Το «μα πού πας και τους ή τις βρίσκεις;» είναι μια ερώτηση που παίζει πολύ στις αποτυχίες του έρωτα. Δεν ξέρω αν είναι μαζοχισμός ή αν έχουμε τον μαγνήτη, που λένε, αλλά λίγο πολύ όλοι έχουμε μουτζώσει τον εαυτό μας για τις οποίες σχέσεις μας. Και το λέω κι εγώ που θα έγραφα δωδεκάτομη εγκυκλοπαίδεια για πρώην που θάβουμε ή μας θάβουν. Ακόμα κι αν έχουν περάσει μέρες, μήνες, χρόνια, τους μνημονεύουμε συχνά πυκνά, ειδικά όταν είμαστε σε μια νέα σχέση, που θέλοντας και μη μια σύγκριση υπάρχει, είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο.

Σαφώς, το ίδιο μπορεί να συμβεί κι από την αντίθετη, με τη νέα μας σχέση να μάς συγκρίνει διαρκώς με την προηγούμενη, η οποία στα μάτια της ήταν καλύτερη από μας σε σχέση με την εμφάνιση αρχικά, μετά την εξυπνάδα και για αποκορύφωμα, τις σεξουαλικές επιδόσεις. Κι αναρωτιέσαι, αφού η προηγούμενη σχέση ήταν η επιτομή της τελειότητας, γιατί έληξε; Γιατί πληρώνεις εσύ τη νύφη για άλλη μια φορά; Σε όλο αυτό το στόρι υπάρχει και το ακόμα χειρότερο, να έχεις το ίδιο όνομα με την προηγούμενη σχέση και ξαφνικά το ταίρι σου γίνεται κάτι σαν τον κόμη Δράκουλα που έψαχνε ένα πιστό αντίγραφο της αιώνιας αγαπημένης.

Μην και μπερδέψει, δε, τα ονόματα πάνω σ’ έναν καβγά ή πάνω στο κρεβάτι! Κι άντε, πες στην πρώτη, έκανε έναν κακό συνειρμό. Στη δεύτερη περίπτωση, σκέψου να νομίζεις ότι το απολαμβάνει μαζί σου, αλλά τελικά στο πρόσωπό σου να βλέπει πρώην έρωτες. Πόση υπομονή να κάνεις; Δε θα του πεις «τράβα εκεί που ήσουν καλά»; Θα το πεις. Μετά θα αρχίσεις τα μπινελίκια. Στο τέλος θα κάνεις δωράκι κι ένα ωραίο ζευγάρι κέρατα και θα πας παρακάτω, όπου, συνήθως το παρακάτω είναι και χειρότερο, διότι η απογοήτευση μάς κάνει να ρίχνουμε τον πήχη.

Πας λοιπόν στο παρακάτω, αφού έχεις τραγουδήσει στην προηγούμενη σχέση το άσμα του Σαμπάνη, «σ’ αφήνω τώρα στον επόμενο». Κι έχεις τη χαρά της ανακάλυψης! Με τη νέα σχέση, δεν έχεις τίποτα να συζητήσεις, δεν έχει ενδιαφέροντα, μιλάει μόνο για τη δουλειά αλλά η δική σου δε μας νοιάζει, ούτε σαφώς κι οι σκέψεις σου, τα συναισθήματά σου, οι προβληματισμοί σου. Νάδα, φιλενάδα ή φιλενάδε. Ασυναίσθητα θα συγκρίνεις με τους πρώην, που όσο μαλάκες και να ήταν, είχατε μια στοιχειώδη επικοινωνία.

Κάπου εκεί σου μπαίνουν ψύλλοι στ’ αυτιά, όπως λέει ένα άλλο άσμα κι αμφιβολίες το μυαλό σου βασανίζουν πολλές, έτσι για να ολοκληρωθεί το αφιέρωμα. Οπότε έρχεται η αποφράδα μέρα, που είτε τυχαία είτε καθόλου τυχαία το λήγετε το κακόγουστο αστείο, γιατί όλως τυχαίως βρήκες μηνύματα στο κινητό ή βρακί στο μπάνιο, ή κάποιος έφαγε τη μαρμελάδα σου- ξέρει η Σακίρα να σου πει. Κι αφού τον/ την ξεμπροστιάσεις στη λέει κι από πάνω, ότι δε δείχνεις εμπιστοσύνη, ενώ το κερατάκι -συγγνώμη το κερασάκι- στην τούρτα, είναι πως τολμάει και να επικαλεστεί ότι όλο αυτό ήταν στημένο γιατί ήξερε ότι έψαχνες. Άντε γεια, μωρό μου, άντε γεια, λες και πας παρακάτω για άλλη μια φορά σαν τον Αντώνη Ρέμο.

Αφού, έχεις δύο στα δύο, πας διαβασμένος στην επόμενη σχέση για να μη σε στείλει αδιάβαστο. Στην αρχή όλα καλά, δεν πιστεύεις στην τύχη σου. Η τύχη όμως γελάει, γιατί η τύχη ξέρει. Ξέρει, ενώ εσύ είσαι σε πλήρη άγνοια, ότι ναι μεν δεν έχει ο νέος έρωτας τα πλην των πρώην, σε γουστάρει τρελά, δε μιλά για τον Ολυμπιακό όλη μέρα και θυμάται κι επετείους, δε σου εκφράζει ανοιχτά τα συναισθήματα που έχει. Γιατί; Γιατί οι πρώην του δεν το εκτιμούσαν. Και κάπου εκεί η τύχη ξεκαρδίζεται στα γέλια κι εσένα σου απλώνονται τα τραύματα των πρώην για μεσημεριανό στο τραπεζάκι σας.

Πιο καλή η μοναξιά, καταλήγεις. Το εννοείς όμως; Γιατί κι η μοναξιά γελάει -παράλληλα με την τύχη, λογικά τρώνε και ποπ κορν, βλέποντας την ταινία της ζωής σου- γιατί η μοναξιά ξέρει. Οπότε, δύο τινά υπάρχουν: το ένα είναι να βρεις κάποιον ή κάποια που να είναι όλοι εκείνοι ή εκείνες μαζί, όπως λέει ο πολυαγαπημένος Οικονομόπουλος ή να πεις πως «όλα ξαναρχίζουνε με μένα» σαν τη Βανδή που πλέον το αφιερώνει στον Μπισμπίκη της, να ρίξεις και μια ζεμπεκιά και να δεχτείς πως οι άνθρωποι κάνουν τους συνδυασμούς να πετυχαίνουν. Διαλέγεις και παίρνεις.

Συντάκτης: Ντέμη Λυριντζή
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου