Το μεγάλο υπερωκεάνιο ήταν αραγμένο στην προβλήτα που έδεναν τα κρουαζιερόπλοια. Έμεναν μόνο λίγες ώρες για να ξεκινήσει το ταξίδι του, ταξίδι σε μακρινές χώρες, άγνωστους προορισμούς, πολιτισμούς, λιμάνια, λογής-λογής ανθρώπους, συμπεριφορές.

Το πλήρωμα εργαζόταν πυρετωδώς να κάνει τις τελευταίες ετοιμασίες για να υποδεχτεί τους επιβάτες. Ένα από τα μέλη του πληρώματος ήμουν κι εγώ. Πρώτη φορά θα μπάρκαρα και η αγωνία για να τα καταφέρω ήταν μεγάλη.

Όταν επιβιβάστηκε και ο τελευταίος επιβάτης το ταξίδι ξεκίνησε.
Κανείς από το πλήρωμα, ειδικά τις πρώτες ώρες, δεν μπορούσε να ησυχάσει, ήθελαν όλοι να γίνουν τα πράγματα στην εντέλεια, να μην υπάρξει ούτε ένας επιβάτης που να μη μείνει ικανοποιημένος, σε κανέναν να μη λείψει τίποτα. Ταξίδι αναψυχής έκαναν και γι’ αυτό είχε μεγάλη σημασία και η παραμικρή λεπτομέρεια.

Μ’ αυτές τις σκέψεις πήγα κι εγώ στο πόστο μου.
Μέσα στα καθήκοντά μου ήταν να ψυχαγωγήσω, να ηρεμήσω, αλλά και να προβληματίσω όσο καλύτερα μπορούσα τους επιβάτες. Αγωνία μεγάλη, ήταν η πρώτη φορά, δε γνώριζα καθόλου τους επιβάτες, έπρεπε να προσπαθήσω πολύ να έχω καλή συνεργασία με το υπόλοιπο πλήρωμα για να τα φέρουμε βόλτα.

Οι περισσότεροι επιβάτες ήθελαν για τη διασκέδασή τους ένα παραμύθι. Σε διακοπές ήταν, δε θα τους έκανε καλό στη διάθεσή τους να ακούν αλήθειες που μπορεί να ήταν δύσκολες, αυτές ήθελαν να τις αφήσουν πίσω τους.

Δεν είχαν άδικο και δεν ήξερα πώς να το κάνω τον πρώτο καιρό.
Στο πρώτο λιμάνι ξαφνικά κατάλαβα τον τρόπο. Κοίταζα το λιμάνι σ’ ένα διάλλειμα της βάρδιας και ακουμπισμένος στην κουπαστή έβλεπα την πόλη από μακριά. Αυτό ήταν. Θα προσπαθούσα να παρουσιάσω τις αγαπημένες μου αλήθειες σαν μια πόλη που βλέπεις από μακριά και φαντάζεσαι πώς μπορεί να είναι.

Να βάλω στη σκέψη τους την επιθυμία να γνωρίζουν την πόλη, αυτές τις λίγες ώρες που θα την επισκέπτονταν, αλλά σαν παραμύθι, σαν να την κοιτούσαν από πάνω κι αν ήθελαν κατέβαιναν να τη γνωρίσουν και από κοντά.

Άλλοτε το κατάφερνα και άλλοτε όχι. Άλλοι ήθελαν να πετάνε από ψηλά κοιτάζοντας σαν κινηματογραφική λήψη την πόλη και άλλοι κατέβαιναν. Έτσι γίνεται πάντα με τους ανθρώπους, άλλοι ζουν την πραγματικότητα και άλλοι προτιμούν να τη φαντάζονται. Έχουν τη δική τους πόλη-πραγματικότητα. Έχουν το δικό τους λιμάνι, τις δικές τους αλήθειες.

Σε κάποιον άρεσε το πρώτο λιμάνι, σε άλλους το δεύτερο, σε άλλους όλα και σε άλλους κανένα. Αυτή είναι και η ομορφιά της ανθρώπινης ύπαρξης. Η διαφορετικότητα. Αυτή η διαφορετικότητα ενώνει ή χωρίζει. Αυτή η διαφορετικότητα σε κάνει να ερωτεύεσαι, ν’ απολαμβάνεις ή όχι, αυτή η διαφορετικότητα είναι η ίδια η ζωή.

Κανένα λιμάνι δε μοιάζει με κάποιο άλλο. Αυτό με βοηθούσε στη δημιουργία του μύθου που ήθελαν οι επιβάτες.
Τα καθήκοντά μου, ως πλήρωμα, μεταλλάσσονταν από υποχρέωση σε επιθυμία, ανάλογα με τη δυσκολία ή την ευκολία που μου προκαλούσε το λιμάνι. Άλλα λιμάνια ήταν ψυχρά και δυσπρόσιτα, άλλα ήταν κατασκευασμένα για ταξιδιώτες.

Αυτή ήταν η αρχή του ταξιδιού μου με το pillowfights. Μια κρουαζιέρα. Όσο μεγάλο και αν είναι ένα πλοίο, πάντα θα ταρακουνηθεί στη φουσκοθαλασσιά. Πάντα θα υπάρχει κάποιος κίνδυνος, μα ποτέ το πλήρωμα δεν το έβαλε κάτω.

Έτσι κι εγώ. Προσπαθούσα να βρω το είδος του λιμανιού και να το κάνω κείμενο, λέξεις. Πριν από κάθε κείμενο υπήρξε μια προετοιμασία, ακριβώς ίδια με εκείνη που έκανε το πλήρωμα.
Να φροντίσω να βρω τρόπο επικοινωνίας με αγνώστους, να καταλάβω τη νοοτροπία τους, να γίνω ίσως ένας από αυτούς.
Άλλοτε το πετύχαινα και άλλοτε όχι. Δε με πείραζε. Το ταξίδι ήταν η μαγεία, η ομορφιά, το όνειρο.

Κατάλαβα πως κάθε κείμενο θα έπρεπε να μοιάζει με τις πολυπόθητες διακοπές του κάθε επιβάτη. Κάθε μια από αυτές τις πολύτιμες λίγες μέρες που τις περιμένει όλο το χρόνο.
Ευτυχώς διαχωρίστηκε το αναγνωστικό κοινό και επέλεξε μόνο του το είδος του κειμένου-λιμανιού που θ’ ασχολιόταν. Δε διασκεδάζουν όλοι με την ίδια μουσική, εικόνες, σκέψεις. Ο καθένας έχει τις δικές του.

Το πιο σημαντικό μέρος του κάθε κειμένου που κατέγραφα αφορούσε την ανάγκη του αναγνώστη να διαβάσει και τη δική μου να μοιραστώ κομμάτια της ψυχής μου.

Αν το πέτυχα ή όχι θα ήταν άκομψο ν’ απαντήσω εγώ. Πώς θα μπορούσα να γνωρίζω άλλωστε; Δυο άνθρωποι βλέποντας το ίδιο αντικείμενο, μέσα τους γίνονται αλλιώτικες διεργασίες.
Μα έστω και με έναν ή μια να μπόρεσα να επικοινωνήσω, να διάβασε το «παραμύθι», νιώθω πλήρης.

Το ταξίδι όμως, κάποτε τελειώνει. Όσο καλύτερα πέρασαν οι ταξιδιώτες, τόσο πιο ικανοποιημένο νιώθει το πλήρωμα. Επιτέλεσε ένα δύσκολο καθήκον, αυτό της φροντίδας των επιβατών που περιέχει πατρικά και μητρικά στοιχεία.

Έτσι κοίταζα κι εγώ με την άκρη του ματιού μου τους επιβάτες όταν πια επιστρέψαμε στο δικό μας λιμάνι και αποβιβάζονταν. Δεν κατάλαβα και πολλά πράγματα, αλλά αυτό θα το ξεκαθαρίσει η ψυχή μου. Της έχω εμπιστοσύνη, αλλά θέλει το χρόνο της.

Ένα τέτοιο ταξίδι έκανα και με το pillowfights.
Ένα μαγικό ταξίδι, κάτι σαν αυτά που έτρεχε η φαντασία μας όταν πιπιλώντας το δάχτυλο σαν παιδιά, οι μεγάλοι μας έλεγαν ιστορίες και μύθους. Ήταν μεγάλη μου τύχη που βρέθηκα σ’ ένα τέτοιο πλοίο, έκανα ένα από τα «ταξίδια ζωής» που λέμε.

Σας ευχαριστώ πολύ όλους.

Συντάκτης: Γιώργος Γλαύκος