Χτυπάει το τηλέφωνο. Η ώρα τέσσερις το πρωί. Ξέρουν οι φίλοι ότι σ’αυτό το σπίτι ζουν κουκουβάγιες, οπότε προσπερνάμε τις συγγνώμες και μπαίνουμε γρήγορα στο παρασύνθημα.
Ο κολλητός χώρισε.
Θέλει κάπου να τα πει, να ξεθυμάνει, να πάρει μια δεύτερη γνώμη, να ξεκολλήσει, να την ξανακερδίσει.
Τα γεγονότα πάνω-κάτω τις περισσότερες φορές είναι ίδια. Κάποιος γουστάρει λίγο περισσότερο, κάποιος χτυπιέται και ωρύεται όσο κάποιος άλλος απολαμβάνει τη νεοαφιχθείσα ελευθερία του. Κάποιος σχεδιάζει τακτικές αποπλάνησης και κάποιος άλλος το προσεχές καλοκαίρι αδέσμευτος κι ωραίος. Κακά τα ψέματα, σπανίως σ’ένα χωρισμό ο πόνος μοιράζεται. Συνήθως ο «εγκαταλελειμμένος» κουβαλάει εργολαβία τον οδυρμό και τον σηκώνει στην πλάτη του μέρες, νύχτες, τηλέφωνα αξημέρωτα.
«Πάρε ρε ένα ταξί κι έλα, μην τα λέμε απ’το κινητό»
Είκοσι λεπτά μετά χτυπάει το κουδούνι κι ο Αντρέας στρογγυλοκάθεται στον καναπέ μας, αγκαζέ μ’ενα μπουκάλι τσίπουρο που ‘φερε απ’το σπίτι του.
Ξεκινά η ανάλυση, της ανάλυσης, ω ανάλυση, που σπανίως βέβαια λέει εξ’αρχής την ωμή αλήθεια. Ο κολλητός απέναντι δεν είναι ακόμη έτοιμος να την αφουγκραστεί και να τη διαχειριστεί κι έτσι το βαρύ αυτό φορτίο πέφτει στους ώμους των τρίτων. Άπαξ όμως κι άλλος επιμένει να εθελοτυφλεί, ό,τι κι αν κάνει ο φίλος, θα είναι δώρο άδωρο.
Και κάπως έτσι τρεις ώρες μετά κι ενώ είμαστε πλέον έτοιμοι ν’αντικαταστήσουμε το τσίπουρο με πρωινό καφέ, ο Αντρέας θα μας ρωτήσει «ρε ‘σεις βρείτε μου έναν τρόπο να την κερδίσω πάλι! Τι να κάνω; Tην αγαπάω!». Και στα γρήγορα, με μια επίκληση στην αγάπη, θα μας γκρεμίσει όλα τα επιχειρήματα.
Θα τη δώσουμε αλά Μαντάμ Σουσού, τη συμβουλή. Θα του πούμε να εξαφανιστεί για λίγες μέρες, ν’αφήσει το χρόνο να κάνει τη δουλειά του, να μην την παρακαλέσει, να μη γεμίσει με τσιτάτα το timeline του, να μη συρθεί και στα σίγουρα να μην κλάψει μπροστά της. Θα μας πει σε όλα «ναι» και μόλις γυρίσει στο σπίτι, θα της στείλει μήνυμα «Μου λείπεις, έλα να κάνουμε ακόμα μια προσπάθεια.»
Εκείνη ή που δε θα του απαντήσει ποτέ ή που θα προσπαθήσει να υπεκφύγει ή που θα μπουν σ’ατέρμονο γύρο διαπραγματεύσεων που στην όψη τους οι Βαρουφάκηδες και οι Αμπεμπαμπλούμ φαντάζουν πρωτάκια.
Όταν όμως ο έρωτας μπαίνει σε ζύγια και «τι θα μου δώσεις, τι θα σου δώσω», το καλύτερο που ‘χει να προσφέρει είναι τινάγματα της ψόφιας γάτας και το μόνο που ο πρωταγωνιστής μας έχει να κερδίσει είναι μια παράταση του πόνου.
Τρεις μέρες μετά, θα ξανάρθει στον καναπέ μας, ξανά αξημέρωτα, ξανά με τσίπουρα, με μια επιφανειακή αποφασιστικότητα να πλανάται στην ατμόσφαιρα.
«Αυτό ήταν, θα την ξεγράψω! Έχετε δίκιο, δε μου αξίζει!»
Θα σταυροκοπηθούμε, θα πούμε αμήν με μια φωνή, θα τσουγκρίσουμε τα ποτήρια, θα το γυρίσουμε στ’ανέκδοτα ν’αλαφρύνει το κλίμα. Θα επιστρέψει σπίτι του αισιόδοξος κι απαλλαγμένος, θα μας στείλει sms «Να ‘στε καλά ρε παιδιά που με ακούσατε και μου ανοίξατε τα μάτια.», θα ξαπλώσουμε ήσυχοι κι ευτυχείς που βοηθήσαμε το φίλο μας, με μια κρυφή ανησυχία να μας κρατάει σε εγρήγορση.
Μια βδομάδα μετά εκείνη θα πάει να μαζέψει τα πράγματά της απ΄το σπίτι του. Κουβέντα στην κουβέντα, υπόσχεση στην υπόσχεση, λίγο ο ηλεκτρισμός, λίγο η σιωπή που πριν το τέλος μοιάζει μ’αγάπη μεγάλη, θα βρεθούν τ’ανάσκελα στους νεροχύτες.
Εκείνη ήθελε να κλείσει το κεφάλαιο με εσάνς κινηματογραφική. Εκείνος το εξέλαβε ως επανασύνδεση. Θα την ψάχνει στα inbox και τα viber. Μια θα ‘χει δουλειά, μια θα την παίρνει ο ύπνος, μια θα κουράζεται με τις επαναλήψεις στα λεγόμενα.
Κάποια στιγμή θα πάψει να του απαντάει.
Ο φίλος μας πάντα θα πιστεύει ότι η αγάπη δείλιασε, ότι ο έρωτας λύγισε στις δυσκολίες, ότι τον έφαγε η μαρμάγκα, η ρουτίνα, τα χιλιόμετρα. Ότι δεν ήταν γραφτό να συμβεί.
Εκείνη θα μετράει άλλη μια χαζοσχεσούλα στη συλλογή της περιμένοντας τη σπουδαία που θα τη συγκλονίσει.
Ο ένας θα βαράει το κεφάλι του στον τοίχο, η άλλη σφηνοπότηρα σε μπάρες κι εμείς δε θα ξανασηκώσουμε τηλέφωνο μετά τις δώδεκα.