

Τα λεφτά, διαχρονικά και διακοινωνικά, αποτέλεσαν (και αποτελούν) την κινητήριο δύναμη των πάντων. Όλα τα δεινά με τα οποία έχει, στο διάβα της ιστορίας, αναμετρηθεί ο άνθρωπος, είχαν εφαλτήριο τα χρήματα, το κέρδος και την αβυσσαλέα μανία του να βγάλει, ει δυνατόν, περισσότερα. Τα λεφτά, ακόμη και σήμερα – που υποτίθεται πως έχουμε πάει ένα βήμα μπροστά, έχουμε ξαπλώσει στο ντιβάνι του ψυχοθεραπευτή και έχουμε αναλύσει την όποια εθνική ή διεθνή παθογένεια – συνιστούν τον άξονα αναφοράς μας. Με βάση τα λεφτά επιλέγουμε τις σπουδές μας, το επάγγελμά μας, τα χόμπι μας, το περιβάλλον μας.
Και μπορεί να ακούγεται αρκετά κυνική αυτή η παραδοχή, όμως δεν παύει να είναι αλήθεια. Θα μου πείτε –εύστοχα– πως κάτι τέτοιο είναι απόλυτα λογικό και καθόλου μεμπτό, αφού τα λεφτά είναι εκείνα που μας εξασφαλίζουν τα προς το ζην, δηλαδή όλα εκείνα τα αναγκαία που θα μας επιτρέψουν, στον παρόντα αλλά και στον μέλλοντα χρόνο, να ζήσουμε. Έχετε δίκιο. Όποιος δεν έχει λεφτά δεν μπορεί να επιβιώσει και θέτει τον εαυτό του σε μία διαρκή διαδικασία αναζήτησης των αναγκαίων οικονομικών πόρων που θα του εξασφαλίσουν –τουλάχιστον– τη ζωή.
Όμως, τι συμβαίνει με εκείνους που έχουν λεφτά; Και δε μιλώ για τους πλούσιους και τους εφοπλιστάδες. Μιλώ για τον μέσο εκείνο κοινωνό που ξυπνάει κάθε πρωί και πάει –θέλοντας και μη– στη δουλίτσα του και αποκτά έτσι το δικαίωμα αξίωσης μισθού στο τέλος του μήνα. Δηλαδή, με λίγα λόγια, αναφέρομαι στους ανθρώπους της διπλανής πόρτας, η πλειονότητα των οποίων, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, καταφέρνει να εξασφαλίσει ένα εισόδημα –μικρότερο ή μεγαλύτερο– στο τέλος του μήνα. Έχετε σκεφτεί ποτέ τι σημαίνει για έναν άνθρωπο ο τρόπος με τον οποίο επιλέγει να ξοδέψει ό,τι χρήματα έχει;
Ξοδεύεις τα λεφτά σου σε ταξίδια ή φαγητά; Επενδύεις μία περιουσία σε καλλυντικά και αρώματα; Χαλάς λεφτά μόνο σε θέατρα, συναυλίες και βιβλία; Κάνεις οικονομία ή ζεις τη στιγμή; Τι σημαίνουν άραγε όλες αυτές οι επιλογές σου για την ψυχοσύνθεσή σου;
Και φυσικά δεν αναφέρομαι σε μεμονωμένες σπατάλες. Διότι όλοι, κάποια στιγμή, αγοράσαμε ρούχα, παπούτσια και αεροπορικά εισιτήρια. Αναφέρομαι στις επιλογές, στις οποίες μανιωδώς καταφεύγουμε – στα έξοδα που κάνουμε, ακόμη κι όταν το εισόδημά μας δε μας το επιτρέπει.
Αν ένας άνθρωπος με μέτριο μισθό ξοδεύει, για παράδειγμα, μία μικρή περιουσία –ή τέλος πάντων ένα σημαντικό ποσοστό του εισοδήματός του– για τα μαλλιά του ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο της εξωτερικής του εμφάνισης, τότε αυτό μπορεί να υποδηλώνει ματαιοδοξία, ανάγκη για αποδοχή, ενδιαφέρον για τη γνώμη των άλλων, υψηλό κοινωνικό άγχος. Αν ένας άνθρωπος τα φέρνει βόλτα δύσκολα και παρ’ όλα αυτά δεν ακυρώνει κανένα εβδομαδιαίο ραντεβού στο κομμωτήριο, θα πρέπει να αναζητηθούν τα βαθύτερα –εκείνα που ξεπερνούν την ως άνω επιδερμική εκτίμηση– αίτια της συμπεριφοράς του.
