Ο σχολικός εκφοβισμός είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο που τα τελευταία χρόνια έχει σημειώσει επικίνδυνες διαστάσεις σε όλο τον κόσμο κι ορίζεται ως οποιαδήποτε επαναλαμβανόμενη επιθετική συμπεριφορά που σκοπό έχει την επιβολή δύναμης του «θύτη» προς το «θύμα». Εκδηλώνεται αρκετά συχνά εντός του σχολικού χώρου αλλά κι εκτός.

Ο σχολικός εκφοβισμός δεν έχει πάντα τη μορφή σωματικής βίας. Μπορεί να είναι λεκτικός, έμμεσος, κοινωνικός, ηλεκτρονικός. Όλες οι μορφές του έχουν αρνητικό αντίκτυπο στο άτομο που τον βιώνει. Επηρεάζεται ο συναισθηματικός και ψυχικός του κόσμος, αρχίζει να νιώθει ανασφάλεια και η σχολική του πορεία ξεκινάει να βρίσκει εμπόδια. Όταν ο σχολικός εκφοβισμός γίνεται για μεγάλο χρονικό διάστημα, μπορεί να προκαλέσει στο παιδί συμπτώματα κατάθλιψης, χαμηλή αυτοεκτίμηση, κοινωνική απομόνωση ή ακόμα και να οδηγήσει σε τάσεις αυτοχειρίας.

Η βία ήταν ανέκαθεν μη αποδεκτή. Από την αρχαιότητα έως και σήμερα, θεωρείται αποκλίνουσα στάση από την κοινωνική νόρμα. Ο Kullmann ισχυρίστηκε ότι η σύγχρονη θεωρία περί επιθετικότητας προέρχεται από την αριστοτελική ιδέα της κάθαρσης, καθώς και την παραδοσιακή αντίληψη του χριστιανισμού σχετικά με την κακία όλων των ανθρώπων. Ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι η επιθετικότητα εκφυλισμό του ανθρώπου. Το θέμα της επιθετικότητας έχει προσεγγιστεί από διάφορες σκοπιές, με κάποιες να ισχυρίζονται ότι είναι μια εγγενής τάση κι άλλες να την αποδίδουν σε επίκτητες συμπεριφορές.

Και στις δύο περιπτώσεις, το κοινωνικό περιβάλλον επιθετικών συμπεριφορών είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την εκδήλωσή τους. Αν θεωρήσουμε ότι το σχολείο αποτελεί έναν τέτοιο χώρο, τα φαινόμενα βίας εντείνονται όταν οι εξωτερικοί παρατηρητές υποστηρίζουν τους «θύτες». Οι «θύτες» είναι συνήθως παιδιά με χαμηλή συναισθηματική νοημοσύνη, αρκετά συχνά δημιουργούν κλίκες μέσα στο σχολικό χώρο, διώχνοντας από τις παρέες τους όσους μοιάζουν διαφορετικοί.

Τα παιδιά-στόχοι του σχολικού εκφοβισμού είναι τις περισσότερες φορές συνεσταλμένα και δεν επιδιώκουν πολλές κοινωνικές συναναστροφές. Στα μάτια τους οι «θύτες» βλέπουν ένα δόλωμα για να ξεσπάσουν και να χλευάσουν. Ένα κοινό στοιχείο που εμφανίζουν αυτά τα παιδιά-στόχοι είναι η σιωπή, ειδικότερα στις πιο μικρές ηλικίες. Εκδηλώνουν τον πόνο και τη στεναχώρια τους με απομόνωση ή παραίτηση από τα μαθητικά τους καθήκοντα, παρουσιάζουν αδυναμία συγκέντρωσης, εξαντλούνται ψυχικά μη έχοντας διάθεση για φιλίες και παιχνίδια. Πολύ συχνά ζητάνε από τους γονείς τους να μην πάνε σχολείο, ισχυριζόμενα μια ασθένεια, κλείνονται στο καβούκι τους και εμφανίζουν φοβίες.

Θα ήταν αρκετά εύλογο να ισχυριστούμε ότι οι συνέπειες του σχολικού εκφοβισμού εκτείνονται σε ένα ευρύ φάσμα κι είναι καταστροφικές, τόσο ως προς τον συναισθηματικό τομέα όσο και τον κοινωνικό. Μακροπρόθεσμα έχουν παρατηρηθεί επιπτώσεις και στην κοινωνική προσαρμογή του παιδιού. Άτομα που στην παιδική τους ηλικία είχαν υπάρξει δέκτες συμπεριφορών σαν αυτή που αναλύουμε, στην ενήλικη ζωή τους εμφάνισαν δυσκολίες στη σύναψη φιλικών και ερωτικών σχέσεων. Έχουν φρακάρει τα συναισθήματά τους και ο φόβος που είχαν ως παιδιά εμφανίζεται τώρα με την αδυναμία τους να ερωτευτούν και να διοχετεύσουν την αγάπη τους. Δυσκολεύονται να εξωτερικεύσουν όσα σκέφτονται και προτιμούν να τα διατηρούν παγωμένα, ώστε να μη πληγωθούν.

Έρευνες σε πανεπιστήμια της Αμερικής και της Σκανδιναβίας  κατέδειξαν με ψυχομετρικά τεστ την ψυχολογική εξάντληση που παρατηρήθηκε στα παιδιά-στόχους αλλά και το συναισθηματικό κενό που ένιωθαν. Επιπλέον, οι στρεσογόνες ουσίες βρισκόταν σε έξαρση, γεγονός που καταδεικνύει τις ανεπανόρθωτες συνέπειες αυτής της μάστιγας.

Παρόλο που εστιάσαμε στις επιπτώσεις του σχολικού εκφοβισμού για το παιδί-στόχο, αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι ασκεί επιρροή και στο θύτη. Ο θύτης συνήθως δίνει την εικόνα ενός ατόμου που θέλει να επιβληθεί και να επιδείξει τη δύναμή του. Αυτά τα χαρακτηριστικά προσδίδουν ανασφάλεια. Συνήθως προέρχονται από διαλυμένες οικογένειες, έχοντας βιώσει πόνο ή εγκατάλειψη από το οικογενειακό περιβάλλον. Μπορεί, ακόμη, να είναι οι ίδιοι δέκτες λεκτικής ή σωματικής βίας μέσα στην ίδια τους την οικογένεια. Όσο είμαστε υπό την αιγίδα των γονιών μας τείνουμε να αναπαράγουμε διαρκώς δικές τους συμπεριφορές, μη γνωρίζοντας αν είναι σωστές.

Διαπιστώνοντας τις οδυνηρές επιπτώσεις του σχολικού εκφοβισμού, είναι αναμενόμενο πως αν δεν υπάρξει έγκαιρη παρέμβαση, η κατάσταση σε όλα τα σχολεία δε θα μπορέσει να βελτιωθεί. Οι κοινωνικοί φορείς που θα μπορούσαν να επέμβουν είναι κυρίως η οικογένεια και οι εκπαιδευτικοί, που συνήθως είναι μάρτυρες τέτοιων περιστατικών. Οι γονείς οφείλουν να ενημερώνονται σε συχνή βάση για όσα συμβαίνουν. Ακόμα και η παραμικρή ύποπτη κίνηση μπορεί να αποβεί μοιραία αν δεν υπάρξει κινητοποίηση.

Ο κάθε γονέας πρέπει να ενθαρρύνει το παιδί του, να συζητάει μαζί του και να το ωθεί στο να επικοινωνεί και να ανοίγεται. Είναι σημαντική η συνεργασία ανάμεσα στο γονέα και τον εκπαιδευτικό γιατί εξασφαλίζεται μια σχέση αλληλεγγύης. Εν κατακλείδι, εντός του σχολικού χώρου θα πρέπει να υπάρχει διαρκής εποπτεία, ώστε αφενός να διαμορφωθεί ένα θετικό σχολικό κλίμα και αφετέρου να τεθούν τα θεμέλια για ένα σχολείο όπου δεν υπάρχει χώρος για εκφοβισμό.

Συντάκτης: Κασσιανή Καβαργύρη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου