«Όσα κι αν σου πουν για μένα έχω κάνει πιο πολλά», λέει ένα παλιό ρεμπέτικο άσμα. Είμαστε όσα σκέφτεσαι, όσα φοβάσαι, όσα γουστάρεις, όσα αντιπαθείς, όσα δε θα ήθελες να σου τύχουν κι εκείνα που μισείς να αγαπάς γιατί η σχεδόν παρανοϊκή μας ντομπροσύνη σε κάνει στο τέλος ανεξήγητα με την πάρτη μας κάπου να σκαλώνεις. Πες μας για τους εαυτούς μας, ρε μάγκα, κάτι που δεν ξέρουμε ήδη εμείς. Μη μιλάς για τα στραβά μας και τα κουτσά μας όταν λείπουμε, πες τα και μπροστά μας να σε δικαιώσουμε για να χαρείς.

Κι όσα δεν ξέρεις ή δεν υποθέτεις, άραξε κι άκου, θα σου τα πούμε εμείς από πρώτο χέρι. Έχουμε χιλιάδες ελαττώματα, φίλε μου, ποιος μπορεί να ισχυριστεί πως είναι Άγιος ή πάντα και παντού άψογος; Τώρα αν εσύ προσπαθείς να τα καλύψεις βασιζόμενος στο μάρκετινγκ για να πουλήσεις τον εαυτό σου σε κάθε τομέα ως τεφαρίκι αμέτρητων καρατίων, αλίμονο στους ευκολόπιστους που θα θεωρήσουν –φευ!– πως είσαι τέλειος όπως προσπαθείς να παρουσιαστείς.

Σοβαρά τώρα; Θέλεις να μου πεις ότι το να στρουθοκαμηλίζουμε απέναντι στις κακές πλευρές μας είναι η λύση ή ο τρόπος να μας αποδεχτούν οι γύρω μας; Ποιοι είναι τέλος πάντων αυτοί οι γύρω μας οι οποίοι θα πίστευαν ευκολότερα εκείνον που θα προσπαθούσε να καλύψει πανικόβλητος τα ελαττώματά του -λες κι είναι πιθανό το να μην έχει καν- από κάποιον που θα επέλεγε να τα βγάλει φάτσα φόρα σε κοινή θέα ως άλλος θηριοδαμαστής, έχοντας εξοικειωθεί πλέον μαζί τους εφόσον τα έχει παραδεχτεί; Και ποιος θα με αδικούσε αν τους χαρακτήριζα αυτούς τους γύρω τουλάχιστον αφελείς;

Ίσως είναι στη φύση μας η εθελοτυφλία, το φουρφούρι, η δημιουργία και καλά εντυπώσεων, το κούφιο λανσάρισμα κι όλα τα βαρετά τερτίπια των κατά βάση ανασφαλών που αρνούνται να αποδεχτούν την αφεντιά τους σε όλο της το μεγαλείο. Μα ακριβώς επειδή έχουμε συνηθίσει στο να κινείται ο κόσμος τοιουτοτρόπως δαιμονοποιώντας τα ελαττώματα σε βαθμό κακουργήματος, ένας άνθρωπος που δε θα κωλώσει να πει τα πράγματα ακριβώς ως έχουν για τον ίδιο, θα κερδίσει τις εντυπώσεις με έναν τρόπο μυστήρια γοητευτικό. Πρόκειται για τη γοητεία του παράδοξου, του διαφορετικού, του ασυνήθιστου που έχοντας αποτάξει την οποιαδήποτε μορφή καταπίεσης από πάνω του σε αφήνει εμβρόντητο μπροστά στο ολοκληρωμένο του εγώ.

Εμείς θα σε κοιτάξουμε στα μάτια και θα σου πούμε «εγώ σε αυτό είμαι άμπαλος», «εγώ σε τέτοιες περιπτώσεις φέρομαι σαν μαλάκας» «εγώ είμαι τέρμα εγωιστής και πολλές φορές το γουστάρω», «εγώ γενικά είμαι ψωνάρα και μ’ αρέσει ο εαυτός μου», «εγώ φοβάμαι πολύ να το κάνω αυτό», «εγώ είμαι τόσο ανοργάνωτος κι άτακτος στη ζωή μου που αν μείνεις μαζί μου θα με σιχαθείς» «εγώ έχω κυτταρίτιδα μέχρι το γόνατο» κι η λίστα με τα στραβά μπορεί να συνεχιστεί επ’ αόριστων ώστε να ταυτιστεί ο καθένας μας στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό.

