Απρίλης του 2008, μέρα καθημερινή, μεσημεριάτικα κατεβαίνω τη Χαριλάου Τρικούπη και ψάχνω το 101 ή το 107.
Φοράω μια γόβα πορτοκαλί και μια κίτρινη.
Τα μαλλιά μου έχουν μόλις γίνει μπλε με ροζ τούφες και τ’ αυτιά μου εξακολουθούν να είναι τρυπημένα σε όλο τους το μήκος.
Η μπλούζα μου έχει σχέδια manga και το τζιν μου είναι σκισμένο.
Η μάνα μου, έχει μόλις πει στο τηλέφωνο «Μην τολμήσεις να κατέβεις στη Ρόδο, Πασχαλιάτικα αν δεν σουλουπωθείς!» και της το ‘χω κλείσει κατάμουτρα.
Κρατάω ένα ντοσιέ πράσινο με ροζ αστεράκια και ετοιμάζομαι να χτυπήσω την πόρτα ενός εκδοτικού οίκου, για να δείξω μερικά ποιήματά μου.
Προσπαθώ επί βδομάδες να κλείσω ραντεβού με μια εκ των υπευθύνων έκδοσης, που τελικά υπέπεσα στη λύση του «βύσματος» για να το πετύχω.
Αυτό το «στείλτε μας τη δουλειά σας και αν μας ενδιαφέρει θα επικοινωνήσουμε», ποτέ δεν μου γέμισε το μάτι. Ανυπόμονη και αγχωτική μέχρι αηδίας, το πιθανότερο είναι πώς όσο διαρκούσε η αναμονή, θα έπασχα από κρίσεις πανικού. Σου αρέσει, δεν σου αρέσει, θέλω να το ξέρω εξαρχής.
Φτάνω στο 101 ή στο 107.
Το τακούνι μου ετοιμάζεται να ξεκολλήσει και κάνει έναν εκνευριστικό διαπεραστικό ήχο, στο σάπιο παρκέ του νεοκλασσικού της Τρικούπη.
Αναθεματίζω την τύχη και τον εαυτό μου, που δεν φόρεσα τις δύο κίτρινες.
Κάθομαι σταυροπόδι στο μπορντό βελούδινο καναπέ του σαλονιού και χαζεύω τίτλους βιβλίων.
Η γραμματέας με πλησιάζει και μου λέει:
– Έχετε ραντεβού;
– Ναι. Με την κ. Οικονόμου.
– Είστε σίγουρη;
– Ναι, σας λέω. Κεχαγιά με λένε. Ελέγξτε το.
Επιστρέφει στο επίσης ξύλινο -και σάπιο- γραφείο της, ανοίγει ένα σημειωματάριο, με κοιτάει από την κορφή ως τα νύχια με ματιά επικριτική και απαντάει:
– Έχετε δίκιο. Θα σας δεχτεί σε δέκα λεπτά.
Τα δέκα λεπτά, τελικά ήταν περίπου τριανταπέντε.
Τα αισθάνθηκα σαν άσκηση υπομονής ή σαν καψόνι, όταν ανοίγοντας την πόρτα βρήκα την εκδότρια να κοιτάει έξω από το παράθυρο την εσωτερική αυλή του κτιρίου και να καπνίζει πούρο.
Κάθισα στην ξύλινη πολυθρόνα -που επίσης βρωμούσε μούχλα- και με ενθουσιασμό έφηβης, άρχισα να βγάζω δεκάδες κόλλες Α4 από το ντοσιέ, με ποιήματά μου.
Εκείνη τους ρίχνει μια βιαστική ματιά και παραμένει ανέκφραστη.
– Ξέρετε, ο κ. Βασιλάρης, μου έχει μιλήσει με τα καλύτερα λόγια για σας.
– Αλήθεια; Να ‘ναι καλά.
– Ωστόσο, το όλο στυλ σας, δεν συνάδει με τα γραπτά σας.
– Τι ακριβώς εννοείτε;
– Θα σας εξηγήσω.
Ολόκληρα τα υπόλοιπα τριάντα λεπτά του ραντεβού, μου έκανε ερωτήσεις που ουδεμία σχέση είχαν με τα ποιήματα τα όποια της είχα μόλις παραδώσει.
Πού βγαίνω, πόσο συχνά βγαίνω, γιατί ντύνομαι όπως ντύνομαι, ποιες εκθέσεις έχω παρακολουθήσει πρόσφατα, ποιους συγγραφείς γνωρίζω προσωπικά, αν έχω διασυνδέσεις με την τοπική αυτοδιοίκηση της Ρόδου, αν έχω σκεφτεί να κόψω τα μαλλιά μου και να τα ξαναβάψω μαύρα, ποιες οι επαφές μου με ραδιοφωνικούς/τηλεοπτικούς σταθμούς, αν θα μπορούσα να δείχνω και να είμαι πιο «καθωσπρέπει».
Άρχισε να μου αραδιάζει τα ονόματα των συγγραφέων και των ποιητών που έχει εκδώσει όλα αυτά τα χρόνια και να μου απαριθμεί τους λόγους για τους οποίους το πρεστίζ του οίκου, είναι τόσο σημαντικό για αυτούς.
Προφανώς οι απαντήσεις μου δεν την άφησαν ικανοποιημένη, αν κρίνω από το γεγονός ότι ουδέποτε χτύπησε το τηλέφωνό μου.
Βγαίνοντας από το κτίριο και ενώ το τακούνι από την πορτοκαλί μου γόβα είχε πλέον σπάσει εντελώς, ήξερα ξεκάθαρα ότι η μεγαλύτερη μούχλα και μπόχα εκεί μέσα, προερχόταν από τα μυαλά.
Υποσχέθηκα στον εαυτό μου αυτή η ιστορία να με αφήσει εντελώς ανεπηρέαστη, μάλλον δεν το κατάφερα όμως.
Λίγο καιρό μετά και ενώ τα ποιήματα έχουν ξαναμπεί στο δεύτερο από τη βιβλιοθήκη αγαπημένο τους συρτάρι, μου γίνεται πρόταση για συμμετοχή στο πάνελ ενός μεσημεριαδάδικου.
Την αρνούμαι χωρίς δεύτερη σκέψη, για να μη με στιγματίσει μελλοντικά μια τέτοια επαγγελματική επιλογή.
Ξυπνάει τις νύχτες το φάντασμα της εκδότριας, να μου κουνάει επικριτικά το δείκτη και να μου λέει:
«Ποτέ κανείς δεν θα πάρει στα σοβαρά τη δουλειά σου, αν δεν φροντίσεις να γίνεις και εσύ κομμάτι του κύκλου των στημένων ποιητών».
Ζω στη χώρα που η σοβαροφάνεια βασιλεύει ως η μεγαλύτερη νόσος και δυστυχώς ή ευτυχώς, το συνειδητοποιώ νωρίς και άγαρμπα.
Ευτυχώς γιατί την ξερνάω από οτιδήποτε με αηδία, δυστυχώς για τον ίδιο λόγο.
Στη χώρα της διαφημιζόμενης κουλτούρας.
Στη χώρα που χρησιμοποιούνται κατά κόρον -και πολλές φορές ακρωτηριάζονται- λόγια «σοφών» και μεγάλων, εντελώς φιγουρατζίδικα και αρκετά συχνά και ως γκομενοπαγίδα.
Βρείτε μου μία που έκατσε επειδή ο άλλος της απήγγειλε William Blake και φέρτε την, να τη φτύσω.
Στη χώρα που ορισμένοι προτιμούν να βγάλουν τη μπέμπελη Αύγουστο μήνα, αρκεί να μην αποχωριστούν το φουλάρι τους, που τους χαρίζει στάμπα στον κόσμο της ποιότητας.
Στη χώρα που αρκετοί -ακόμη και σήμερα- ονειρεύονται να εκδώσουν για να πλουτίσουν και που ακόμη περισσότεροι γεμίζουν βιβλιοθήκες με άπειρα βιβλία, που όμως δεν έχουν διαβάσει ποτέ.
Η προσωπική μου βιβλιοθήκη στη Ρόδο, έχει περίπου εκατό τίτλους, από τα χρόνια της εφηβείας.
Δώρα της μάνας μου, τα περισσότερα.
Από όταν ήρθα στην Αθήνα, ζήτημα είναι ν’ αγόρασα καμιά δεκαριά.
Διάβασα βέβαια, πολυπολλαπλάσια.
Τα οποία πάντα δανειζόμουν είτε από βιβλιοθήκες, είτε από φίλους.
Έχω επίσης την κακή συνήθεια να τα επιστρέφω.
Πιστεύω φανατικά ότι ένα βιβλίο πρέπει να περνάει από πολλά χέρια για να εκπληρώσει το σκοπό του.
Πιστεύω ακόμη πιο φανατικά, ότι το συγγραφιλίκι δεν είναι επαγγελματικός προσδιορισμός και στα σίγουρα δεν θα έπρεπε να είναι πηγή κέρδους.
Το πώς έχουν μπερδέψει πολλοί τα πράγματα με κάνει ν’ αναρωτιέμαι αν φταίει ο γιαλός ή αν εγώ αρμενίζω λάθος.
Τα ράφια της βιβλιοθήκης μου έχουν επάνω στολισμένα φωτογραφίες, αρώματα και αποξηραμένα λουλούδια.
Τα μαλλιά μου δεν είναι πλέον μπλε και οι ροζ τούφες έχουν εξαφανιστεί.
Τα αυτιά μου έπαψαν να είναι τρυπημένα από άκρη ως άκρη.
Οι γόβες που φοράω, συνήθως, έχουν το ίδιο χρώμα.
Τα τζιν μου παραμένουν σκισμένα και τα ποιήματα μου κλειδωμένα.
Ίσως είμαι πλέον πιο έτοιμη, να μπω στον κόσμο της διάνοιας και του πνεύματος.
Κάθε όμως που περνάω από τη Χαριλάου Τρικούπη 101 ή 107, θυμάμαι τη μούχλα που είχε βρωμίσει ολόκληρο το οικοδομικό τετράγωνο, τη στριμμένη γραμματέα, το πούρο της εκδότριας, το παρκέ που τσίριζε, το σπασμένο μου τακούνι, τον εφηβικό μου ενθουσιασμό, που οι αφελείς αντί να εκμεταλλευτούν, επιχείρησαν να ευνουχίσουν, τον ταξιτζή που με πήγε σπίτι εκείνη τη μέρα και ανέχτηκε τα δάκρυα και τα νεύρα μου, την πρόταση για το μεσημεριανάδικο που αρνήθηκα, τα ποιήματα μου, που εγώ επέτρεψα να θαφτούν.
Οργίζομαι με τον εαυτό μου και αυτή η οργή ξεπερνάει κάθε αγανάκτηση απέναντι στους πάσχοντες από το σύνδρομο της κουλτούρας.
Μπαίνω στο νέο σπίτι που οι ακόμη στο πάτωμα κούτες, δεν έχουν αποφασίσει αν θα ανοιχτούν.
Παραπατάω και αναθεματίζω. Αρχίζω να τις σκίζω μία-μία.
Οι Α4 έχουν κιτρινίσει.
«Χριστέ μου, τι γραμματοσειρά χρησιμοποιούσα τότε!», θα σκεφτώ.
Τα στιχάκια μου είναι ακόμη εκεί και περιμένουν να τα χτενίσω, να τα ξανασυμπαθήσω, να τα αγκαλιάσω. Θα τα κρεμάσω σε κάθε λογής ντουλάπα.
Ίσως αν τα βλέπω κάθε μέρα μπροστά μου, αποφασίσω σύντομα να χτυπήσω το κουδούνι της Χαριλάου Τρικούπη 121, που όπως έμαθα πρόσφατα από ένα φίλο, η εκεί εκδότρια είναι πρώην μεταλλού, το πάτωμα μαρμάρινο και η γραμματέας έχει δυο τούφες ροζ.
Πρώτη Δημοσίευση: eyedoll.gr