Οι γυναικοκτονίες των τελευταίων ετών κι εξαιτίας της δημοσιότητας που αυτές έλαβαν και των συζητήσεων που προκάλεσαν εντός κι εκτός σόσιαλ ταρακούνησαν μέρος του κοινού που ως τότε απολάμβανε τον καθησυχαστικό του ύπνο στη σφαίρα του μικρόκοσμού του. Η ταχύτητα μετάδοσης της πληροφορίας, οι εκατοντάδες φωτογραφίες κακοποιημένων γυναικών, η φωνή που ορθώνεται με μεγαλύτερη παρισσεία, οι λεπτομερείς μαρτυρίες, η συσσωρευμένη αγανάκτηση και ο φόβος που επιθυμούν να πάψουν να κυριαρχούν, φαίνεται πως συσπείρωσαν τη βαθιά συντηρητική μας κοινωνία ενάντια ενός καλά ριζωμένου εχθρού που ανά διαστήματα κάνει έντονες επιθέσεις και μας επιβεβαιώνει την παρουσία του ακόμη και όταν νομίζουμε πως έχουμε απαλλαγεί απ’ αυτόν.

Αυτές ωστόσο οι συσπειρώσεις παρά τον εκκωφαντικό χαρακτήρα τους, όπως οτιδήποτε εκκωφαντικό, στερούνται σε διάρκεια και ουσία. Η βραχυπρόθεσμη μνήμη μας σε συνδυασμό με την επιλεκτική μας αντίληψη δημιουργούν ένα κλίμα επικίνδυνο, υποκριτικό, μισάνθρωπο.

Η συμπόνια κι η υποστήριξη τόσο προς τα θύματα όσο και προς τα εν δυνάμει, δεν είναι σε πολλές περιπτώσεις παρά μια πολίτικλι κορέκτ στάση την οποία αισθανόμαστε πως οφείλουμε να υιοθετήσουμε για να μη χρειαστεί να αντιπαραταχθούμε με τους άλλους ή με τη συνείδησή μας σε μια πιθανή αυτοκριτική. Θεωρολογία όμως από πράξη απέχουν περισσότερο απ’ όσο έχουμε το σθένος να μας παραδεχτούμε. Οι αντιφάσεις ανάμεσα σε σκέψεις, λεγόμενα και πεπραγμένα είναι ενίοτε τόσο εμφανείς ώστε ακόμη κι ο πιο άπειρος παρατηρητής του εαυτού του κάποια στιγμή θα εκπλαγεί ανακαλύπτωντάς τις.

Οι αποκρουστικές λεζάντες στα πρωτοσέλιδα, τα μελανιασμένα απ’ το ξύλο πρόσωπα, τα γρατζουνισμένα μπράτσα ερεθίζουν τη βιολαγνεία μας, μάς καθιστούν μάρτυρες στο δράμα του διπλανού με το οποίο είτε θα ταυτιστούμε θυμούμενοι αντίστοιχα δικά μας δραμάτα, είτε θα καθησυχαστούμε σκεπτόμενοι ότι εμείς ευτυχώς δεν έχουμε τέτοια προβλήματα, κυρίως όμως θα γρατζουνίσουν αυτό το όργανο κάπου στο στέρνο λίγο πάνω απ’ την καρδιά και κάτω απ’ τον οισοφάγο το οποίο στο άκουσμα τέτοιων γεγονόντων σφίγγεται, αποστροφά, ζαλίζεται. Όντως πολλές φορές θέλουμε να κάνουμε εμετό. Όντως ο αποτροπιασμός μας σωματοποιείται. Η αδρεναλίνη μας ανεβαίνει, νιώθουμε θυμό, νιώθουμε καταπίεση, νιώθουμε ότι θέλουμε κάτι να κάνουμε ν’ αλλάξουμε αυτόν τον κόσμο. Ίσως τη μέρα που μια γυναίκει σκοτώνεται πολλές άλλες να σώζονται κι εξαιτίας της. Γιατί ο δικός της φόνος θα γίνει η ευκαιρία κάποιοι να σηκώσουν το τηλέφωνο για να καταγγείλουν τον πατέρα ή τον σύντροφο τους ή απλώς το γείτονά τους γιατί κάπου εκεί συνειδητοποιούν ότι η αδιαφορία τους γίνεται συνενοχή. Και σ’ εκείνα τα λιγοστά λεπτά της έκλαμψης αυτή η συνενοχή ισοδυναμεί μ’ ευθύνη, ευθύνη απ’ την οποία θέλουμε ν’ απαλλαγούμε.

Οι εκλάμψεις εξ’ ορισμού διαρκούν λίγο. Σύντομα θέλουμε να επιστρέψουμε στο ασφαλές λαγούμι της καθημερινότητάς μας όπου τίποτα δε θα μας αποσπά απ’ την εντύπωση ότι όλα βαίνουν λίαν καλώς. Η συχνή αδυναμία του ανθρώπινου εγκέφαλου στο να μπορεί να συλλάβει ενδείξεις και να κάνει συσχετισμούς σ’ αυτή τη φάση γίνεται εξόχως επικίνδυνη. Γι’ αυτό ενώ μπορεί μια βδομάδα πριν να είχαμε αναρτήσει πλακάτ στα προφίλ μας ή να ‘χαμε κλείσει την Πανεπιστημίου σε πορεία προάσπισης των γυναικών και των δικαιωμάτων τους, μ’ εξαιρετική ευκολία μπορούμε να σχολιάσουμε λίγες μέρες μετά ότι η νέα συνάδελφος στη δουλειά “ντύνεται σαν τσόλι και τρίβεται με τον προϊστάμενο”. Μα απέχει το περίστροφο απ’ το διασυρμό θα σπεύσουν να σκεφτούν ορισμένοι. Ας αναρωτηθούμε όλοι μαζί το αν και το κατά πόσο. Κι έπειτα ας εξετάσουμε αν μπορεί να υπάρξει a la carte ευαισθησία.

Αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι το παράδειγμα της νέας συναδέλφου δεν είναι παρά ένα παράδειγμα. Αν αδυνατεί κάποιος να φέρει στο νου του περιστάσεις που το ‘χει ξεστομίσει ας προσπαθήσει να θυμηθεί αν υπέκυψε στον πειρασμό να σχολιάσει την όψη μιας γυναίκας που πηγαίνει στην παραλία μακιγιαρισμένη ή που μιλάει και γελάει μεγαλόφωνα, που λικνίζεται χορεύοντας, που ορθώνει ανάστημα στις συζητήσεις, που έχει ξυρίσει το κεφάλι της ή που δεν έχει ξυρίσει τα πόδια της, που μεθάει ή που δεν πίνει ποτέ ούτε για το κέφι της παρέας, που κάνει σεξ με πολλούς ή με κανέναν, που αγαπά τις πλαστικές επεμβάσεις ή που δε βάφεται ποτέ της, που δε σπούδασε κι έκανε οικογένεια στα 20 ή που στα 50 συλλέγει πτυχία. Είναι προφανές πως ό,τι τελικά κι αν επιλέξει να κάνει μια γυναίκα στη ζωή της θα βρεθούν κάποιοι, αρκετοί, εντυπωσιακά διαθέσιμοι να τής υποδείξουν τα κατ’ εκείνους λάθη και αδυναμίες της, να την περιλούσουν με επίθετα, να την κάνουν αστειάκι σαρκαστικό για να γελάσει η παρέα. Για να καθησυχαστεί η παρέα. Ή ακόμα και για να συσφιχθεί η παρέα – μιας και δεν είναι λίγες οι κοινωνικές ομάδες που στηρίζονται κυρίως στις αδυναμίες τους παρά στα ιδανικά τους.

Οι γυναίκες που αγαπούν να μισούν άλλες γυναίκες κυοφορούν πόνους και μειονεξίες, απωθημένα, ελλείψεις, παράπονα. Οργή και φθόνο. Καταλαμβάνονται από συχνά αισθήματα ανεπάρκειας. Πολεμούν αυτά τα αισθήματα δια της πλαγίας οδού, θεωρώντας υπεύθυνους όλους εκείνους επάνω στους οποίους προβάλλουν τη δική τους ευθύνη, για την οποία ήδη είπαμε ότι επιθυμούμε ν’ απαλλαγούμε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Ο πιο σίγουρος τρόπος είναι η μετατόπιση και ο πιο εύκολος στόχος είναι εκείνος που αρέσκεσαι να πιστεύεις ότι σε πλήττει, άμεσα ή έμμεσα, με τις επιλογές ζωής του. Επιλογές που κάπου βαθιά μέσα σου κρυφοποθείς και θα ‘θελες να κάνεις ή που νιώθεις ότι ανά πάσα στιγμή είσαι επιρρεπής στο να κάνεις. Καταδικάζοντας μια άλλη γυναίκα στην πραγματικότητα καταδικάζουμε εμάς και το μη αποδεκτό εαυτό μας. Εκείνον τον οποίο πατρονάρουμε και λογοκρίνουμε, εκείνον που αρνούμαστε, εκείνον που μας προκαλεί ντροπή. Είναι ασφαλώς λιγότερο επίπονο το να στρέφουμε την ντροπή προς τα έξω… Last but not least, είναι βεβαία και το όφελος της διαφημιζόμενης “ηθικής”.

Πέρα όμως απ’ τα ασυνείδητα ή τα υποσυνείδητα κίνητρα υπάρχουν και τα εντελώς συνειδητά, κίνητρα που γίνονται στόχοι και στόχοι που γίνονται σκοποί.

Οι γυναίκες που αγαπούν να μισούν άλλες γυναίκες εξαρτώνται απ’ τους άλλους και την επιδοκιμασία τους. Συνήθως απ’ τους ερωτικούς τους συντρόφους -είτε αυτοί είναι άντρες, είτε άλλες γυναίκες-. Η έτσι κι αλλιώς εξαιρετικά ευθραυστή αυτοπεποίθησή τους τίς οδηγεί στο να φέρονται ανταγωνιστικά με τόσο νοσηρό τρόπο ώστε η μόνη μέθοδος που -θεωρούν πώς- έχουν για να στρέψουν το ενδιαφέρον στο πρόσωπό τους είναι να το αποπροσανατολίσουν πλήρως απ’ τα πρόσωπα των άλλων, πώς αλλιώς, μειώνοντάς τους. Στην ουσία πρόκειται απλώς για μια σκηνή εξουδετέρωσης της “αντιπάλου” που μπορεί να πάρει δεκάδες προσφιλείς μορφές σε όλους μας. Ζευγάρι πίνει καφέ σε κεντρικό δρόμο της πόλης τους. Διερχόμενη γυναίκα κοντοστέκεται σε διάβαση για να περάσει απέναντι. Η γυναίκα που απολαμβάνει τον καφέ της στρέφει το κεφάλι της και ξεστομίζει ένα σύντομο πικρόχολο σχόλιο για την περαστική, για το περπάτημα ή το ντύσιμό της. Με αυτό τον τρόπο -θεωρεί πώς- έχει αυτόματα αποκαταστήσει την υπεροχή της. Αυτό το συναίσθημα την ανακουφίζει όντως – τουλάχιστον μέχρι την επόμενη φορά.
Αν τώρα υποθέσουμε πως η “αντίπαλος” ανήκει στον ευρύτερο φιλικό ή κοινωνικό κύκλο τότε χωρίς αιδώ μπορεί να εξαπολύει κατηγορίες, κριτικές κι εκτιμήσεις με σκοπό όχι μόνο να βγει η άλλη απ’ το κάδρο όσο το δυνατόν πιο γρήγορα αλλά και πάλι για την εδραίωση του δικού της άφταστου status.

Εξυπακούεται πως όσοι γίνονται μάρτυρες τέτοιων λεκτικών επιθέσεων, ακόμη κι αν στερούνται γνώσεων βασικής ανθρώπινης ψυχολογίας, είναι σε θέση να οσμυνθούν το φόβο και την ανημπόρια πίσω απ’ τα λεγόμενα αυτού που τις εκφράζει. Τελικά η γυναίκα που παλεύει να στηρίξει τη δική της εικόνα γκρεμίζοντας εκείνη των άλλων αργά ή όχι πέφτει η ίδια θύμα της παγίδας της. Άνθρωποι απομακρύνονται από κοντά της κι εκείνη αναζητά τα αίτια της εξαφάνισης, σωστά μαντέψατε, σ’ αποδιοπομπαίους τράγους. Το έργο επαναλαμβάνεται σ’ έναν ψυχοφθόρο κύκλο για όλους τους πρωταγωνιστές όπου οι περισσότεροι συνήθως διατελούν ρόλο guest καθώς οι γυναίκες που αγαπούν να μισούν άλλες γυναίκες είναι εντελώς ανίκανες να δημιουργήσουν και να καλλιεργήσουν ουσιαστικές σχέσεις – κι όχι μόνο με άλλες γυναίκες.

Στις σπάνιες περιπτώσεις που μια φιλία μακροημερεύσει τότε πιθανότητα και τα δύο μέρη της παρέας θα μοιράζονται το ίδιο πάθος/μίσος κι αυτό ακριβώς είναι και που θ’ αποτελεί το βασικό πυρήνα εγγύτητάς τους. Ή έστω το ένα απ’ τα δύο μέλη “θα ανέχεται” την κακιά συνήθεια του άλλου προσπαθώντας να την αποδεχτεί και να τη δικαιολογήσει. Αν τύχει και παρακολουθήσει ένας τρίτος παρατηρητής τις ιδιωτικές συζητήσεις γυναικών που μισούν άλλες γυναίκες εκτός απ’ την προσβολή που θα αισθανθεί δε θ’ αργήσει να διαπιστώσει ότι θ’ αρκούσε η παραμικρή αφορμή, το μικρότερο ατόπημα, ώστε αυτές οι δύο πότε άλλοτε καλές φιλές δε θ’ αργήσουν να βάλουν στο στόχαστρο η μία την άλλη. Ψευτοφιλίες σε τεντωμένο σκοινί στηριγμένες σ’ εκατέροθεν χρόνιες ανασφάλειες.

Πώς λειτουργεί όμως μια γυναίκα που μισεί τις γυναίκες στην ιδιωτική της σφαίρα; Τι αισθάνεται; Τι συμβαίνει στην ψυχή και το μυαλό της; Βαριέται, πονά, διψά. Τα τρία ανυπόφορα συναισθήματα εναλλάσσονται διαρκώς ώστε τελικά κι αν δεν αποφασίσει ν’ αναλάβει δράση, την κάνουν όλο και περισσότερο υπόδουλο της βασικότερης συνέπειάς τους που δεν είναι μόνο η -προφανής- θλίψη αλλά ιδίως η παραίτηση. Μια γυναίκα που μισεί -γενικώς κι ειδικώς- λειτουργεί παθητικά, πειθήνια. Αυτή ακριβώς η παθητικότητά της είναι η βαθύτερη αιτία της ανίας, του πόνου και της δίψας της. Πλήττει σε μια καθημερινότητα χωρίς συγκινήσεις κι εκπλήξεις, πιθανότητα διότι πιστεύει ότι αυτές προκύπτουν από μόνες τους και δε χρειάζεται να κοπιάσει διεκδικόντας τις. Πονάει αναλογιζόμενη όλα όσα θα ‘θελε να κάνει και τελικά εγκατέλειψε -προς διαφύλαξη κάποιων ισορροπιών και συνηθέστερα από τον φόβο ότι θα δυσαρεστούσε κάποιους ή τουλάχιστον έτσι το ερμηνεύει στον εαυτό της- λόγω οκνηρίας στην πραγματικότητα. Διψά για ενδιαφέρον, πάθος κι αγάπη και προσπαθεί να τα προσελκύσει εκβιάζοντάς τα.

Είναι μια γυναίκα πράγματι δυστυχισμένη που έχει ανάγκη την αγάπη για ν’ ανθίσει. Κι εκεί κάπου το πράγμα μπερδεύεται. Διότι η αγάπη που αποζητά είναι εκείνη που έρχεται από έξω προς τα μέσα συνήθως με τη μορφή προσκόλλησης, αδυναμίας, κολακείας. Πρόκειται για αγάπες εξαρτητικές που θεωρεί πως θα ‘ρθουν να επουλώσουν τις ουλές της στο τέλος όμως θα προσθέσουν στο άθροισμα. Κάθως οι εξαρτητικές σχέσεις στηρίζονται στο βασικό αξίωμα υποτίμησης των άλλων. Όσοι έχει τύχει να βρεθούν σ’ εξαρτητική σχέση ξέρουν καλά ότι αυτό που φέρνει κοντά τους δύο δεν είναι μόνο το πάθος του ενός για τον άλλο αλλά κι η κοινή αντίληψη που τους συνδέει ότι αυτοί οι δύο αρκούν. Ότι αυτοί οι δύο υπερτερούν. Ότι αυτοί οι δύο είναι οι καλύτεροι. Το βλέπετε το μίσος προς τους άλλους. Αναπόφευκτα μια εξαρτητική σχέση κάποια στιγμή είτε θα λήξει θριαμβευτικά αφήνοντας εντελώς αποκαμωμένους τους δύο όταν αφανιστεί το κάστρο των ψευδαισθήσεων είτε θα συνεχίσει όχι όμως αυξάνοντας τη θέρμη των δύο για το μεταξύ τους άλλα το κοινό τους μίσος για όλους τους άλλους. Τούτο έχει εφαρμογή τόσο σ’ έρωτες, όσο και σε φιλίες κι ακόμα περισσότερο στις οικογένειες. Οι άλλοι γίνονται οι επικίνδυνοι, οι εχθροί, οι αντίπαλοι. Και κάπως έτσι αντί να στρέψουμε το βλέμμα προς τα μέσα θα εξακολουθούμε να κοιτάμε το ύψος της φούστας της διερχόμενης.

Ένας άνθρωπος που μισεί θα πάψει να μισεί μόνο αν αποφασίσει μια μέρα ν’ αγαπήσει – κι όχι μόνο τον εαυτό του. Είναι όντως βασική προϋπόθεση ν’ αγαπάς εσένα πριν αποφασίσεις αυτή την αγάπη να τη μοιράσεις απλόχερα στους άλλους, με ανιδιοτέλεια, επιείκεια, κατανόηση. Δε σημαίνει όμως καθόλου ότι άπαξ και κατάκτησες αυτό το βήμα έχεις τελειώσει μ’ όλη την απαιτούμενη δουλειά για να γίνεις από μισάνθρωπος, άνθρωπος. Για την ακρίβεια πρόκειται απλά για το πρώτο, πανεύκολο εδώ που τα λέμε, σκαλοπάτι στο οποίο αρκετοί στέκονται εσαεί. Το δεύτερο θέλει γενναιότητα. Μα εκεί μετριούνται όμως οι όντως δυνατοί.

Συντάκτης: Κατερίνα Κεχαγιά