Το σκηνικό γνωστό. Καλοκαιράκι, σε βεράντες που βλέπουν Αιγαίο ή σε παραλίες που το ακουμπάνε. Κυκλοφορεί και σε χειμερινή παραλλαγή: τζάκι, κάστανα και whiskey malt.

Η συζήτηση στο μεταίχμιο.

Μετά τις αγάπες και τους έρωτες και αμέσως πριν η κουβέντα γυρίσει στο σεξ. 
Κάποιος, συνήθως ο νεότερος, θα πετάξει την ερώτηση καταπέλτη «Ψηφίζετε ένα όμορφο ψέμα ή μια σκληρή αλήθεια;»

Η αλήθεια θα υπερψηφιστεί με διαφορά ειδικότερα από τις γυναίκες που θα δώσουν και σταυρό διπλό, για να ‘ναι σίγουρες ότι οι συνοδοί τους έλαβαν την πληροφορία.

Σειρά έχουν οι βαρύγδουπες ψυχοφιλοσοφικές αναλύσεις, ενώ το τσιγάρο στο χέρι τρέμει από την ένταση και τα ποτήρια έχουν αρχίσει να ξαναγεμίζουν με ταχείς ρυθμούς.

Είμαστε απόλυτοι, κάθετοι και αφοριστικοί. Διαμηνύουμε πώς λατρεύουμε την αλήθεια με όποιο κόστος. 
Το φωνάζουμε, το διεκδικούμε, πολλές φορές το απαιτούμε ακόμη και με τρόπο άτσαλο.

Ε, μετά από τόσες επικλήσεις, εκείνη επιτέλους μας κάνει τη χάρη και έρχεται. 
Εμείς τότε, ψάχνουμε τρύπα να την κρύψουμε ή να κρυφτούμε οι ίδιοι.

Η αλήθεια, όσο όμορφη, λυτρωτική και αθώα αν φαντάζει, έχει μερικές δίδυμες αδελφές που δεν είναι πάντα το ίδιο ευχάριστες.

Την αυτοκριτική, την αναθεώρηση, την ευθύνη και την τόλμη. Το ωραίο ψέμα, δεν είναι εξαιρετικά δημοφιλές μόνο επειδή προσφέρει την ψευδαίσθηση της ευτυχίας, αλλά κυρίως γιατί συντηρεί τη βολή μας.

Ποιος θέλει να ξεβολευτεί;

Ανήκω στους φανατικά ευθείς ανθρώπους. Ή έστω, προσπαθώ να είμαι και εύχομαι να το πετυχαίνω.

Μου έχει στοιχήσει πολύ.

Tόσο πολύ, ώστε μπήκα αρκετές φορές στον πειρασμό να σκεφτώ, μήπως τελικα ή ειλικρίνεια είναι αρετή υπερεκτιμημένη.

Η Βάσω είναι από τους πρώτους ανθρώπους που γνώρισα στην Αθήνα, δέκα χρόνια πριν.

Ένα πλάσμα τόσο ευγενικό, που νομίζεις πως ξεπήδησε από άλλη εποχή ή από ταινία.
Γλυκιά, εσωστρεφής, χαμηλών τόνων, απεχθάνεται τις διαφωνίες.

Στα χρόνια της παρέας μας, δεν με κριτίκαρε σχεδόν ποτέ.
Ακόμη και όταν της ζητούσα να μου πει τη γνώμη της, κόμπιαζε με έναν τρόπο παιδικό.
Συνήθως αρκούνταν σε μια μεσοβέζικη, διπλωματική απάντηση, λίγο πριν με αγκαλιάσει και μου ευχηθεί τα καλύτερα.
Ωστόσο, με πίκραινε πολλές φορές, οτι τελικά αυτή τη γνώμη, δεν την είχα μάθει.

Γνωρίζοντας την καλά, λίγο καιρό μετά, είχα καταφέρει να διακρινώ την πηγή της ατολμίας.
Δεν ήθελε να ρισκάρει να με δυσαρεστήσει ή να με εκνευρίσει. Ήταν τόσο απλό.
Όταν όμως βεβαιώθηκα για αυτό, τελικά δυσαρεστήθηκα περισσότερο από οποιαδήποτε «σκληρή αλήθεια», δεν είχα ακούσει από το στόμα της.

Αλίμονο, αν ειδικότερα οι φίλοι μας, διστάζουν να μας πουν όσα πραγματικά σκέφτονται.
Αν μας γλείφουν τ’ αυτιά και μας χτυπούν υποστηρικτικά την πλάτη, τις στιγμές που πρέπει να μας δώσουν ένα δυνατό μεταφορικό χαστούκι μπας και συνέλθουμε.
Αν αυτό κάποιος το ορίζει ως φιλία, προφανώς θα πρέπει να επανεξετάσει τους ορισμούς του.

Στους ανθρώπους μου λοιπόν, έμαθα από νωρίς να τα λέω τσουβαλάτα.

Κάποιοι έφυγαν, κάποιοι έμειναν.
Κάποιοι θύμωσαν, κάποιοι με αγκάλιασαν.
Κάποιοι δέχτηκαν την αλήθεια μου, κάποιοι προτίμησαν τη δική τους.
Κάποιους τους στεναχώρησα, στην προσπάθειά μου να τους προφυλάξω και (ή) να είμαι καθάρη απέναντί τους.
Αυτοί οι κάποιοι, είναι και ο μοναδικός λόγος που μερικές φορές αμφιβάλλω.

Τελικά η αλήθεια σερβίρεται ωμή ή πρέπει να τη σιγοβράσεις πρώτα λίγο;

Τη Βάσω την έχω χάσει εδώ και δύο χρόνια.
Τελευταία φορά βρεθήκαμε σε ένα καφέ της Ακρόπολης, όπου χαρούμενη μου ανακοίνωνε τον αρραβώνα της με τον Δημήτρη.
Τον Δημήτρη που όποτε έπινε δυο ποτηράκια παραπάνω, ξεσπούσε την οργή του επάνω της.
Δεν χάρηκα για τον αρραβώνα, δεν της ευχήθηκα. Της είπα μόνο «φύγε μακριά του, όσο είναι νωρίς.»

Έβγαλε ένα πενταεύρω, το ακούμπησε στο τραπέζι και έφυγε πολύ γρήγορα, μακριά από εμένα όμως.
Δεν την ξαναείδα έκτοτε.

Παλλινοδούσα για πολύ καιρό. Άλλοτε επιβράβευα την επιλογή μου, άλλοτε μετάνιωνα.
Προσπάθησα για κάποιο καιρό να υιοθετήσω και εγώ το στυλ της αλήθειας, με αέρα savoir vivre.
Δεν μου βγήκε όμως και τα παράτησα.
Μετά σκέφτηκα να τη λέω επιλεκτικά και μόνο αν με ρωτάνε. Ούτε αυτό όμως το πέτυχα.
Καθώς έψαχνα την ιδανική θερμοκρασία βρασμού της αλήθειας, για να μη σπάσουν και άλλα δόντια, φανερώθηκε μόνη της μπροστά μου.

Το μυστικό δεν είναι σε αυτόν που την σερβίρει, αλλά σε εκείνον που την δέχεται.

Το καλό με την αλήθεια, είναι οτι συνήθως είναι μία. 
Ακόμη συνηθέστερα, τη γνωρίζουν ή την υποψιάζονται ήδη όσοι δεν στρουθοκαμηλίζουν.
Aκούμπησέ την εσύ στο τραπέζι και άσε τους άλλους να αποφασίσουν αν θα τη γευτούν ή θα τη φτύσουν.

Πρώτη Δημοσίευση: eyedoll.gr

 

Συντάκτης: Κατερίνα Κεχαγιά