Η 3η Δεκεμβρίου θεσπίστηκε απ’ τον ΟΗΕ ως «Παγκόσμια Ημέρα Ατόμων με Ειδικές Ανάγκες», ημέρα που έχει ως στόχο να τονίσει το βαρυσήμαντο κοινωνικό μήνυμα, που δεν είναι άλλο απ’ το αυτονόητο: σεβασμός στη διαφορετικότητα του άλλου.

Πρώτη αναπόφευκτη ανάγκη του ανθρώπου, μετά την κάλυψη των βασικών βιοτικών του αναγκών, είναι η κοινωνικοποίηση. Η ένταξή του, δηλαδή, στο όλον του περιβάλλοντός του. Η κοινωνική περιθωριοποίηση κι αποξένωση μοιάζει με κατάρα που μόνο όποιος την βίωσε ή την βιώνει κατανοεί τα αρνητικά συναισθήματα, τη δυσχέρεια μιας τέτοιας κατάστασης.

Μοιάζει παράλογο, μα παρόλο που βαδίζουμε στις αρχές του 21ου αιώνα υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που δεν έχουν καταφέρει να εναρμονιστούν πλήρως με την κοινωνία στην οποία ζουν λόγω των ακατάλληλων προδιαγραφών του περιβάλλοντός μας (όπως το δημιουργεί ο άνθρωπος) ή λόγω του ρατσισμού που αντιμετωπίζουν.

Οι άνθρωποι με κινητικά προβλήματα (ΑμεΑ), για τους οποίους τόσο αδιαφορούμε και συχνά τους αγνοούμε, ζουν ανάμεσά μας κι η κοινωνία τους ανήκει τόσο όσο και σε εμάς. Δε χρήζουν καμίας ειδικής μεταχείρισης, δε ζητούν κάτι παραπάνω απ’ το αυτονόητο, σεβασμό. Εξάλλου, διαρκώς αποδεικνύουν πως τα καταφέρνουν εξίσου καλά με ανθρώπους που δεν αντιμετωπίζουν τα δικά τους προβλήματα. Το μόνο που επιθυμούν (κι αξίζουν) είναι ισότιμη μεταχείριση.

Πώς μπορεί, όμως, μία κοινωνία να θεωρηθεί ισότιμη, φιλική κι ασφαλής όταν δεν είναι ικανή να διασφαλίσει την ποιότητα ζωής όλων των μελών της; Πώς μία κοινωνία, δίχως μέριμνα για όλους ανεξαιρέτως, μπορεί να μιλά για πολιτισμό κι ανθρωπιά;

Κι όταν μιλάω για μέριμνα δεν αναφέρομαι μονάχα στο κράτος –το οποίο είναι υποχρεωμένο να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίσει την ευημερία όλων των μελών του– αλλά και σε εμάς τους ίδιους, ως πολίτες την κάθε ξεχωριστή προσωπικότητα. Διότι, όταν ο αλληλοσεβασμός κι η αλληλοκατανόηση φωλιάζουν μέσα μας, τότε αυτομάτως κι η ίδια η κοινωνία μας θα τείνει να οδεύσει προς το καλύτερο.

Δυστυχώς, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις ΑμεΑ που δοκιμάζονται συχνά στις συνθήκες της καθημερινής ζωής κι ευθυνόμαστε κι εμείς οι ίδιοι γι’ αυτό. Κάποιες βασικές υποδομές υπάρχουν. Αυτό που καμιά φορά (έως συχνά-πυκνά) φαίνεται να λείπει είναι ο σεβασμός των υποδομών αυτών. Ράμπες δημιουργήθηκαν. Θέσεις σταθμεύσεων οχημάτων ΑμεΑ, επίσης. Αυτό, όμως, που συχνότερα συναντάμε είναι θέσεις κατειλημμένες από κάποιον συμπολίτη μας, ο οποίος δίχως καμία ενοχή αποφάσισε να μην αναζητήσει άλλη θέση στάθμευσης, κάνοντας ευκολότερη τη δική του ζωή κι αδιαφορώντας πλήρως για τη ζωή των υπολοίπων.

Πώς θέλουμε να λεγόμαστε κοινωνικοποιημένοι πολίτες όταν είμαστε σχεδόν ανίκανοι να σεβαστούμε τους συμπολίτες μας; Πού θα μπορέσουμε να στηρίξουμε τη θεωρία μας για το ότι είμαστε κοινωνικά όντα, όταν μας είναι αμφίβολο το αν μπορούμε να πράξουμε ως τέτοια; Πώς απαιτούμε να λεγόμαστε άνθρωποι, όταν δε φερόμαστε ως τέτοιοι;

Το να σεβόμαστε τις ράμπες γύρω μας (ενώ μοιάζει αυτονόητο) είναι θέμα παιδείας κι ανθρωπιάς. Η έλλειψη σεβασμού δε μας κάνει μάγκες. Μας κάνει να μοιάζουμε με απολίτιστα προϊστορικά πλάσματα μιας κοινωνίας τρύπιας, επιφανειακής κι ατομικιστικής, που όσο βήματα κι αν προσπαθήσει να κάνει μπροστά, η ασέβεια κι η αδιαφορία μεταξύ των μελών της θα την κρατάνε πάντα πίσω.

Συντάκτης: Κωνσταντίνα Χνάρη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη