Σκέψη στη σκέψη, ανάλυση στην ανάλυση, προβληματισμός στον προβληματισμό και αμφιβολία στην αμφιβολία. Απλές και αυθόρμητες κινήσεις που οδηγούν, μαθηματικά, στην υπερανάλυση. Όταν σκεφτόμαστε ένα υπεραναλυτικό άτομο, κατά πάσα πιθανότητα χτίζουμε την εικόνα ενός ατόμου επιφυλακτικού, που εφτά φορές σκέφτεται και μία κινείται. Που δυσκολεύεται να πάρει αποφάσεις. Ενός ατόμου που καταλήγει να μη ζει το παρόν του λόγω του λαβύρινθου που τα σκάει στο κεφάλι του κάθε που εμφανίζεται μπροστά του μια απόφαση. Και τη χτίζουμε έτσι την εικόνα, γιατί έχουμε μάθει να φανταζόμαστε την υπερανάλυση σαν ένα τεράστιο και πολύ δυνατό λουρί, το οποίο μας κρατάει σταθερούς στη θέση μας αποτρέποντάς μας από το να κάνουμε την οποιαδήποτε κίνηση. Πόσο παράδοξο λοιπόν δεν ακούγεται όταν λέμε πως τα πιο υπεραναλυτικά άτομα είναι ταυτόχρονα και τα πιο παρορμητικά και αυθόρμητα;

Για αρχή ας ξεκαθαρίσουμε πως σήμερα δεν αναφερόμαστε σε περιπτώσεις light, ούτε στα ατοπήματα στα οποία πάνω κάτω όλοι πέφτουμε. Δε μιλάμε ας πούμε για τα άτομα που ενόψει μιας καψούρας ξεκινάνε τα ξενύχτια διαβάζοντας το ίδιο μήνυμα ξανά και ξανά, καταλήγοντας να αναρωτιούνται αν οι τρείς τελίτσες στο τέλος του «Καλησπέρα…» είχαν κάποιο κρυφό μήνυμα. Ούτε μιλάμε για όσους μετά από έναν καβγά θα κάτσουν να ξαναπεράσουν κάθε λέξη από το μυαλό τους ψάχνοντας για όσα ίσως να μην ειπώθηκαν. Σήμερα μιλάμε για τα πιο βαθιά υπεραναλυτικά άτομα. Εκείνα που βρισκόμενα μπροστά σε μια απόφαση ξεκινάνε να σκέφτονται παρελθόν, παρόν και μέλλον. Που φτιάχνουν εναλλακτικά σενάρια για την κάθε πιθανότητα, καταλήγοντας όμως να εστιάζουν στην πιο αρνητική εκδοχή της κάθε υπόθεσης. Εκείνους που δημιουργούν ουσιαστικά ένα χάρτη στο μυαλό τους, ψάχνοντας το κάθε μονοπάτι για κρυμμένες παγίδες, καταλήγοντας να βλέπουν παντού την κίτρινη ταμπέλα με το θαυμαστικό που αφήνει να εννοηθεί πως οποιαδήποτε μετακίνηση από την τωρινή θέση μπορεί να οδηγήσει σε βέβαιη καταστροφή. Με αποτέλεσμα, να μένουν παγωμένοι στη θέση τους. Μιλάμε με λίγα λόγια για άτομα που αγγίζουν τα άκρα και αυτό τους κρατάει στάσιμους. Με ξεκάθαρο λοιπόν αυτό, προκύπτει λογικά η απορία του πώς ένας τέτοιος άνθρωπος μπορεί να κρατάει ταυτόχρονα και την ταμπέλα του παρορμητικού. Και η απάντηση ακούει στη λέξη «άμυνα».

Ένα άτομο που νιώθει όλα τα γραναζάκια του μυαλού του να δουλεύουν ταυτόχρονα κάνοντάς το να μένει στάσιμο, κάποια στιγμή αρχίζει να αντιλαμβάνεται την ίδια την έννοια της σκέψης σαν πρόβλημα. Έρχεται λοιπόν η ώρα που με το που ακούσει τα εν λόγω γραναζάκια να παίρνουν μπροστά -και συνειδητοποιώντας ότι ο χρόνος που του μένει πριν αρχίσει να εντοπίζει προβλήματα και μαύρα σημεία στην εικόνα είναι ελάχιστος- αποφασίζει να λειτουργήσει με το ένστικτο και ό,τι γίνει. Είναι ουσιαστικά η στιγμή που αντιλαμβάνεται πως είτε θα κάνει κάτι χωρίς καθόλου σκέψη, είτε δε θα το κάνει καθόλου. Τα αποτελέσματα αυτού; Κινήσεις που γίνονται χωρίς μέτρο, χωρίς όρια και χωρίς την αίσθηση του υπαρκτού κινδύνου λόγω της υπερβολής. Κινήσεις με άλλα λόγια που εύκολα μπορούν να οδηγήσουν στα αρνητικά αποτελέσματα που τόσο πάσχισε το άτομο για να αποφύγει.

Υπάρχουν πάλι και περιπτώσεις που μέσα στο γενικότερο χάος που προκαλεί ο χάρτης που αναφέραμε πριν, κάνουν επιλογές αντίστοιχα παρορμητικές και βεβιασμένες, παραδόξως όμως πιο συνειδητοποιημένες. Εκεί η σκέψη που επικρατεί λέει πως «αφού όλα θα πάνε χάλια, ας τα κάνω εγώ λίγο χειρότερα, αρκεί να το ζήσω στο έπακρο». Πρόκειται ουσιαστικά για μια μίξη της αγανάκτησης των χαμένων παλιότερων ευκαιριών, την εμφάνιση μιας πιθανότητας που το άτομο θέλησε πολύ και ένα στιγμιαίο πέρασμα όλων των γνωστών αποφθεγμάτων που έρχονται να βεβαιώσουν πως «αξίζει να ζήσεις κάτι που θες με όποιο τίμημα». Και φυσικά όλα αυτά έχουν κάποια βάση, πρόβλημα όμως και πάλι προκύπτει και αυτήν τη φορά εντοπίζεται στη λανθασμένη βεβαιότητα πως οποιαδήποτε μετακίνηση από την αρχική θέση θα οδηγήσει σε κάτι αρνητικό.

Όταν μπαίνουμε στη διαδικασία να μάθουμε να λειτουργούμε στα άκρα, ακραία θα είναι και τα αποτελέσματα που θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε. Κάθε απόφασή μας είναι λίγο σαν να βρισκόμαστε μπροστά από μια πόρτα. Οι επιλογές μας είναι πολλές. Μπορούμε να μείνουμε απ’ έξω κοιτώντας το πόμολο και μένοντας αιώνια με την απορία του τι κρύβεται από πίσω, μπορούμε να ανοίξουμε με προσοχή την πόρτα ελάχιστα και να ρίξουμε μια κλεφτή ματιά χωρίς όμως να μπούμε, μπορούμε με μια απότομη κίνηση να ανοίξουμε την πόρτα διάπλατα και να ικανοποιήσουμε κάθε απορία μας, ή μπορούμε να αγνοήσουμε τελείως το πόμολο και να πέσουμε με όλη μας τη δύναμη στην πόρτα σπάζοντάς την και κάνοντας θεαματική είσοδο. Και στη δεύτερη, αλλά και στην τελευταία περίπτωση θα μάθουμε τελικά τι βρίσκεται από πίσω. Ας σκεφτούμε όμως, τα αποτελέσματα θα είναι τα ίδια; Θα έχει τον ίδιο βαθμό δυσκολίας η οπισθοχώρηση μετά από μια διακριτική και προσεκτική είσοδο, με μιας που τράβηξε όλα τα βλέμματα του δωματίου πάνω μας;

Υπερανάλυση και παρορμητικότητα συνδέονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που συνδέεται η υψοφοβία με την ορειβασία. Με μια πρώτη ματιά είναι τα άκρα αντίθετα, αλλά αν το σκεφτούμε λίγο καλύτερα θα δούμε ότι είναι πολλοί εκείνοι που χρησιμοποιούν το ένα για να καταπολεμήσουν το άλλο. Τα αποτελέσματα όμως δεν είναι πάντα τα επιθυμητά. Οι παρορμήσεις έχουν την τάση να έρχονται πακέτο με την υπερβολή και η υπερβολή με τη σειρά της κρατάει από το χεράκι τον παράγοντα του απρόβλεπτου. Και τι χειρότερο για έναν υπεραναλυτικό από αυτό που δεν μπορεί να προβλέψει; Ας ξεκινήσουμε λοιπόν να βλέπουμε και όλες τις ενδιάμεσες επιλογές. Κοιτώντας την πόρτα ας μην τη φανταζόμαστε είτε ερμητικά κλειστή, είτε διαλυμένη στο πάτωμα. Ας εστιάζουμε λίγο παραπάνω στη χρήση του πόμολου. Έτσι, με λίγη αυτοπειθαρχία, οι πολυπόθητες ισορροπίες μπορούν να βρεθούν και να κάνουν τα ακραία αποτελέσματα να είναι οι μικρότερες πιθανότητες.

Συντάκτης: Μαρία Ρουσσάκη