Το τέλος μιας σχέσης δε γράφεται πάντα τη στιγμή που ανοίγει ο ένας το στοματάκι του και κάνει τη μεγάλη ανακοίνωση. Στην ουσία μπορεί να έχει γραφτεί ημέρες, εβδομάδες, ή και μήνες πίσω. Την ώρα που ο ένας από τους δύο συνειδητοποιεί πως η κατάσταση είναι τελειωμένη, όχι επειδή δεν μπορεί, αλλά επειδή δε γουστάρει να το παλέψει παραπάνω. Είτε επειδή έφτασε στα όριά του, είτε απλά επειδή τελικά του τελείωσε. Και πρόκειται για συνειδητοποίηση που δε χωράει ούτε αμφιβολίες ούτε «μήπως». Στο κεφάλι του ο χωρισμός είτε τετελεσμένος. Η ερώτηση λοιπόν που προκύπτει είναι, αφού το τέλος μέσα του έχει, όχι απλά γραφτεί, αλλά έχει μπει υπογραφή και σφραγίδα, για ποιο λόγο η ανακοίνωση καθυστερεί; Γιατί να μπαίνουμε, όλοι μας πού και πού, στη διαδικασία να μένουμε σε σχέσεις όταν ξέρουμε πως έχουν τελειώσει;

Συχνά αυτό που θα πούμε στον εαυτό μας, ή και σε άλλους, είναι ότι περιμένουμε μήπως και αλλάξει κάτι. Μήπως δούμε κάποια συμπεριφορά που, έτσι από το πουθενά, θα μας γυρίσει τη γνώμη τούμπα. Για πάμε όμως να αναρωτηθούμε λίγο ειλικρινά. Θέλουμε; Έστω ότι έρχεται η στιγμή, ευθυγραμμίζονται τα άστρα, μας επιστρέφονται κάτι παλιές καλές μας πράξεις, κουνάει λίγο κι ο Χάρι Πότερ το ραβδί του και γίνεται αυτό το κάτι που μας φωνάζει μέσ’ στα μούτρα ότι η σχέση τελικά αξίζει. Με βάση τα όσα νιώθουμε, θέλουμε να σωθεί; Ή μένουμε ελπίζοντας ενδόμυχα πως αυτό το κάτι δε θα γίνει ποτέ; Για δικαιολογία πρόκειται και τίποτα παραπάνω.

Get Over It! | eBook


€5,00

-----

 

Πολλές φορές μένουμε περιμένοντας όντως να γίνει κάτι, όχι όμως κάτι που θα σώσει, αλλά κάτι που θα δώσει τη χαριστική βολή. Μένουμε περιμένοντας τη σωστή δικαιολογία για να φύγουμε, αφού το «μου τελείωσε» δεν είναι κοινώς αποδεκτό. Μένουμε ελπίζοντας να μας βγάλει ο άλλος από τη δύσκολή θέση, προσφέροντάς μας ένα δυνατό άλλοθι. Ελπίζοντας να μπορέσουμε να πασάρουμε σε εκείνον το ρόλο του κακού. Περιμένουμε, σχεδόν παρακαλώντας το πρόσωπο απέναντί μας να τοποθετήσει έναν άσσο στο μανίκι. Ύπουλο; Μπα, ανθρώπινο και υποσυνείδητο. Φόβος κρύβεται από πίσω λόγω όλων των φορών που είπαμε για κάποιον άλλον «μα καλά, τον άνθρωπό του δεν τον σκέφτηκε καθόλου;». Πώς τώρα λοιπόν να γίνουμε εμείς οι «αναίσθητοι»;

Είναι και φορές που παίρνει ο εγωισμός τα γκέμια και κάνει εκείνος κουμάντο με ένα διαφορετικό τρόπο. Έρχεται να μας φωνάξει πως μέσα σε αυτήν τη σχέση εμείς έχουμε ρίξει χρόνο. Έχουμε κάνει επένδυση που δεν μπορούμε να απλώσουμε το χέρι μας και να πάρουμε πίσω έτσι απλά. Έχουμε ρίξει συναίσθημα και βαριές δηλώσεις. Έτσι τσάμπα θα τα αφήσουμε να πάνε όλα; «Ναι, μα…» έρχεται η λογική να πει, «αφού δε βγάζει πουθενά». Και που το είπε όμως, ο εγωισμός κουβέντα δεν ακούει. Επιβάλει την άποψή του και λέει πως εκείνος θέλει ο χρόνος του να αξίζει. Ζητάει αποζημιώσεις και επιμένει πως αν ψάξουμε πραγματικά, κάπου θα τη βρούμε τη λύση. Και είναι επίμονος ο άτιμος. Μας κρατάει δεμένους κάπου και αρνείται πεισματικά να μας αφήσει λίγο λάσκα.

Άλλες φορές πάλι μένουμε παλεύοντας να χτίσουμε λίγο καλύτερα το story μας. Να φροντίσουμε να τελειώσει μεν, αλλά να αφήσει γλυκιά γεύση πριν το κλείσιμο. Κάτι σαν εκείνες τις ταινίες με το άσχημο τέλος, που τόσο πολύ μας αρέσει να βλέπουμε επειδή νιώθουμε πως ο ρεαλισμός του φινάλε κάνει το ενδιάμεσο κομμάτι να αξίζει περισσότερο. Κάνει τους πρωταγωνιστές να φεύγουν έχοντας τον άλλον στο μυαλό τους σαν κάτι που ήρθε, άφησε πέντε όμορφες αναμνήσεις και έκλεισε τον κύκλο φυσικά. Κάπως ουτοπικό σαν σκέψη βέβαια, αφού όσο κι αν αρνούμαστε να το δεχτούμε ακόμη και οι ταινίες με άσχημο τέλος μόνο στο ρεαλισμό δεν είναι βασισμένες. Ένα όμορφο ενδιάμεσο κάνει το τέλος να μοιάζει πολύ χειρότερο, όπως ακριβώς μια ημέρα γεμάτη ήλιο, μπορεί να κάνει τη ψιχάλα να μας φανεί καταιγίδα.

Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία τελικά ο λόγος που μας κάνει να μένουμε. Σημασία έχει όμως το να συνειδητοποιήσουμε και να πούμε ανοιχτά στον εαυτό μας τι ακριβώς είναι αυτό που θέλουμε. Το να βρούμε τα κότσια να δεχτούμε ότι κάποια πράγματα απλά είναι να τελειώσουν. Ότι ο χρόνος που επενδύσαμε, τι κρίμα, πήγε τσάμπα και ότι η λύση δεν κρύβεται στο να χάσουμε λίγο ακόμη. Ότι όσο όμορφη κι αν στήσουμε την ιστορία το τέλος δε θα γίνει καλύτερο. Και ότι ακόμη και να μας τη δώσει ο άλλος την αφορμή, ουσιαστικά πάλι δική μας θα είναι η απόφαση αφού την είχαμε πάρει από πριν. Να δεχτούμε ότι δεν μπορούν όλες οι κινήσεις μας να έχουν για γνώμονα την ανιδιοτέλεια και ότι, ναι, μία στο τόσο είμαστε εμείς οι κακοί. Μόνο έτσι θα ξεμπλοκάρουμε.

Όταν λοιπόν το τέλος έχει έρθει, ας το δηλώνουμε ανοιχτά και με τη μία. Και στον εαυτό μας και στον άλλον. Μισόλογα, ευνουχισμένες σκέψεις και πράξεις με μισή καρδιά ούτε νόημα έχουν, ούτε αποτέλεσμα. Ας μάθουμε να βάζουμε επιτέλους τις τελείες μας τη στιγμή που πρέπει και ίσως τελικά να δούμε πως αυτός είναι και ο μόνος τρόπος να κάνουμε το ενδιάμεσο να αξίζει.

Συντάκτης: Μαρία Ρουσσάκη