Όταν ένας άνθρωπος, μολονότι δεν έχει παιδιά, σκυλιά ή άλλες υποχρεώσεις, κάνει αυστηρή οικονομία και δεν επιτρέπει στον εαυτό του κανένα έξοδο, αν αυτό δεν είναι απολύτως αναγκαίο για την επιβίωσή του, πιθανόν να κρύβει μέσα του μία διάθεση ελέγχου, έναν φόβο απώλειας, μία καταθλιπτική διαταραχή και, ίσως, μία ανασφάλεια. Είναι επίσης πιθανό να είναι το πρώτο παιδί στην οικογένειά του.
Από την αντίπερα όχθη, τώρα, εκείνος που ξοδεύει ασύστολα, αψηφώντας το τι μέλλει γενέσθαι και θέτοντας σε σοβαρό κίνδυνο το πορτοφόλι του, μπορεί να είναι απλά (ένα ακόμη) θύμα του σύγχρονου υπερκαταναλωτισμού, να φοβάται να αντικρίσει το μέλλον, να είναι παρορμητικός στις αποφάσεις του, να λειτουργεί κυρίως με το ένστικτο. Αυτή η συμπεριφορά στα οικονομικά συναντάται πάρα πολύ συχνά στην Gen Z, μια γενιά που μεγάλωσε αγκαλιά με την αμφιβολία και την ανασφάλεια, επομένως η ιδέα της αποταμίευσης μοιάζει παρωχημένη κι εκτός εποχής.
Αν επιλέξει κάποιος να αγοράσει κάτι – οτιδήποτε – προτού τακτοποιήσει τις πάγιες ή έκτακτες υποχρεώσεις του και ξοδέψει έτσι ό,τι χρήματα είχε, χωρίς οι τελευταίες να ικανοποιηθούν, μιλάμε απλά για έναν άνθρωπο ανεύθυνο ή μήπως η πραγματικότητα είναι υπολανθάνουσα; Κάθε φορά που αγοράζουμε εκείνο το δεύτερο ζευγάρι παπούτσια που είδαμε στη βιτρίνα, αλλά δεν το έχουμε πραγματικά ανάγκη, πραγματώνουμε όλες εκείνες τις θεωρίες που κάνουν λόγο για τη δύναμη του καπιταλισμού και τον σύγχρονο υπερκαταναλωτισμό ή εξωτερικεύουμε, με αυτή μας την πράξη, ένα στοιχείο του χαρακτήρα μας;
Τα λεφτά και, κυρίως, ο τρόπος με τον οποίο επιλέγουμε να τα ξοδεύουμε, τείνουν να αποκαλύπτουν ποιοι είμαστε ή ποιοι θα θέλαμε να είμαστε – ή, τουλάχιστον, τι εικόνα θέλουμε να προβάλλουμε στους άλλους. Αποκαλύπτουν πάρα πολλά για τον χαρακτήρα μας, τον τρόπο που σκεφτόμαστε και ενεργούμε και, εντέλει, για τον τρόπο με τον οποίο υπάρχουμε στον κόσμο τούτο.
Ωστόσο, επειδή κανένας δεν παρουσιάζει ολοκληρωτική ομοιομορφία και συνοχή, για κάθε περίπτωση από τις παραπάνω που σας κινεί το ενδιαφέρον, θα πρέπει να προβαίνετε σε in concreto εκτίμηση. Μόνο αν κατανοήσουμε γιατί ξοδεύει κάποιος τα ποσά που ξοδεύει, θα μπορέσουμε να έχουμε μία ασφαλή εκτίμηση. Όμως, επειδή, αν θέλουμε να έχουμε μία ξεκάθαρη εικόνα του άλλου, πρέπει να δώσουμε πρώτα εμείς ένα σκιτσάρισμα του εαυτού μας, πριν αναρωτηθείς για τον απέναντί σου, απάντα στον εαυτό σου το εξής ερώτημα:
«Γιατί έκανα αυτήν την (τελευταία) αγορά;»