Ήσουν τετάρτη δημοτικού. Το κουδούνι είχε μόλις χτυπήσει για μέσα. Μπήκες στην τάξη ιδρωμένος απ’ το παιχνίδι και με καμία όρεξη για Φυσική. Όταν, όμως, ο δάσκαλος μπήκε στην αίθουσα, εσένα το βλέμμα σου έπεσε κατευθείαν σε δύο περίεργα αντικείμενα που κρατούσε στο χέρι του. Δυο ίσια πραγματάκια, βαμμένα μισό μπλε και μισό κόκκινο. Κοίταξες τον δάσκαλο με ανυπομονησία, μιας κι όποτε έφερνε τέτοια μπιχλιμπίδια στην τάξη ήξερες ότι κάτι ενδιαφέρον θα ακολουθούσε.

Πήγε μπροστά στην έδρα κι ένα πονηρό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του. «Σήμερα, παιδιά μου, θα δούμε κάτι που θα σας αρέσει πολύ. Μαζευτείτε γύρω μου να βλέπετε καλύτερα.» Όλοι τρέξατε γρήγορα και μαζευτήκατε περιμετρικά της έδρας, με τα μάτια σας καρφωμένα στα χέρια του. Ο δάσκαλος άρχισε να πλησιάζει τα δύο αυτά κομμάτια μεταξύ τους. Το ένα ήταν απ’ την μπλε πλευρά του και το άλλο απ’ την κόκκινη. Καθώς ήρθαν κοντά, ένα δυνατό «κλακ» ακούστηκε, κι έγιναν ένα! Ο δάσκαλός σας κοίταξε με ενθουσιασμό, σχεδόν ίδιο με τον δικό σας, κι είπε: «Τα ετερώνυμα έλκονται». Ούτε που φανταζόσουν όμως εκείνη τη στιγμή ότι αυτή η φράση θα σε κυνηγούσε, για πολλά χρόνια ακόμη.

Κι οι καιροί πέρασαν. Ο έρωτας χτύπησε και τη δίκη σου πόρτα αλλά φυσικά και των φίλων σου. Κάθε φορά που παρατηρείς, λοιπόν, είτε στον εαυτό σου είτε γύρω σου, στοιχεία έρωτα με εμφανείς διαφορές μεταξύ των δύο εμπλεκομένων, το πρώτο πράγμα που σου ‘ρχεται στο μυαλό είναι εκείνα τα δύο μαγνητάκια να γίνονται ένα κι αναφωνείς μέσα σου «Λογικό, αφού τα ετερώνυμα έλκονται». Είναι, όμως, έτσι τα πράγματα; Μήπως αυτή η τόσο χιλιοειπωμένη φράση κρύβει μέσα της μικρότερη δόση αλήθειας από όση πιστεύουμε;

Οι άνθρωποι, από τη φύση μας, έχουμε την τάση να αποζητούμε το οικείο. Όλοι μας έχουμε πρότυπα στη ζωή μας, είτε το αντιλαμβανόμαστε είτε όχι. Υπάρχουν άνθρωποι που μας επηρέασαν. Μια εικόνα την οποία βλέποντας για καιρό, κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού μας, χαράχτηκε ότι, ναι, αυτό είναι το ιδανικό. Κι όταν ξαφνικά μπροστά μας βρεθεί ο άνθρωπος που θα ανασύρει από μέσα μας στοιχεία αυτού του ιδανικού, εκεί ακούγεται το «κλικ». Το «κλικ», αντίστοιχο του «κλακ» που ακούσαμε εκείνη την πρώτη φορά με τους μαγνήτες.

Άλλωστε, μόνο το οικείο μας προσφέρει ασφάλεια. Κι η ασφάλεια, ως το αντίθετο του φόβου, είναι ένα απ’ τα πιο αρχέγονα ένστικτα που μπορεί να νιώσει ένας άνθρωπος. Ένα ένστικτο που μόλις ενεργοποιηθεί μπορεί πολύ εύκολα να οδηγήσει στον έρωτα. Κι ίσως από ‘κεί και στην αγάπη.

Αν, όμως, είναι έτσι τα πράγματα, τότε για ποιο λόγο βλέπουμε τόσο έντονα το στοιχείο του αντιθέτου σε αυτά που ερωτευόμαστε; Και μήπως, τελικά, αυτό που μας ελκύει δεν είναι η αντίθεση αυτή καθ’ εαυτή, αλλά η ομοιότητα που βλέπουμε μέσα στο αντίθετο;

Όταν βλέπεις κάτι αντίθετο από ‘σένα, το οποίο όμως έχει στοιχεία του εαυτού σου, στην ουσία βλέπεις μια διαφορετική εκδοχή σου. Βλέπεις αυτόν τον άνθρωπο και μέσα απ’ τη δίκη του ζωή, βλέπεις τι δυνατότητες έχεις. Τον βλέπεις να κάνει κάτι το οποίο εσύ ποτέ δεν τόλμησες κι υποσυνείδητα λες «Ναι, ρε φίλε! Κι εγώ θα μπορούσα να το καταφέρω!». Όταν στο πρόσωπο που έχεις απέναντί σου εντοπίζεις μόνο διαφορές, τότε δεν μπορείς να νιώσεις ταύτιση. Χωρίς ταύτιση δε θα νιώσεις οικειότητα. Χωρίς οικειότητα, δε θα νιώσεις ασφάλεια. Ένας φαύλος κύκλος ο οποίος αρχίζει και τελειώνει όχι στις διάφορες αλλά στις ομοιότητες που θα δεις στον άνθρωπό σου.

Την επόμενη φορά, λοιπόν, που θα δεις γύρω σου τον έρωτα, μην αναζητήσεις να βρεις τις διαφορές. Μην ψάξεις να δεις το εύκολο. Αυτό που θα δουν όλοι. Τις ομοιότητες ψάξε να βρεις. Κι όταν κάποιος σου πει τη γνωστή ατάκα, μην απαντήσεις. Απλά χαμογέλα. Γιατί όταν καταφέρεις να δεις τα στοιχεία που ενώνουν, αντί για αυτά που διαχωρίζουν, τότε και μόνο τότε θα δεις γύρω σου τον έρωτα σε όλο το μεγαλείο του. Γιατί μόνο αυτός μπορεί ακόμη και τις μεγαλύτερες διάφορες να της εκμηδενίσει και να σε κάνει να νιώσεις την υπέρτατη ταύτιση, ακόμη και με κάποιον που οι γύρω σου θεωρούν αντίθετό σου.

Συντάκτης: Μαρία Ρουσσάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη