Πέρασε η βδομάδα. Πέρασε το Παρασκευοσάββατο του αράγματος και του σταρχιδισμού. Πέρασε ακόμα και το φωτεινό πρωινό Κυριακής βγαλμένο από διαφήμιση βιτάμ. Έφτασε αισίως το ζοφερό απόγευμα. Το τέλος. Πιο τέλος βδομάδας πεθαίνεις. Το νέο ξεκίνημα είναι μια Δευτέρα μακριά, που ποτέ δεν κατάλαβα γιατί την πρώτη μέρα του εφταημέρου τη βγάλαμε Δευτέρα. Η Κυριακή είναι τέλος, δεν είναι αφετηρία για το μέτρημα· τι δεν καταλαβαίνετε, ω άνθρωποι;

Ανοίγεις την ντουλάπα να διαλέξεις ποιο μουντ θα φορέσεις. Μελαγχολία γι’ αυτή την ώρα της ημέρας. Θα φορεθεί πολύ φέτος, όπως και πέρσι και πρόπερσι και πάντα. Η Κυριακάτικη μελαγχολία απογεύματος είναι κλασική αξία πια, όπως το κόκκινο κραγιόν. Παίζει να είναι κι η μοναδική ώρα που παρατηρείται τέτοια συναισθηματική ομοφωνία παγκοσμίως. Και μάλιστα χωρίς να μας έχουν ψεκάσει προηγουμένως ή να μας ελέγχουν με μυστήρια παιχνίδια μυαλού μέσα απ’ τις τηλεοράσεις. Αυτό το κάνουμε από μόνοι μας. 

Τέλος ο ύπνος μέχρι το μεσημέρι χωρίς ξυπνητήρι. Τέλος ο ύπνος και κατά τη διάρκεια του μεσημεριού μετά τα πρωινά του τύπου καφές με κοτόπουλο στο φούρνο. Τέλος το πρωινό γενικά, από Δευτέρα έχει μία γουλιά καφέ αυστηρώς δίπλα απ’ την εξώπορτα. Τέλος το ξενύχτι με αχαλίνωτοclubbing ή αχαλίνωτο stretching στον καναπέ με μπιρόνι-γυρόνι. Τέλος οι αυθόρμητοι καφέδες στις τρεις το απόγευμα, που λες ας πάμε ωρέ, ποιος άλλος θα έχει βγει τέτοια ώρα και γίνεται λαϊκό προσκύνημα, αφού όλοι το ίδιο πράγμα έχουμε σκεφτεί. Τέλος τα παιδικά, που –παραδέξου– βλέπεις στο κρεβάτι. Μέχρι κι οι μεσημεριανές ταινίες του σουκού εκείνη την ώρα τελειώνουν· στο περιβόητο απόγευμα Κυριακής.

Και κλείνεις την τηλεόραση μετά τη δισχιλιοστή εξηκοστή έβδομη επανάληψη της Γαλάζιας Λίμνης. Παίρνεις το φρεσκοψημένο καφεδάκι στις χούφτες σου και κουλουριάζεσαι στη γωνίτσα του καναπέ με τις πατούσες να ζεσταίνονται κάτω απ’ τον πωπό. Τι μου μαράζωσες, πουλάκι μου; Κοιτάς έξω απ’ το τζάμι τον ουρανό να σουρουπώνει κι είσαι σαν κούταβος που του έκρυψαν το λουρί της βόλτας. Αφήνεις το σπίτι να βυθιστεί σταδιακά στο μισοσκόταδο, γιατί ξαφνικά δε σε βαστούν τα πόδια σου να συρθείς μέχρι το φωτιστικό, η Κυριακή απόγευμα σου πέφτει βαριά. Κάπου στο βάθος  ένα βιολί αρχίζει να κλαίει μελωδικά κι ο πρωταγωνιστής μένει μόνος καθώς τα πέπλα της νύχτας…cut!

Πρώτον, μα πόσο drama queen πια! Νιώθετε ότι πρόκειται για μια κατάσταση της οποίας εμείς οι ίδιοι καλλιεργούμε τις συνθήκες; Αν πηγαίναμε για καφέ, σινεμά, περίπατο στο πάρκο, η διάθεση θα ήταν διαφορετική. Αλλά βέβαια, όταν επιλέγεις καναπέ, χνουδωτή ρόμπα κι ημίφως, πώς να μη σε πιάσει ανάγκη να εξιχνιάσεις τα βαθύτερα ερωτήματα της ζωής; Όλα είναι θέμα επιλογών τελικά. Απ’ τη στιγμή που διαλέγεις αυτή να είναι η κατάληξη της εβδομάδας σου, υποστήριξέ τη κιόλας. Ζήσε το όπως αρμόζει στο συναίσθημα. Άναψε ένα τσιγάρο, πίπα, κεράκι –αν δεν καπνίζεις–, βάλε ένα σαξόφωνο να παίζει μουσικό χαλί στις σκέψεις σου και πάρε αγκαλιά ένα κουλτουριάρικο βιβλίο. Δε θα βλέπεις να διαβάσεις, για λόγους σκηνοθεσίας το κρατάς.

Έπειτα, τι το κακό ή επονείδιστο, αν θέλετε, έχει αυτή η κυριακάτικη μελαγχολία τελικά; Αντιθέτως, αποδεικνύεται πολύ χρήσιμο συναίσθημα, αλλιώς δε θα υπήρχε λόγος να το βιώνουμε. Είναι υπέροχη ευκαιρία να ηρεμήσεις, να ρίξεις ρυθμούς και να δουλέψεις για λίγο στο ρελαντί. Σκέφτεσαι τι συνέβη τη βδομάδα που μόλις τελείωσε κι οργανώνεσαι νοερά γι’ αυτή που ξεκινά.

Έχεις τις κλειστές σου, αλλά παρατήρησε ότι έτσι ο εαυτός σου διεκδικεί λίγο ποιοτικό χρόνο μαζί σου. Εξάλλου, η μελαγχολία είναι δείκτης ότι πέρασε ένα πολύ ευχάριστο διήμερο, που σε θλίβει ο τελειωμός του. Όμως, κύκλος είναι και κλείνει κι η συναισθηματική αυτή κατάσταση το επισφραγίζει. Άσε να κλείσει πρώτα αυτός, για να ξεκινήσει να γράφει ο επόμενος.

Για τους πιο ρομαντικούς, δε, κράτησα το γκραν φινάλε μου. Η μελαγχολία της Κυριακής απογεύματος είναι κάργα κινηματογραφική (με συγχωρείτε για το «κάργα»). Αυτή η ώρα είναι βγαλμένη από σελίδες μυθιστορήματος. Αν ήταν τραγούδι, θα το τραγουδούσε κάποιο μεγάλο αστέρι της soul σκηνής με μάτια νωχελικά κλειστά. Είναι σκηνή από ταινία εποχής, το σημείο που το ζευγάρι χωρίζει, γιατί οι πιο μεγάλοι έρωτες είναι οι ανεκπλήρωτοι κι εσύ μένεις κουνώντας στην οθόνη το μυξομάντιλό σου βγάζοντας άναρθρες κραυγές. Είναι η ώρα των μεγαλύτερων εμπνεύσεων, καθώς ένα συναίσθημα βαθιά μελαγχολικό είναι και βαθιά καλλιτεχνικό.

Ας είναι τ’ απογεύματα των Κυριακών μας μελαγχολικά κι όσο χειμωνιάζει ας γίνονται περισσότερο. Ας τ’ αφήσουμε να παίξουν το ρόλο τους. Να μας προβληματίσουν, να μας χαλαρώσουν, να μας εμπνεύσουν. Μέχρι να φτάσει η Κυριακή το βράδυ, που θα χτυπήσει το τηλέφωνο, θα είναι η τρελοπαρέα και θα μας ξεσηκώσει να ετοιμαστούμε για έξοδο. Ένα χαλαρό ποτάκι μωρέ και κάπως έτσι ξεκινάει η νέα βδομάδα μ’ επικό hangover!       

Συντάκτης: Μαίρη Ρήγα