Πόσες φορές μέσα σε κάποια σχέση, έχουμε νιώσει πως έχουμε πιεστεί; Οποία κι αν είναι αυτή η σχέση. Είτε φιλική, είτε συγγενική, ακόμα και στη σχέση με το σύντροφό μας πόσες φορές κάναμε πράγματα που δε θέλαμε πραγματικά να κάνουμε κι όμως υποκύψαμε, όχι απλώς επειδή μας ζητήθηκαν, αλλά επειδή νιώσαμε πως δε γίνεται να χαλάσουμε χατήρι.

Ας αντιστρέψουμε τώρα το ερώτημα αυτό. Πόσες φορές δεν έχουμε πιέσει κάποιον μέσα σε κάποια σχέση μας; Το κάνουμε ασυναίσθητα; Πιθανώς. Είναι μια τεχνική πειθούς; Πολύ πιθανό και πάλι. Ίσως επειδή αυτό που ζητάμε από τους άλλους δεν αντιλαμβανόμαστε τι μέγεθος έχει ως προς τη δυσκολία εκπλήρωσής του. Άλλωστε, κακά τα ψέμματα παιδιά, ποιος παραδέχεται πως οι επιθυμίες του καμιά φορά γίνονται παράλογες ή απλώς δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν;

Κι έρχεται κάποια στιγμή που καθόμαστε με τον εαυτό μας και κάνουμε τον απολογισμό της ημέρας. Την αναδρομή όσων κάναμε σήμερα. Και μέσα σε αυτήν την αναδρομή έρχεται η σκηνή εκείνη που ζητήσαμε από τον φίλο μας, το σύντροφό μας να πράξει κάτι που ενδεχομένως δε θα έπραττε διαφορετικά. Εκείνο το κάτι που στα μάτια τα δικά μας φάνταζε τόσο απλό όταν του το ζητούσαμε. Παρατηρώντας τον καλύτερα, διαπιστώνουμε μια αλλαγή στην έκφραση του προσώπου του. Ίσως και μια λεκτική προσπάθεια να μας πείσει, να μας δώσει να καταλάβουμε πως αυτό που του ζητήθηκε δεν μπορεί να γίνει. Κι εμείς τι κάναμε; Δείξαμε τη στοιχειώδη και ίσως δέουσα κατανόηση στη διακριτική ή και ευθεία άρνησή του; Μπα. Μάλλον συνεχίσαμε να επιμένουμε και με χίλια μύρια επιχειρήματα προσπαθήσαμε να τον πείσουμε πως αυτό που επιθυμήσαμε, έπρεπε πάση θυσία να γίνει.

Οι πρώτες αμφιβολίες αρχίζουν και φυτρώνουν στο μυαλό μας. Κάποιες τύψεις ίσως. Φυσικά και δεν έχουν να κάνουν με την μη ορθότητα του αιτήματός μας. Σπάνια οι άνθρωποι παραδέχονται τα λάθη τους. Γιατί λοιπόν εμείς να αποτελούμε την εξαίρεση; Οι αμφιβολίες αυτές έχουν να κάνουν με τον τρόπο πίεσης που πιθανώς να ασκήσαμε προκειμένου να γίνει αυτό που θέλαμε. Πλέον μπορούμε να το παραδεχτούμε. Ναι, ήμασταν πιεστικοί. Πιέσαμε τον άνθρωπό μας να κάνει κάτι που δεν ήθελε, απλώς και μόνο επειδή το θέλαμε εμείς.

Οι αμφιβολίες που λέγαμε παραπάνω βρίσκουν πρόσφορο έδαφος να αναπτυχθούν. Δεν πρέπει όμως να τις αφήσουμε, σωστά; Κι αρχίζουμε να ψάχνουμε όλους εκείνους τους λόγους που θα δικαιολογήσουν τη στάση μας αυτή. Αφού πρώτα πείσουμε τον εαυτό μας για το πόσο δίκιο είχαμε γι’ αυτό που θέλαμε να γίνει κι έπρεπε να γίνει, ο κόσμος να χαλάσει, θυμόμαστε όλες εκείνες τις φορές που βρεθήκαμε εμείς στην αντίστοιχη θέση. Εκείνες τις φορές που κι εμάς μάς ζητήθηκε να κάνουμε κάτι που πραγματικά δε θέλαμε, αλλά εν τέλει κάναμε στο όνομα μιας αγάπης, μιας συμπάθειας, ενός έρωτα. Δηλαδή εμείς δε δικαιούμαστε μια αντίστοιχη υποχώρηση; Η θέση του θύματος αρχίζει να μοιάζει εξαιρετικά νόστιμη. Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε για τις δικές μας επιθυμίες ποτέ, εμείς πάντα δίναμε και πότε δεν πήραμε. Και στο φινάλε ρε γαμώτο, ποιος έχει το πάνω χέρι στη σχέση;

Ας βάλουμε ένα στοπ στην τρέλα του εγωισμού. Όσο κλισέ κι αν ακούγεται, όσο χιλιοειπωμένο κι αν είναι, είναι αλήθεια πως μέσα σε μια σχέση δεν έχει χώρο ή πίεση. Θέλουμε να γίνονται σεβαστές οι επιθυμίες μας και φυσικά δεν αντέχουμε να πιεζόμαστε ώστε να κάνουμε κάτι που δε θέλουμε. Λογικό κι επόμενο όμως και το να λειτουργούμε κι εμείς έτσι ως προς τον άνθρωπο που έχουμε δίπλα μας. Ως προς τον άνθρωπό μας. Γιατί τελικά δεν είναι μόνο η αγάπη και η αφοσίωση τα μόνα σημαντικά στοιχεία μιας σχέσης. Είναι κι εκείνο το άλλο που λέγεται ελευθερία. Και πρέπει να υπάρχει. Και πρέπει να τη σεβόμαστε.

Συντάκτης: Δημήτρης Ευσταθιάδης
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου