Έρχονται στιγμές, στ’ αλήθεια αβάσταχτες, το εννοώ, που αναρωτιέμαι αν θα καταφέρω ποτέ ν’ απαλλαχτώ από σένα. Εσένα ως απουσία, εσένα ως απώλεια, εσένα ως αίσθηση που λείπει. Κι είναι άλλες που συνειδητοποιώ ότι δεν μπορώ και δε μ’ ενοχλεί που δεν μπορώ γιατί δε θέλω κιόλας.

Ήταν αλλιώς ο κόσμος μαζί σου, ήταν εκεί ακριβώς όπου ήθελα να βρίσκομαι από πάντα γι’ αυτό κι αν με ρωτάς ίσως ο κόσμος σου κι εμείς μέσα σ’ αυτόν να ήταν ένας απ’ τους λόγους που τελικά σε ερωτεύτηκα. Είναι παράλογο και ταυτόχρονα ό,τι πιο λογικό μπορεί να εξηγηθεί με βάση τον έρωτα το ότι σε σκέφτομαι και χαμογελάω δακρύζοντας. Είσαι, βλέπεις, για μένα πια ό,τι αντιφατικό συμβολίζει η σύνθετη λέξη νοσταλγία που ξέρει ότι ποτέ δε θα ξαναγίνει παρόν.

Δυστυχώς, άδειασα κι αν σε είχα απέναντί μου δε θα ήξερα πια τι να σου πω. Κι αυτό γιατί μπορεί να έχω αμέτρητα πράγματα μέσα στο κεφάλι μου, όμως για σένα δε σημαίνουν τίποτε τώρα όλα αυτά. Κι αυτό μου αρκεί. Μου αρκεί για να σωπαίνω, μου αρκεί για να καταπίνω, μου αρκεί για να ενδίδω αλλού από κεκτημένη ταχύτητα χωρίς ωστόσο να με ενδιαφέρει στ’ αλήθεια.

Λένε πως η πραγματικότητα με τον καιρό φθείρει τη μαγεία των συναισθημάτων. Ποια πραγματικότητα; Δεν πίστεψα ποτέ σ’ αυτήν και να με συγχωρεί. Εμείς τα φτιάχνουμε όλα μάτια μου. Κι εμείς επιλέγουμε αν θα τα ζήσουμε, έστω κι αν μιλάμε για μια μέρα ή ακόμη και για μια αιωνιότητα. Ανάλογα με το για πόσο θα γουστάρουμε. Εμείς. Σύμφωνα με το για πόσο η καρδιά μας θα σπαρταράει σε κάθε μας αγκαλιά.

Δεν ήμουν εγώ η μαγεία στον κόσμο τον δικό σου, όσο κι αν νόμιζα πως οι κόσμοι μας ταιριάζανε. Όσο σε είχα δίπλα μου και σ’ άκουγα να μιλάς και ν’ απορείς για τα πάντα, τολμούσα για λίγο να πιστέψω τότε σ’ εμάς. Οι απορίες σου είχαν απαντήσεις μέσα μου κι οι απαντήσεις μου είχαν βρει επιτέλους κάποιον να θέλει να τις ρωτήσει. Μα ήταν όλα πλασματικά, γιατί τα παραμύθια έτσι είναι. Κρατάνε λίγο ώστε να μη βαρεθεί ο ακροατής, σε καταπίνουν για να εθελοτυφλείς απέναντι στην αλήθεια και τελειώνουν με ένα υποτίθεται παρήγορο «και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα» που κανείς δεν ξέρει αν όντως ισχύει.

Δε μ’ ενδιαφέρει ούτε έχει σημασία ίσως να πιστέψω σε κάτι τώρα πια. Ήσουν απ’ την αρχή αλλού και μπορεί αυτό το αλλού να προσπάθησες φιλότιμα να το ξεχάσεις, να παραμυθιαστείς. Κι έτσι παραμύθιασες κι εμένα που ήθελα να παραμυθιαστώ. Δεν ξέρω αν πρέπει να σε ευχαριστήσω που μου έδειξες πώς είναι να νιώθω ξανά ή αν θέλω να σε καταραστώ που όντως τα κατάφερες χωρίς να σκοπεύεις ν’ ανταποδώσεις.

Θυμάμαι το γέλιο σου και το χάος στα μάτια σου και νιώθω ακόμη τόσο οικεία μ’ όλα αυτά. Σαν ένα τέτοιο χάος να έψαχνα για να ταιριάξει με το δικό μου. Το χάος όμως -το ήξερα- δεν έχει κάτι να σου τάξει ή να σου υποσχεθεί. Ναι, το ήξερα ήδη απ’ το δικό μου κι ας θέλησα για λίγο να ελπίσω.

Δεν περιορίζεται, δε δίνει εξηγήσεις, δεν πιστεύει σε απαντήσεις απόλυτες ούτε μπορεί να ταξινομήσει τα συναισθήματα για να φερθεί «σωστά». Είναι τρομακτικό μα φεύγει απ’ ό,τι το τρομάζει. Δεν εξηγείται μα του αρέσει να μαθαίνει. Ψάχνει για την αλήθεια κι όταν τη βρει προσπαθεί να της ξεφύγει ξανά. Δεν ταιριάζει με τίποτε, μεταλλάσσεται κι αλλάζει κάθε μέρα.

Το χάος όταν νιώσει να χάνεται αποζητά την τάξη, ώσπου πάλι να τη βαρεθεί και να τα κάνει όλα λίμπα απ’ την αρχή. Εκπέμπει σε άλλα μήκη κύματος, σε άλλες συχνότητες απ’ τη λογική. Γι’ αυτό κι όταν προσπαθεί να την ακολουθήσει σκληραίνει και πληγώνει μα ίσως πρώτα πληγώνεται το ίδιο. Μπορεί να προσποιηθεί, να πιστέψει στα ίδια του τα ψέματα, στο όνομα της περιπέτειας και μετά να ξυπνήσει και να φύγει αφήνοντας πίσω του συντρίμμια. Δεν τιθασεύεται παρά μόνο ίσως όταν στ’ αλήθεια ισοπεδωθεί από έρωτα.

Διότι δεν ταιριάζεις παρά μόνο εκεί που θες πραγματικά. Εκεί χωράς, γιατί θες να χωρέσεις. Ήθελα να είμαι εγώ αυτό το εκεί, για σένα, ναι, δε σου το έκρυψα ποτέ. Να γίνω τελικά το εδώ σου μέχρι να μην αντέξουμε άλλο, μέχρι να εκραγούμε κι οι δυο. Γιατί κι εγώ χάος είμαι και το ξέρεις. Μα ίσως και να έπρεπε η ιστορία μας να μείνει παραμύθι τελικά κι ας μην πιστεύω εγώ στα πρέπει. Κι αν ήσουν ψέματα ή αλήθεια ίσως να έπρεπε να μην το μάθω ποτέ ούτε κι αυτό.

Με ρώτησες κάποια στιγμή αν πιστεύω πως σε έχω καταλάβει. Εκείνο που ξέρω είναι ότι ήθελα πολύ να το κάνω. Κι αυτό, γιατί κάποτε πίστεψα ότι το ήθελες κι εσύ. Αφού ποτέ δε θέλησες στ’ αλήθεια να σε μάθω, όμως, δεν είχε νόημα στο τέλος να ρωτάς. Εκεί έμεινα. Έξω απ’ τις κλειστές σου πόρτες, ώσπου ένιωσα μαλάκας κι έπαψα να σου χτυπάω μήπως μου ανοίξεις κάποιο βράδυ για να μπω.

Μια φορά κι έναν καιρό έφυγες για τη χώρα των δικών σου θαυμάτων κι εγώ, εδώ, προσπαθώ ακόμη απ’ την αλήθεια να κρυφτώ βολοδέρνοντας κάθε νύχτα μακριά σου. Δε μ’ ένοιαξε ποτέ πώς το λένε όλο αυτό κι ας ξέρω. Μα δε ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα στο δικό μου παραμύθι. Πάντα θα ψάχνω εκεί για όλα όσα συμβολίζεις εσύ πια για μένα.

Συντάκτης: Έλλη Πράντζου
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου