εδώ κι εκεί;

Έχεις προσπαθήσει ποτέ να ξεχάσεις κάποιον και τον είδες στον ύπνο σου πιο καθαρά απ’ ό,τι ποτέ στον ξύπνιο σου;

Ή να φτάνει ένα άρωμα στον δρόμο για να σε διαλύσει χωρίς καμία προειδοποίηση;

Ή να κάνεις σεξ με άλλον και να πεταχτεί ξαφνικά το όνομά του στο πίσω μέρος του μυαλού σου, σαν παραίσθηση;

Η νευροεπιστήμη έχει απάντηση: ο προμετωπιαίος φλοιός, αυτός ο εσωτερικός λογοκριτής, συντονίζεται με τον ιππόκαμπο κι αποφασίζουν ποια μνήμη αξίζει να μείνει και ποια πρέπει να κατασταλεί. Καμία ανάμνηση δεν απωθείται χωρίς εντολή και καμία εντολή δε δίνεται τυχαία. Η μνήμη, όσο κι αν παρουσιάζεται ως αθώα αρχειοθέτηση, υπόκειται σε επεξεργασία, επαναδιαπραγμάτευση, εξορία, κι αυτό ονομάζεται επιβίωση με φίλτρο, την απώθηση!

Ο χωρισμός από έναν άνθρωπο που αγάπησες δεν είναι απλώς μια δύσκολη περίοδος∙ για τον εγκέφαλο, είναι τραύμα. Όχι μεταφορικά. Κυριολεκτικά! Η απώλεια μιας ρομαντικής σχέσης ενεργοποιεί τις ίδιες περιοχές του εγκεφάλου, οι οποίες ενεργοποιούνται και σε περιπτώσεις μετατραυματικού στρες, όπως η αμυγδαλή που σχετίζεται με τον φόβο, ο ιππόκαμπος που καταγράφει και ανακαλεί τη μνήμη, και ο προμετωπιαίος φλοιός που προσπαθεί να διαχειριστεί τα συναισθήματα. Το σώμα δεν ξέρει αν σε παράτησαν ή αν σε χτύπησαν· το μόνο που ξέρει είναι ότι κάτι κατέρρευσε και σε απειλεί. Σαν να μην έφτανε αυτό, όμως, ο εγκέφαλος συνεχίζει να αντιδρά στον πρώην σαν να είναι ακόμη παρών. Μόνο που τώρα, κάθε φωτογραφία, κάθε flashback, κάθε τραγούδι που τον θυμίζει, πυροδοτεί το σύστημα ανταμοιβής, εκείνο που κάποτε σου έδινε ευχαρίστηση, εξηγώντας, το γιατί ενώ έχει τελειώσει, συνεχίζεις να νιώθεις εξάρτηση από αυτόν. Το σύστημα σου συνεχίζει να τον ζητά! Παράλληλα όμως, οι περιοχές που ρυθμίζουν τον συναισθηματικό πόνο φλέγονται και μέσα σε αυτό το χάος, ο εγκέφαλος διαλέγει ανάμεσα στο να προστατεύσει ή να επαναλάβει το σοκ. Άλλες φορές κρατά τα πάντα. Άλλες, αρχίζει να σβήνει κομμάτι-κομμάτι τις αναμνήσεις, μπλοκάροντας εικόνες, διαλόγους, ακόμα και τη φωνή του/της! Όχι επειδή ξεπέρασες αλλά επειδή δεν άντεξες να θυμάσαι!

Η καταστολή της μνήμης, βέβαια, δεν είναι μαγικό σβήσιμο∙ είναι μια ενεργή διαδικασία με μηχανισμό, στάδια και αντίσταση. Ο εγκέφαλος έχει τη δυνατότητα να προσπαθήσει συνειδητά να «μη θυμηθεί», στέλνοντας σήμα να σταματήσει η ανάκληση της ανάμνησης. Ο προμετωπιαίος φλοιός, παρεμβαίνει και μπλοκάρει την πρόσβαση στον ιππόκαμπο, δηλαδή εκεί που αποθηκεύονται όλα. Έτσι, όσο πιο συχνά του λες «μην το δείχνεις αυτό», τόσο περισσότερο το θάβει. Η καταστολή όμως δε γίνεται μονομιάς. Πρώτα αναγνωρίζεται η ανάμνηση ως ανεπιθύμητη κι έπειτα, ενεργοποιείται ένας μηχανισμός που της κλείνει την πόρτα. Σαν να εμφανίζεται ένα κόκκινο φανάρι που τη σταματά προτού φτάσει στην επιφάνεια. Δε σταματά μόνο η εικόνα ή η σκέψη, σταματά και το συναίσθημα που τις συνοδεύει. Ο εγκέφαλος δε διαγράφει απλώς· μειώνει ουσιαστικά το συναισθηματικό βάρος. Το τραύμα χάνει την έντασή του και κάπως έτσι, η απώθηση γίνεται άμυνα και παυσίπονο μαζί.

Ωστόσο, δεν επεξεργάζονται όλοι οι εγκέφαλοι τον χωρισμό με τον ίδιο τρόπο. Ο καθένας μας έχει αναπτύξει από την παιδική ηλικία έναν συναισθηματικό «τρόπο δεσίματος», που λέγεται τύπος προσκόλλησης κι αυτός καθορίζει πώς αγαπάμε, πώς θυμόμαστε, και πώς ξεχνάμε.

  1. Αν κάθε χωρισμός σε ρίχνει στα πατώματα και νιώθεις σαν να χάνεις τον εαυτό σου, ίσως έχεις έναν αγχωτικό τρόπο δεσίματος.
  2. Αν, αντίθετα, κάνεις ghost κι εξαφανίζεσαι προτού νιώσεις πολλά ή χωρίζεις ακαριαία χωρίς πολλά πολλά, ίσως ταιριάζεις περισσότερο στον αποφευκτικό τύπο.
  3. Κι αν, μέσα στην καταιγίδα του χωρισμού, καταφέρνεις να πονάς χωρίς να καταρρέεις πλήρως, πιθανόν έχεις μάθει από κάπου να δένεσαι με ασφάλεια.

Αναλυτικότερα, οι άνθρωποι με ασφαλή προσκόλληση έχουν μάθει να εμπιστεύονται, να δίνουν και να αντέχουν. Ο εγκέφαλός τους, σε στιγμές απώλειας, ενεργοποιεί περιοχές που βοηθούν στη ρύθμιση των συναισθημάτων, με πιο ισορροπημένη συμμετοχή του προμετωπιαίου φλοιού. Γι’ αυτό κι έχουν μικρότερη πιθανότητα να εμφανίσουν συμπτώματα παρόμοια με PTSD μετά από έναν χωρισμό.

Αντίθετα, οι αγχωτικά προσκολλημένοι παλεύουν με έντονη ενεργοποίηση του ιππόκαμπου, καθώς η μνήμη τους καταγράφει κάθε λεπτομέρεια, κάθε μικροέκφραση, κάθε μεταμεσονύχτιο μήνυμα. Οι ίδιες περιοχές που ενεργοποιούνται σε επείγουσες καταστάσεις, όπως η αμυγδαλή και ο anterior cingulate cortex, παραμένουν σε συνεχή υπερδιέγερση∙ θυμούνται υπερβολικά, επαναφέρουν νοητικά τη σχέση ξανά και ξανά, μέχρι να καταρρεύσουν.

Έπειτα, έρχονται οι αποφευκτικοί. Αυτοί που κόβουν κάθε πρόσβαση και φυσικά η στρατηγική τους είναι η καταστολή αναμνήσεων! Όχι επειδή δεν τους πονάει, αλλά επειδή δεν αντέχουν να εκτεθούν στον πόνο. Οι έρευνες δείχνουν ότι οι αποφευκτικοί ενεργοποιούν τον προμετωπιαίο φλοιό τόσο έντονα, που ο ιππόκαμπος, η περιοχή της μνήμης, μπλοκάρεται σκόπιμα. Η ανάμνηση δεν περνά καν ή περνά και τη θάβουν, αλλά η αποθήκευση συνεχίζει υπόγεια, διότι ακόμα και καταπιεσμένη, η μνήμη ζει! Κι όταν κάποιος ή κάτι παρακάμψει αυτό το εσωτερικό φράγμα, η ανάμνηση χτυπάει με όλη την ένταση που της στέρησε.

Έτσι, καταλήγουμε, ότι η καταστολή έχει κόστος, ειδικά για όσους έχουν μάθει να αποφεύγουν τα δύσκολα, καθώς όταν πείθεις τον εαυτό σου πως δε σε άγγιξε, πως πέρασε και δεν ακούμπησε, πως ήταν πολύ νωρίς για να νιώσεις κάτι, ενώ συμβαίνει το αντίθετο, αυτό δεν σημαίνει ότι το ξεπέρασες. Σημαίνει απλώς ότι το έκρυψες καλά. Όμως ό,τι θάβεται πρόχειρα, βγαίνει στην επιφάνεια ξαφνικά, μηχανισμός γνωστός κι ως rebound effect, ο οποίος χτυπά πιο σκληρά τους ανθρώπους με αποφευκτικό τύπο προσκόλλησης. Όσους έμαθαν να σώζουν τον εαυτό τους με το «δεν θα το σκέφτομαι», αλλά το μυαλό δε λειτουργεί με λογική. Λειτουργεί με «κύκλους» κι όσο τον κλείνεις βίαια, τόσο πιο αναπάντεχα θα ξανανοίξει.

Κάπου εκεί, κάποιοι αρχίζουν να νιώθουν πως δεν αγαπούν ούτε τον εαυτό τους πια. Όχι επειδή δεν αξίζουν, αλλά γιατί δεν αναγνωρίζουν πια ποιοι είναι, καθώς για να ξεχάσουν τον άλλον, απώθησαν, καταπίεσαν κι ένα κομμάτι του εαυτού τους, αυτό που ένιωθε, που νοιαζόταν, που αγαπούσε. Κι όσο καταπίεζαν τις αναμνήσεις για να συνεχίσουν, τόσο πιο απόμακροι ένιωθαν μέσα τους. Όχι επειδή τελείωσε ο έρωτας ή δεν υπήρξε ποτέ, αλλά επειδή χάθηκε η σύνδεση με την πλευρά τους που κάποτε τόλμησε να αγαπήσει.

Αλλά πώς να αγαπήσεις εσένα, όταν ο πραγματικός σου εαυτός, έμεινε θαμμένος στην αγκαλιά που αρνήθηκες να θυμάσαι;

Όμως, ο νόμος της επιστροφής του καταπιεσμένου είναι αμείλικτος, όπως είπε κι ο Sigmund Freud:

«Τα ανέκφραστα συναισθήματα δεν πεθαίνουν ποτέ. Θάβονται ζωντανά και εμφανίζονται αργότερα με πολύ πιο άσχημους τρόπους.»

Επιστρέφουν στα όνειρα, στη μοναξιά, στις λάθος αγκαλιές, στις στιγμές που δεν καταλαβαίνεις γιατί νιώθεις άδειος. Μόνο όταν σταματήσεις να προσπαθείς να ξεχάσεις, αρχίζεις να θυμάσαι ποιος ήσουν.

 

Συντάκτης: Έρρικα Στ. Παπαδημητρίου