Είναι κι εκείνες οι μέρες, ρε παιδί μου, που έχεις απ’ τη μία τον νταλκά σου τον βαρύ κι απ’ την άλλη δεν είσαι ακριβώς σε mood να τον περάσεις εντελώς μόνος σου. Να, για κάτι τέτοιες στιγμές –ή μάλλον και για κάτι τέτοιες– είναι οι φίλοι.

Έχεις, λοιπόν, εσύ τον δικό σου τον χαβά κι αποφασίζεις να βγεις μαζί τους για να ξεφύγεις. Όλοι άνθρωποι είμαστε, όμως, κι έχουμε θέματα, μην το ξεχνάς. Έτσι κι οι φίλοι μας δεν αποτελούν εξαίρεση. Συνήθως έχουν κι αυτοί οι καθένας το θεματάκι του. Πότε σοβαρότερο, πότε μεγεθυμένο -μικρή σημασία έχει πρακτικά. Και κάπως έτσι, αν συμπέσει η μέρα κι είναι όλη η παρέα στα περίεργά της, δημιουργείται, που λες, ο σουρεαλισμός σε όλο του το μεγαλείο.

Διότι καταλήγετε συνήθως γύρω από ένα τραπέζι, σε κάποιο μπαρ, σε κανένα μπαλκόνι ή κατάχαμα στην παραλία όλοι μαζί σαν σωριασμένα σαρκία και παραμυθιάζεστε ότι κάνετε διάλογο ενώ μονολογείτε ο καθένας για τα δικά του πετώντας στην πραγματικότητα αετό. Το παράδοξο είναι, βέβαια, ότι στο τέλος για εσάς θα έχει βγει νόημα.

Οι προτάσεις θα μπλέκονται στο άκυρο μεταξύ τους, οι σκέψεις δε θα ολοκληρώνονται ποτέ, οι απαντήσεις που περιμένει ο ένας γίνονται οι ρητορικές ερωτήσεις κάποιου άλλου κι εσείς τελικά αυτό το ονομάζετε συνεννόηση. Μέχρι που συνειδητοποιείτε όταν ξυπνάτε απ’ τον προσωπικό λήθαργό σας ότι τόση ώρα λέτε άλλα ντ’ άλλα της, Παρασκευής το γάλα. Και γελάτε. Αλλά πιθανότατα λίγο μετά, το επαναλαμβάνετε απτόητοι.

Δείγμα οικειότητας αυτό το τόσο χαριτωμένο «ο καθένας με τον πόνο του». Αυτά τα αναγκαία ξεσπάσματα και τα brain storming είναι η φωνή του άτακτου υποσυνείδητου το οποίο αν δε βγει στην επιφάνεια έστω κι έτσι, άτακτα, ακατέργαστο, θα επιφέρει ολική καταστροφή του συστήματος, δηλαδή του ταλαίπωρου οργανισμού.

Συναντιούνται, λοιπόν, πολλά καταπιεσμένα υποσυνείδητα μαζί και στήνουν χαοτική κουβεντούλα. Ο ένας το μακρύ του, ο άλλος το κοντό του και πάει λέγοντας. Κανείς εδώ δε θα σε παρεξηγήσει και το ξέρεις. Αυτή είναι η καταλληλότερη ώρα να πετάξεις χωρίς δεύτερη σκέψη ό,τι τριβελίζει το μυαλό σου κι όποιον πάρει ο χάρος.

«Ναι, αλλά είδες πώς με κοίταξε όταν μπήκα; Ήταν αυτό φιλικό;»

«Πώς θα γίνει να της πιάσω κουβέντα όμως τώρα;»

«Να στείλω μήνυμα ή θα φανεί πολύ απελπισμένο;»

«Ρε φίλε, δε γίνεται να μη μιλάει κανένας μέσα σ’ αυτό το μπουρδέλο, θα παραιτηθώ, τέλος!»

«Αν βάψω τα μαλλιά μου μαύρα λες να αγριέψω πολύ;»

«Ένα γλυκό θα το ‘τρωγα τώρα γαμώ τις δίαιτές μου.»

«Δύο μήνες δεν έχουν περάσει καλά-καλά και βρήκε άλλον.» ( Με προαιρετικό βρισίδι, έτσι, για το spicy του θέματος)

Κι όλα τα παραπάνω συνοδεύονται απ’ το γνωστό σπιρτόζικο βλέμμα ενός βοοειδούς σε νιρβάνα. Άλλοτε έχουν αποστολή, θαρρείς κι ο ένας απαντάει στον άλλον με το δικό του τροπάρι, άλλοτε πλανώνται στον αέρα νωχελικά σαν αιώνια αναπάντητα ερωτήματα κρίσιμης σημασίας.

Αν ήσασταν θέατρο του παραλόγου, θα σπάγατε ταμεία καθώς θα περιμένατε όλοι μαζί έναν διαφορετικό Γκοντό να σας δώσει ως δια μαγείας μια απάντηση μπροστά στα απορημένα μάτια ενός μπερδεμένου κοινού. Κι έτσι, με άλλα λόγια ν’ αγαπιέστε και χώρια να καταλαβαίνεστε δίνετε μια εκκεντρική χροιά σε ό,τι ως τώρα οι κοινοί θνητοί πίστευαν για την έννοια της συζήτησης.

Ώσπου κάτι ή κάποιος σας επαναφέρει στον πλανήτη Γη όλους μαζί, κοιτάζεστε λες και πρωταγωνιστείτε σε κάτι μεταξύ Lost in translation και Βαβέλ και καταλήγετε να κουνάτε τα κεφάλια σας σε φάση «καμιά ελπίδα».

Δεν είναι ότι δε νοιάζεται ο ένας για τα προβλήματα του άλλου. Αυτά τα μικρά χασματάκια επικοινωνίας κάθε που συμβαίνουν αραιά και πού, φανερώνουν το θάρρος της ύπαρξής μας μέσα σε ένα περιβάλλον τόσο safe που μας επιτρέπει να χαλαρώσουμε στο μη περαιτέρω. Κι ας μας ξεφύγει και καμιά μαλακιούλα παραπάνω, δε χάθηκε ο κόσμος.

Ας εκτεθούμε λιγάκι παραπάνω κι ας τ’ αφήσουμε όλα να βγουν ακριβώς όπως είναι. Γι’ αυτό και χρειάζεται μία στο τόσο ένα τέτοιο «άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε». Είναι ειλικρινές επειδή η περίσκεψη δεν πρόλαβε να το νοθεύσει, είναι λυτρωτικό γιατί δε διακόπτεται από κανενός είδους νουθεσία ή επικριτική παρέμβαση, είναι ντόμπρο γιατί θυμίζει την αλλοπρόσαλλη εξομολογητική διάθεση του μεθυσμένου.

Εκείνη την ώρα είσαι εσύ κι ο εαυτός σου, μόνοι σας και με τους πιο δικούς σας ανθρώπους την ίδια στιγμή. Δεν υπάρχει καλύτερος συνδυασμός αν θέλεις να νιώσεις ανακουφισμένος χωρίς να χρειαστεί να απομονωθείς. Κι αφού οι σκόρπιες σας ανησυχίες βρούνε διέξοδο ατάκτως ερριμένες και μπορέσετε τελικά να συγκεντρώσετε το κεφάλι σας ο ένας στον άλλον, θα καταφέρετε να συζητήσετε πιθανότατα και σαν άνθρωποι για τα προβλήματά σας.

Όλοι το έχουμε πάθει, όλοι γελάσαμε ύστερα από μια τέτοια παρανοϊκή κουβέντα και καταλήξαμε να κλαίμε τους πόνους μας κάπου μεταξύ φθοράς κι αφθαρσίας. Μαζί όμως. Κι αυτό είναι που έχει τελικά σημασία, όσοι κόσμοι κι αν καλούνται να φιλοξενήσουν τον καθέναν από εμάς ξεχωριστά κάθε που μας καταπίνουν οι καημοί και τα διλήμματα. Είμαστε μαζί κι ας λέει ο καθένας για όσο θέλει τα δικά του. Ένα χέρι να σου απλώσει ο διπλανός και θα τον καταλάβεις.

 

Επιμέλεια Κειμένου Έλλης Πράντζου: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Έλλη Πράντζου