Κάπως έτσι ξεβρακώνουμε σεμνοτυφίες, ξεβρακώνουμε ψυχές, ξεβρακώνουμε τη δική σου συνείδηση μιας κι όλα όσα κρύβεις αισθάνονται ανόητα που τόσον καιρό στριμώχνονται μέσα σου λες κι είσαι ο μοναδικός άνθρωπος με αδυναμίες, ξεβρακώνουμε τις σκέψεις σου και -πίστεψέ με- νιώθουμε όμορφα με αυτό. Μένεις να μας κοιτάζεις προσπαθώντας να αντιληφθείς αν πουλάμε τρελίτσα ή αν όντως είμαστε τόσο άνετοι όσο δείχνουμε κι όταν διαπιστώνεις πως ισχύει το δεύτερο καταλήγεις να μας συμπαθήσεις, να μας προτιμήσεις, να μας δεχτείς, να μας αντέξεις, να μας ερωτευτείς. Αναλόγως με την περίσταση, όχι όλα μαζί. Είπαμε, αγαπάμε τους εαυτούς μας, αλλά ακόμη δεν έχουμε καβαλήσει το καλάμι εντελώς.

Το χαρακτηριστικό που μας κάνει στο τέλος συνήθως συμπαθείς παρ’ όλο που άνετα με βάση όσα μειονεκτήματα έχουμε και φανερώνουμε θα μπορούσε κανείς να μας απορρίψει, έγκειται στον αιφνιδιαστικό αφοπλισμό του θράσους μας. Ένα θράσος τόσο τσαμπουκαλεμένο που στέκεται στο τέλος ικανό να βγάλει κάρτα τον ίδιο μας τον εαυτό σε σχέση με ζητήματα και κομμάτια μας που αντίστοιχα εσύ -ή κάποιος άλλος- θα ντρεπόσουν να παραδεχτείς. Γιατί έτσι σου έχουν μάθει. Μην τυχόν και δείξεις πως κάπου μειονεκτείς, βλέπεις είναι φυσιολογικό για την κοινωνία μας να τα μπορούμε πάντα όλα.

Ε, λοιπόν εμείς παραμύθια δεν πουλάμε κι όταν κάτι δεν το μπορούμε, δεν το θέλουμε, δε μας αρέσει, δεν το κατέχουμε, δεν το γνωρίζουμε ή το φοβόμαστε, δε θα το μετατρέψουμε σε ροζ ελέφαντα που κάνουν όλοι ότι δε βλέπουν στο δωμάτιο. Θα σου το πούμε. Σταράτα, ξεκάθαρα κι απλά.

Κατά βάθος ξέρουμε ήδη πως αυτή μας η στάση αποπνέει κάτι το όχι και τόσο νορμάλ με βάση την πλειοψηφία, όπως επίσης ξέρουμε πόσο ελκυστικό μπορεί να γίνει αυτό. Στο τέλος εσύ θα είσαι εκείνος που με κάποιον τρόπο θα έχει φτάσει να νιώθει αμήχανα μην ξέροντας πώς να μας διαχειριστείς αντί να νιώσουμε άβολα εμείς για κάποιες απ’ τις δικές μας αδυναμίες.

Όσα μπορούμε και θέλουμε, τα αλλάζουμε κι εξελισσόμαστε. Όσα μας χαρακτηρίζουν και παραμένουν παρά τις προσπάθειές μας για αλλαγή, τα αγαπάμε κι έτσι μας αγαπάμε. Γι’ αυτό στο τέλος της ημέρας συνήθως μας γουστάρουν κι οι υπόλοιποι. Για τον τσαμπουκά της ύπαρξής μας απέναντι στη γενικότερη fake-ίλα που επικρατεί.

Συντάκτης: Έλλη Πράντζου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη